του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου
Το μένος των επαναστατικών μαζών που αποκεφάλιζε και κρεμούσε αριστοκράτες στην Γαλλία του 1789, τρομοκρατώντας την εποχή εκείνη τους αστούς, δημιούργησε πολλές αμφιβολίες για τις πολιτικές αρετές του πλήθους. Αυτές δε οι αμφιβολίες επαληθεύτηκαν τραγικά στον 20ο αιώνα, κυρίως όταν τον Σεπτέμβριο του 1930 κάπου 7 εκατομμύρια Γερμανοί ψηφοφόροι άνοιγαν στον Χίτλερ και τις ναζιστικές ορδές του την πόρτα της εξουσίας στην Γερμανία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Κάποια χρόνια αργότερα, το 1945, δύο ευρωπαϊκοί λαοί παρέδιδαν με την ψήφο τους την εξουσία στα κομμουνιστικά κόμματα των χωρών τους, για να γνωρίσουν στην συνέχεια τις πιο απεχθείς δικτατορίες της ιστορίας τους.
Τα παραπάνω ιστορικά γεγονότα, καθώς και άλλα πολλά που θα μπορούσαμε να αναφέρουμε, θέτουν πολλά ερωτήματα ως προς… τις σχέσεις των λαών με την δημοκρατία, αλλά και ως προς την φύση της δημοκρατίας αν αυτή θεωρηθεί απότοκος της βουλήσεως του δήμου. Στο επίπεδο αυτό, ο Αμερικανός καθηγητής Οικονομίας Μπράϊαν Κάπλαν, στο βιβλίο του Ο Μύθος Του Ορθολογιστή Ψηφοφόρου, γράφει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:
«Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την εφαρμογή υγιών οικονομικών πολιτικών δεν είναι τόσο τα περιχαρακωμένα ειδικά συμφέροντα και οι έρπουσες ομάδες πιέσεως, αλλά οι λάθος λαϊκές αντιλήψεις, οι ανορθόλογες πεποιθήσεις και οι προσωπικές προκαταλήψεις των απλών ψηφοφόρων. Στο πλαίσιο αυτό, οι ψηφοφόροι συνεχώς εκλέγουν πολιτικούς που μοιράζονται τις προκαταλήψεις τους ή προσποιούνται ότι το κάνουν, με αποτέλεσμα οι κακές πολιτικές να επικρατούν εις βάρος μιας ορθολογικής, αποτελεσματικής και δημοκρατικής διαχειρίσεως της πραγματικότητος. Έτσι, κατά κανόνα, οι οικονομικές αποφάσεις και δράσεις των κυβερνήσεων επηρεάζονται περισσότερο από τις προκαταλήψεις του κοινού παρά από εξελίξεις που οριοθετούν τις λειτουργίες των αγορών. Εξάλλου, οι πολιτικοί είναι εχθρικοί προς τις αγορές γιατί γνωρίζουν πολύ καλά ότι, υπό την πίεσή τους, είναι υποχρεωμένοι να λαμβάνουν αποφάσεις αντίθετες με τις προκαταλήψεις και τις φαντασιώσεις των ψηφοφόρων τους».
Η αντιπαράθεση αυτή είναι σήμερα παγκοσμίως ορατή όσο ποτέ άλλοτε στην ανθρώπινη ιστορία. Και τούτο διότι οι πολιτικοί κινδυνεύουν να πέσουν στην παγίδα που οι ίδιοι προετοίμασαν και θεμελίωσαν. Τα τελευταία τριάντα χρόνια οι σύγχρονες οικονομίες αποεθνικοποιήθηκαν, αποκρατικοποιήθηκαν, αποϋλοποιήθηκαν και μετασχηματίσθηκαν μέσα από τον πακτωλό των πετροδολλαρίων που κατέκλυσε τις παγκόσμιες χρηματαγορές. Δημιουργήθηκε έτσι μία νέα, παγκόσμιας εμβέλειας χρηματοοικονομική πραγματικότητα, στους κόλπους της οποίας η πίστωση, σε συνδυασμό με την τεχνολογία και την ταχύτητα της κυκλοφορίας κεφαλαίων, έγιναν κορυφαίοι συντελεστές παραγωγής.
Το σημαντικό αυτό γεγονός εκμεταλλεύθηκαν κατά κόρον οι πολιτικές εξουσίες, που άρχισαν να στηρίζουν την δύναμή τους στην άνοδο των δημοσίων χρεών στις δημοκρατικές κοινωνίες και στον υπέρμετρο πλουτισμό ημέτερων στα αυταρχικά καθεστώτα. Στην πρώτη περίπτωση, προέκυψε μία ισχυρή κρίση δημοσίου χρέους στις αναπτυγμένες κοινωνίες και στην δεύτερη η κατάρρευση διεφθαρμένων αυταρχικών καθεστώτων, στα οποία οι πολιτικές ελίτ δεν μπορούσαν πλέον να αντισταθούν στην λαϊκή οργή. Και, όπως είναι φυσικό, την τελευταία γνωρίζουν καλά πώς να την εκμεταλλευθούν οι δυνάμεις του ζόφου –όπως, για παράδειγμα, ο ισλαμικός φονταμενταλισμός στην περίπτωση της αποκαλούμενης Αραβικής Άνοιξης.
Δυστυχώς, παρόμοιες δυνάμεις αναπτύσσονται με γοργό ρυθμό και στην σημερινή Ελλάδα, στην οποία μία «μεθυσμένη» από τον δανεισμό κοινή γνώμη θέλει να συνεχίσει να καταναλώνει κάτι που δεν υπάρχει πλέον, ήτοι δανεικό χρήμα. Την δε άγνοια, την προκατάληψη και τελικά την ζάλη αυτής της κοινής γνώμης εκμεταλλεύονται αδίστακτοι και ακραίοι πολιτικοί φορείς, οι οποίοι κυριολεκτικά πωλούν μίσος, ανομία και τύφλωση μπροστά στην αμείλικτη πραγματικότητα. Οδηγούν έτσι ενσυνειδήτως τον λαό προς την καταστροφή –την οποίαν, αφού προκαλέσουν, θα επικαλεσθούν στην συνέχεια «ξένες δυνάμεις» και άλλα παρόμοια για να καταργήσουν ελευθερίες και δικαιώματα και να αρπάξουν ό,τι απομένει από τα ερείπια.
Οι ώρες είναι κρίσιμες, οι κίνδυνοι θανατηφόροι. Γι αυτό, στην σημερινή συγκυρία, οι ευθύνες των εγχώριων δυνάμεων του ορθού λόγου και της υπευθυνότητας είναι πολύ μεγάλες. ο παραλογισμός απειλεί την χώρα και το μέλλον της. Στην σημερινή Ελλάδα, εις πείσμα του λαϊκισμού, της διαφθοράς, των όρνεων του συνδικαλισμού και της κομματοκρατίας, υπάρχουν άνθρωποι με αξία και αξίες και συγχρόνως πνευματική συγκρότηση, που γνωρίζουν τί σημαίνει να ζει κανείς σε μία δομημένη ευρωπαϊκή δημοκρατία. Γνωρίζουν ακόμα το τεράστιο περιεχόμενο της ελληνορωμαϊκής παραδόσεως και ξέρουν ότι η Ελλάδα των 11 εκατομμυρίων είναι –έστω και υπό πτώχευση– η πλουσιότερη χώρα των Βαλκανίων. Μπορεί, λοιπόν, η Ελλάδα να αφήσει πίσω της την αρπαγή, την ασυδοσία, την απληστία των συντεχνιών. Έχει κάθε δυνατότητα να μπει στον δρόμο της ευρωπαϊκής συγκλίσεως και να πετύχει πολλά –αρκεί να αποβάλει από τον οργανισμό της βρικόλακες και ιζήματα του υπαρκτού λαϊκισμού.
Πηγή: Επαγωγή