Του Ιωαννη Ληξουριωτη
Παρακινήθηκα για τις σκέψεις που ακολουθούν από τον εύστοχο τίτλο «Κινητοποιήσεις με το “πρώτο κουδούνι”» ενός ρεπορτάζ της «Καθημερινής» που αναφέρεται στα άμεσα απεργιακά σχέδια της Διδασκαλικής Ομοσπονδίας Ελλάδας (ΔΟΕ). Τι αποφάσισε λοιπόν το καλό αυτό συνδικάτο των δασκάλων των παιδιών μας; Να κηρύξει απεργιακή κινητοποίηση «με το πρώτο κουδούνι», την 12η Σεπτεμβρίου, την ημέρα δηλαδή που τα παιδάκια θα έχουν την πρώτη τους επαφή με το σχολείο ή θα επιστρέφουν στα μαθητικά θρανία. Εκείνη λοιπόν την «ευαίσθητη» ημέρα οι μικροί μαθητές θα βρεθούν αντιμέτωποι με τα αγριεμένα πρόσωπα των συνδικαλιστών-δασκάλων που θα κλείνουν τις εισόδους των δημοτικών σχολείων και θα δίνουν τα πρώτα μηνύματα για το τι είδους «εκπαίδευση» πρόκειται να λάβουν κατά τον μαθητικό τους βίο. Αξίζει να σημειωθεί ότι εφέτος οι συνδικαλιστές της ΔΟΕ έχουν κάνει μια σημαντική επαναστατική «πρόοδο» σε σχέση με πέρυσι που πραγματοποίησαν την πρώτη τους απεργιακή κινητοποίηση με καθυστέρηση δύο εβδομάδων από την έναρξη της σχολικής χρονιάς. Εφέτος, η απεργία των δασκάλων θα είναι κατ’ ουσίαν συστατικό στοιχείο του ίδιου του σχολικού αγιασμού ή, μάλλον, θα συμβεί το αντίθετο. Οι ιθύνοντες της ΔΟΕ θα ραντίσουν τα παιδάκια με το «καθαγιασμένο ύδωρ» της συνδικαλιστικής τους ευαισθησίας.
Εδώ όμως ακριβώς προκύπτει το τεράστιο ηθικό έλλειμμα του ελληνικού συνδικαλισμού. Επειδή οι καλοί συνδικαλιστές της ΔΟΕ θεωρούν ότι δεν μπορούν πια να ζουν με την αγωνία εάν θα προχωρήσει ή όχι το μέτρο της «αξιολόγησης» των δασκάλων, αδιαφορούν παντελώς για τα παιδιά, τους γονείς και την κοινωνία και στήνουν μια ακόμη προληπτική απεργία. Σιγά μην σκεφθούν οι αξιότιμοι κύριοι συνδικαλιστές τι σημαίνει για ένα μαθητούδι να γυρίσει άπραγο στο σπίτι του την εναρκτήρια ημέρα του μαθησιακού του βίου, τι σημασιοδοτήσεις θα παράγει γι’ αυτά η ματαίωση ενός τόσο σημαντικού και από πολλές πλευρές συμβολικού γεγονότος. Αυτοί ένα πράγμα βλέπουν μπροστά τους: Να μην ακούν καν τη λέξη «αξιολόγηση», να ζήσουν την ψευδαίσθηση της «ματαίωσης της χειραγώγησης των εκπαιδευτικών» και «της διάσωσης της εκπαίδευσης από την επίθεση των δυνάμεων της αγοράς». Οι συνδικαλιστές της ΔΟΕ δεν αισθάνονται καμιά ηθική αναστολή να χρησιμοποιούν ως ανθρώπινες ασπίδες τρυφερά μαθητούδια, προκειμένου να εκβιάσουν την πολιτεία και να αποφύγουν την τρισκατάρατη αξιολόγηση, αφού μέχρι τώρα το «κόλπο» έχει επιτυχή κατάληξη. Υπενθυμίζουμε ότι, πριν από λίγους μήνες, με τροπολογία της τελευταίας στιγμής, οι εκπαιδευτικοί εξαιρέθηκαν από τις διατάξεις περί αξιολόγησης των λοιπών δημοσίων υπαλλήλων.
Δυστυχώς, κατά κανόνα, οι συνδικαλιστές δεν έχουν την παραμικρή αίσθηση καθήκοντος για ηθική αμοιβαιότητα έναντι κανενός. Δεν αισθάνονται να τους δεσμεύει κανενός είδους «κοινωνικό συμβόλαιο». Ελάχιστα τους ενδιαφέρουν οι «θεσμοί» παρά μόνο στο μέτρο που καταφέρουν να τους εκμεταλλεύονται για δικό τους λογαριασμό και κατά κανόνα διαστρεβλώνοντάς τους. Ετσι, το ότι η εκπαίδευση αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα συνδεδεμένο με την προαγωγή της αξίας του ανθρώπου, δεν φάνηκε να επηρέασε τους «μαχητές» της ΔΟΕ όταν αποφάσιζαν να στείλουν πίσω σπίτι τους τα «πρωτάκια» στις 12 Σεπτεμβρίου, χωρίς καν να τ’ αφήσουν να αντικρίσουν τις σχολικές αίθουσες. Φαίνεται ότι για τη ΔΟΕ, παρά τις εξ αντιθέτου κορώνες, ο θεσμός της εκπαίδευσης υπάρχει αποκλειστικά και μόνο για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα, «κεκτημένα» και διεκδικούμενα, των εκπαιδευτικών, έτσι όπως αυτά εννοούνται από το διαπαραταξιακό μπλοκ που τη διοικεί.
Τέτοιου είδους παραδείγματα δεν έχουν τέλος: Ας δούμε το «ηθικό υπόδειγμα» των συνδικαλιστών του χώρου της Δικαιοσύνης. Για τους συνδικαλιστές των δικαστικών υπαλλήλων, «όλοι οι καλοί χωράνε» στην υπηρεσία του θεσμού της Δικαιοσύνης. Το πρόβλημα είναι όμως ότι η έννοια του κλασικού ανθρωπιστικού ιδεώδους του «καλού καγαθού» διευρύνεται κατά λίαν ανατριχιαστικό τρόπο από το Δ.Σ. της Ομοσπονδίας δικαστικών, αφού δεν δίστασε αυτό με άμεση ανακοίνωσή του στον Τύπο να υπερασπιστεί την υπαλληλική τιμή της προσφάτως αποκαλυφθείσας δικαστικής υπάλληλου με τις άδηλες συναλλαγές και αδήλωτες καταθέσεις των οκτώ εκατομμυρίων. Αντί λοιπόν τουλάχιστον να σιωπήσουν, οι καλοί συνδικαλιστές των δικαστικών υπαλλήλων επιτίθενται και μας θέτουν δύσκολες ερωτήσεις ώστε να πονηρευτούμε και εμείς μαζί τους: «Μήπως αποτελεί (η αποκάλυψη) μέρος μια νέας προσπάθειας κατασυκοφάντησης των δημοσίων υπαλλήλων, με σκοπό την επιβολή νέων δυσβάσταχτων μέτρων;». Τόσο απλά και τόσο ωμά.
Τι έκαναν και στην περίπτωση αυτή οι συνδικαλιστές του χώρου της Δικαιοσύνης; Εδειξαν ακόμη μια φορά με ποιο περιορισμένο περιεχόμενο αντιλαμβάνονται την έννοια της «αλληλεγγύης», που αποτελεί βασική ηθική υποχρέωση κάθε μέλους της κοινωνίας. Οπως κάθε σχεδόν συνδικαλιστική ηγεσία, προσφέρουν αδιάκριτα την άνευ όρων και προϋποθέσεων αλληλεγγύη τους προς κάθε μέλος της «συντεχνίας». Επιπλέον, ενώ κατά κανόνα υπηρετούν λυσσωδώς τη «συντεχνιακή αλληλεγγύη», με τις συνδικαλιστικές πρακτικές τους απέχουν προκλητικά από κάθε εκ μέρους τους εκδήλωση «αλληλεγγύης» προς την κοινωνία. Η σχέση τους με την κοινωνία υπάρχει μόνο για να απαιτούν αδιάκοπα την αλληλεγγύη της και να αξιώνουν διαρκώς τη στήριξη προς αυτούς των άλλων κοινωνικών ομάδων. Οταν η κοινωνία υφίσταται τις βαρύτατες συνέπειες των ακραίων συνδικαλιστικών πρακτικών (αντικοινωνικές απεργίες, κλείσιμο δρόμων, καταλήψεις δημοσίων χώρων και υπηρεσιών, κ.ο.κ.), οι συνδικαλιστικές ηγεσίες διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους ότι παλεύουν για την κοινωνία και με «αθώο» τρόπο διατείνονται: «δεν είναι αυτό που φαίνεται»(!).
Ας δώσουμε μια ακόμη διάσταση του ηθικού ελλείμματος των συνδικαλιστικών εκπροσώπων: Ακόμη και εάν ο νόμος δεν θέτει ζήτημα τυπικής νομιμότητας, δεν μπορεί να θεωρηθεί «ηθικώς» αποδεκτή μια συνδικαλιστική δράση που αδιαφορεί για τον βαθμό της πραγματικής «επιρροής» των συνδικάτων στους ίδιους τους εργαζόμενους που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Δεν αρκεί να αυτοχαρακτηρίζεσαι εκπρόσωπος και να ασκείς τα εκ του χαρακτηρισμού αυτού αρυόμενα «δικαιώματα». Θα πρέπει ο εκπροσωπευτικός χαρακτήρας να επαληθεύεται και να διατηρείται. Δεν είναι δυνατόν, για παράδειγμα, να αξιώνει «ηθική» νομιμοποίηση η πραγματοποίηση από ένα συνδικάτο μιας απεργίας χωρίς να έχει συμμετάσχει στη λήψη της σχετικής απόφασης ένα ικανό ποσοστό από τους εργαζόμενους που καλούνται να συμμετάσχουν σ’ αυτή. Μόνο έτσι μπορεί να υπάρξει ηθικό έρεισμα και να «δικαιολογηθούν» οι δυσμενείς συνέπειες που προκαλεί η άσκηση της ιδιαίτερα σημαντικής αυτής μορφής εργατικού αγώνα. Διαφορετικά το συνδικάτο «δικτατορεύει» χωρίς προσχήματα επί των εργαζομένων και εκβιάζει κράτος και κοινωνία.
Οταν λοιπόν τα συνδικάτα εγκαταλείψουν τον συντεχνιακό δογματισμό που τα καθιστούν αντικοινωνικά και αναγνωρίσουν την υποχρέωση σεβασμού των αναγκαίων ηθικών αξιών, τότε θα καταφέρουν να ενταχθούν ουσιαστικά ως θεσμός στη βασική δομή της κοινωνίας και ίσως τότε ο ρόλος που θα επιτελέσουν να αξίζει αναγνώρισης. Τότε, ίσως αντιληφθούν ότι υπάρχει και άλλο περιεχόμενο σε έννοιες όπως «κοινωνικός διάλογος» ή «κεκτημένο δικαίωμα», τότε, επί πλέον, δεν θα αποτελούν μόνο μορφώματα που αναγνωρίζονται από τον νόμο, αλλά ίσως καταστούν μορφώματα που σέβονται τον νόμο.
* Ο κ. Ιωάννης Ληξουριώτης είναι καθηγητής Εργατικού Δικαίου στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.
Πηγή: Καθημερινή