Του Αγγελου Σταγκου
Αποτελεί παράδοση στην Ελλάδα να φταίνε πάντα κάποιοι άλλοι και ποτέ οι Ελληνες στο σύνολό τους. Ιδιαίτερα σήμερα, φταίνε οι πολιτικοί, ή φταίει το σύστημα, ή φταίνε οι Γερμανοί, ή όλοι αυτοί μαζί, για το κατάντημά μας. Εκείνο το περιβόητο «όλοι μαζί τα φάγαμε» του Θ. Πάγκαλου προκάλεσε ιερή αγανάκτηση και ας είναι φανερή ακόμη η αφθονία μέσα στην οποία ζούσε στη συντριπτική πλειοψηφία της η ελληνική κοινωνία στα χρόνια της μεταπολίτευσης. Οι κατοικίες και τα εξοχικά που κτίστηκαν σε αυτή την περίοδο, τα αυτοκίνητα, τα καταναλωτικά αγαθά και ο τρόπος ζωής γενικότερα, το μαρτυρούν κατά τρόπο αδιαμφισβήτητο. Χωρίς παραγωγή, με μηδενική ανταγωνιστικότητα, αλλά χάρη στα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Ενωσης και στα άφθονα δανεικά του κράτους.
Μπορεί να μιλάμε σήμερα, και σωστά, για ανίκανο, διεφθαρμένο και σπάταλο κράτος, αλλά τα λεφτά κατέληγαν στον ιδιωτικό τομέα είτε με επιδοτήσεις, είτε με προστατευτικούς νόμους για κλάδους και συντεχνίες, είτε μέσω έργων και προμηθειών, καθώς η οικονομία ήταν και παραμένει κρατικοδίαιτη, είτε τέλος μέσω προσλήψεων και υψηλών αποδοχών στον δημόσιο τομέα, που όμως διοχετεύονταν στην κατανάλωση μετά. Παράλληλα, τα λεφτά τζιράρονταν και αποκτούσαν μία πολλαπλασιαστική δυναμική, αφού η κάθε ομάδα πολιτών ενίσχυε την άλλη πληρώνοντας κοινωνικούς πόρους, τέλη, φόρους υπέρ τρίτων και -όσημα, χωρίς να ξεχνάμε και τις πάσης φύσεως φοροαπαλλαγές.
Ολα αυτά χοντρικά, όπως και πολλά άλλα, δημιούργησαν το μοντέλο «αλά γκρέκα» που δεν εντασσόταν σε καμία κοινωνική – οικονομική θεωρία και φυσικό ήταν να σκάσει κάποια στιγμή η φούσκα που το περιέβαλε. Η κρίση και η επώδυνη πραγματικότητα δημιούργησαν νέο πρόσφορο έδαφος για ανάπτυξη και επέκταση της γενικευμένης άποψης ότι «άλλοι φταίνε», αλλά και της συνωμοσιολογίας και της πατροπαράδοτης μυθοπλασίας με την οποία έχουν τραφεί κατά καιρούς γενιές Ελλήνων.
Πέρα όμως από τα τόσα αδιανόητα, ακόμα και από ανθρώπους με κάποια μόρφωση υποτίθεται, ακούει κανείς σε καφενεία, εστιατόρια, μπαρ, αγορές, λεωφορεία, ταξί, ραδιόφωνα, τηλεοράσεις και όπου αλλού γίνονται συζητήσεις, το κεντρικό ερώτημα που παραμένει αναπάντητο είναι αν φταίνε αποκλειστικά οι πολιτικοί για την κατάσταση της χώρας ή αν φταίει η «άτιμη» η κοινωνία. Πρόκειται βέβαια για ερώτημα δύσκολο, που αποτελεί προέκταση του λαϊκού «η κότα γέννησε το αυγό, ή το αυγό την κότα;» το οποίο παραμένει αναπάντητο στην αντίληψη ενός πολύ μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης. Αν δεχθούμε πάντως ότι φταίνε αποκλειστικά οι πολιτικοί στην Ελλάδα, τότε θα πρέπει επίσης να δεχθούμε ότι οι πολίτες δεν έχουν λογική και βούληση, αφού τους ψήφιζαν και τους ψηφίζουν, και να δικαιολογούμε με επινοήσεις και προσχήματα και την απαράδεκτη στροφή προς τη ναζιστική Χρυσή Αυγή.
Συγγνώμη, αλλά ο λαός δεν είναι ανεύθυνος για όσα συμβαίνουν σήμερα επειδή έτσι βολεύει τους απανταχού λαϊκιστές. Δεν ήταν μόνο οι πολιτικοί που καλλιέργησαν την εκτεταμένη φαυλότητα και τη διαφθορά. Την ήθελε και την επιζητούσε πάντα ένα πολύ μεγάλο μέρος του ελληνικού λαού. Το ρουσφέτι ήταν μέσο συναλλαγής στις πελατειακές σχέσεις και δεν το πρόσφερε πάντα ο πολιτικός. Πολύ συχνά το απαιτούσαν οι πολίτες. Ο γράφων ήταν παρών πριν από 20 χρόνια σε γραφείο πολιτικού που παίζει σήμερα πρωταρχικό ρόλο στην κυβέρνηση, όταν ψηφοφόρος του ζητούσε φορτικά να βάλει το παιδί του στο πανεπιστήμιο, παρόλο που εκείνος του έλεγε ότι «αυτό δεν γίνεται». Και όταν πάλι ο γράφων ήταν πρόεδρος στην ΕΡΤ, ο σπιτονοικοκύρης συγγενούς του απειλούσε να μην ανανεώσει το συμβόλαιο αν δεν προσλαβανόταν ο γιος του, ενώ ένας τρίτος πρόσφερε 8 εκατομμύρια δραχμές σε φίλο του για να μεσολαβήσει για τον ίδιο λόγο.
Με λίγα λόγια, οι Ελληνες στο σύνολό μας δεν είμαστε «αθώοι του αίματος», δίχως αυτό να σημαίνει ότι ευθύνονται όλοι το ίδιο και συνειδητά για το «αλά γκρέκα» μοντέλο και τον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό πολτό που δημιουργήθηκε. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την πρώτη ευθύνη την έχουν οι ηγεσίες, αλλά και ο λαός απόλαυσε με την ψυχή του τα χρόνια της ασυδοσίας. Γι’ αυτό και τόσοι πολλοί αποζητούν την επιστροφή σε αυτά.
Πηγή: Καθημερινή