Του Χαριδημου Κ. Τσουκα*
Το μοτίβο είναι γνωστό. Την επαύριον της εκλογικής του νίκης, ο νέος πρωθυπουργός, περιχαρής, συγκινημένος και, φυσικά, με αίσθημα απερίγραπτης ευθύνης, αναγγέλλει στον ελληνικό λαό την πρόθεσή του να κάνει ό,τι δεν έκαναν οι προκάτοχοί του – να προβεί σε τολμηρές τομές, να «γυρίσει σελίδα».
Ο κ. Κ. Καραμανλής θεώρησε την εκλογή του το 2004 ως «καθαρή αξίωση για πολιτική αλλαγή». Ο κ. Γ. Παπανδρέου εξέλαβε τη νίκη του το 2009 ως εντολή «αλλαγής πορείας» της χώρας. Τα αποτελέσματα τα είδαμε. Ο ένας έφερε τη χώρα στο χείλος του γκρεμού, ο άλλος την έσπρωξε λίγο παραπέρα…
Δεν αναμένονταν να παρεκκλίνει από αυτή την παράδοση ρητορικής μεγαλοστομίας ο κ. Α. Σαμαράς. «Θα κάνουμε τα πάντα για να σωθεί η χώρα μας και να παραμείνει σε ευρωπαϊκή τροχιά», ανέφερε στην πρώτη ομιλία του στο υπουργικό συμβούλιο. Παρόμοιες δηλώσεις έκαναν και οι δύο άλλοι πολιτικοί αρχηγοί που στηρίζουν την κυβέρνησή του.
Να τους πιστέψουμε; Αν είμαστε αφελείς ή αμνήμονες, ναι. Αν διατηρούμε την πολιτική μας εγρήγορση, όχι. Η χώρα έφτασε στην πύλη εξόδου από την Ευρωζώνη και με ευθύνη του κ. Σαμαρά. Ποιος δεν θυμάται την εμπρηστική ρητορική του κατά του Μνημονίου; Ποιος ξεχνά την καιροσκοπική και αποστασιοποιημένη στήριξη που παρέσχε στην κυβέρνηση Παπαδήμου; Ποιος δεν βλέπει ότι οι παλαιοκομματικοί πολιτικάντηδες της Ν.Δ. που έχρισε υπουργούς -οι άνθρωποι, δηλαδή, που έχουν σημαντική ευθύνη για την πορεία της χώρας προς τη χρεοκοπία- δεν μπορούν να κάνουν κάτι που ποτέ δεν έμαθαν: να κυβερνούν με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον;
Δείτε το, τώρα, από την άλλη μεριά. Πώς συμπεριφέρονται οι κ. Βενιζέλος και Κουβέλης στον κ. Σαμαρά; Οπως, λίγο-πολύ, συμπεριφέρθηκε ο κ. Σαμαράς στον κ. Παπαδήμο: κρατώντας αποστάσεις από την κυβέρνηση συνεργασίας. Δεν μετέχουν ούτε οι ίδιοι, ούτε κορυφαία στελέχη των κομμάτων τους στην κυβέρνηση. Αν όμως οι κυβερνητικοί εταίροι δεν ταυτίζονται με την κυβέρνησή τους, γιατί να πιστέψουμε ότι θα κάνουν τα πάντα για να σωθεί η χώρα; Αν δεν θέλουν οι ηγέτες μας να διακινδυνεύσουν κάτι πολύτιμο γι’ αυτούς (την εκλογική και εσωκομματική τους επιρροή) πώς θα πειστούν οι πολίτες να διακινδυνεύσουν ό,τι θεωρούν κεκτημένο;
Δείτε πώς ενεργοποιούνται μερικά από τα βαθιά μοτίβα του πολιτικού συστήματος, ακόμα και σε συνθήκες χρεοκοπίας. Κρίσιμα υπουργεία, όπως είναι τα υπουργεία Υγείας και Παιδείας, ανατίθενται σε φθαρμένους κομματανθρώπους, ισορροπιστές πολιτικάντηδες, ή σε φιλόδοξους σταδιοδρομιστές με κομματικές διασυνδέσεις. Το 2009 ο κ. Παπανδρέου ανέθεσε το υπουργείο Υγείας στην κ. Ξενογιαννακοπούλου και διόρισε την κ. Γεννηματά αναπληρώτρια υπουργό Παιδείας! Σήμερα ο κ. Σαμαράς θεώρησε ως τον πλέον κατάλληλο για το υπουργείο Υγείας τον «γαλάζιο» αντίστοιχο της Ξενογιαννακοπούλου, τον κ. Λυκουρέντζο! Την αριστεία στο υπουργείο Παιδείας θα προωθήσουν οι κ. Αρβανιτόπουλος και Παπαθεοδώρου, χαρακτηριστικά δείγματα του τύπου «καθηγητή» που επικράτησε στα πανεπιστήμια της μεταπολίτευσης. (Ηδη άρχισαν να εργάζονται για την αναίρεση κρίσιμων διατάξεων του νόμου Διαμαντοπούλου για τα ΑΕΙ, με τον οποίο εκδιώκεται θεσμικά ο κομματισμός από τα πανεπιστημιακά όργανα διοίκησης). Οι άνθρωποι αυτοί θα κάνουν τα πάντα να σώσουν τη χώρα…
Δείγμα της αξιοπιστίας ενός πρωθυπουργού είναι οι πρωτοβουλίες που θα πάρει για τη ριζική αλλαγή της διαλυμένης κρατικής μηχανής. Ο κ. Σαμαράς ανακοίνωσε πρόσφατα την κατάργηση των ειδικών γραμματειών των υπουργείων. Πολύ σωστή απόφαση. Εχει κατά νου κάποια άλλη διοικητική δομή; Οχι. Στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης ο πρωθυπουργός δεν κυβερνά, προεδρεύει! Ο κ. Σαμαράς ζήτησε από τους υπουργούς του εισηγήσεις! Ο αυτοσχεδιασμός είναι προτιμότερος από τον σχεδιασμό, όταν σε ενδιαφέρουν κυρίως οι εντυπώσεις.
Τι παρέλειψε ο πρωθυπουργός; Το βασικότερο: την αντικατάσταση όλων των γενικών γραμματέων των υπουργείων -κατά κανόνα, κομματικών εγκάθετων ή προσωπικών φίλων- με στελέχη της διοίκησης. Δεν θα κόστιζε ούτε ένα ευρώ κάτι τέτοιο. Κι όμως δεν το τολμά. Γιατί; Στοιχειώδες, αγαπητοί μου: χωρίς το κομματικό κράτος οι περισσότεροι πολιτικάντηδες δεν θα είχαν λόγο ύπαρξης…
Η λεγόμενη «προγραμματική συμφωνία» των συνεργαζόμενων κομμάτων είναι ένα υπόδειγμα κενολογίας – χαρακτηριστικό δείγμα του νεφελώδους, «πολιτικά ορθού» κομματικού λόγου που άνθησε στη μεταπολίτευση. Ο μεταρρυθμιστικός λόγος επισκιάζεται από μια πληθώρα ευσεβών πόθων, ανεδαφικών επιδιώξεων και τετριμμένα γενικόλογων (ενίοτε και ταυτολογικών) διακηρύξεων. Τι σχεδιάζει η κυβέρνηση για τη γραφειοκρατία; «Συνολική στρατηγική για χτύπημα γραφειοκρατίας»! Για τη φοροδιαφυγή; «Συνολική στρατηγική για χτύπημα φοροδιαφυγής»! Για την «ανασυγκρότηση της δημόσιας διοίκησης»; «[…] Ενίσχυση της επιτελικότητας, του συντονισμού και του ελέγχου της εφαρμογής δημοσίων πολιτικών»!
Πώς θα μπορούσε να σηματοδοτήσει το αυθεντικά καινούργιο ένας ρηξικέλευθος πρωθυπουργός; Ιδού ένας απλός τρόπος. Πέρυσι τιμήθηκε από την Αμερικανική Εταιρεία Δημόσιας Διοίκησης με το διεθνές βραβείο της ένας άξιος Ελληνας δημόσιος λειτουργός, ο δρ Π. Καρκατσούλης. Φαντάζεστε έναν πρωθυπουργό να διορίζει τον κ. Καρκατσούλη γενικό γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου ή επικεφαλής μιας νέας, πολιτικά ανεξάρτητης, δομής της δημόσιας υπηρεσίας; Δύσκολα…
Γιατί δεν το κάνουν; Το κομματικό κράτος είναι η μήτρα των περισσότερων πολιτικών. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον διαμόρφωσαν τον πολιτικό τους χαρακτήρα. Ακόμα κι όταν αναγνωρίζουν εγκεφαλικά την ανάγκη να αλλάξει το κράτος, δεν διαθέτουν ούτε το ψυχικό σθένος ούτε την ευθυκρισία για κάτι τέτοιο. Οποιος γαλουχήθηκε στον πολιτικαντισμό, δύσκολα αποκτά τις δεξιότητες του statesman. Το δράμα της χώρας είναι ότι οι ιστορικοί εθισμοί της αποδεικνύονται ισχυρότεροι από το ένστικτο επιβίωσής της.
* Ο κ. Χ. Κ. Τσούκας (htsoukas@gmail.com) είναι καθηγητής στα Παν/μια Κύπρου και Warwick.
Πηγή: Καθημερινή