Tου Στεφανου Κασιματη
Σε μια δημοκρατία σαν τη δική μας, ένας πολιτικός που θέλει να επιβιώσει στην εξουσία οφείλει να φροντίζει ώστε με τις αποφάσεις του να δυσαρεστεί τους κατά το δυνατόν λιγότερους και να ικανοποιεί τους περισσότερους – είτε μας αρέσει είτε όχι, αυτή είναι η πραγματικότητα. Εχω την εντύπωση ότι, με τη μορφή που έδωσε στην κυβέρνησή του, ο Αντώνης Σαμαράς έκανε μάλλον το αντίστροφο: ικανοποίησε τους λιγότερους και δυσαρέστησε τους περισσότερους.
Παίρνοντας, επιτέλους, στα χέρια του το πολυπόθητο τρόπαιο της πρωθυπουργίας, ο Αντώνης Σαμαράς έσπευσε να πληρώσει τα γραμμάτια σε όσους τον είχαν στηρίξει, ιδίως στους πιο απαιτητικούς πιστωτές, εκείνους που η δυσαρέσκεια θα τους έκανε επικίνδυνους. Ετσι, βρεθήκαμε με μία -ως επί το πλείστον γαλάζια- κυβέρνηση, αποτελούμενη από Παπουτσήδες και Μαριλίζες. Στο υπουργείο Υγείας, λ.χ., έναν από τους κύριους τομείς κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος, είδαμε υπουργό τον νευρωτικό υπομοίραρχο Λυκουρέντζο, ενώ ο Μάριος Σαλμάς -που και ικανότερος είναι και εις βάθος γνώση των θεμάτων διαθέτει- έγινε υφυπουργός.
Το Εσωτερικών ανέλαβε ο παλαιοκομματικός Ευριπίδης Στυλιανίδης, του οποίου τη ρηχότητα και τη ματαιοδοξία αποδεικνύει το γεγονός ότι θεώρησε υποχρέωσή του (προς τις επόμενες γενιές, προφανώς…) να εκδώσει τόμο 796 σελίδων με την ανούσια φλυαρία των νομοσχεδίων και των προεδρικών διαταγμάτων που καταρτίσθηκαν επί των ημερών του στο υπουργείο Παιδείας, μολονότι αυτά σε τίποτε δεν άλλαξαν τη βαθιά παρακμή της Δημόσιας Παιδείας. Πάντως, δεδομένης της προτίμησής του για τα πολυτελή ξενοδοχεία της αλυσίδας Four Seasons, είναι ευτυχές ότι ο πρωθυπουργός δεν του ανέθεσε το υπουργείο Εξωτερικών και, επίσης, ότι στην Ελλάδα -εξ όσων γνωρίζω τουλάχιστον- δεν υπάρχει ξενοδοχείο της συγκεκριμένης αλυσίδας…
Η τοποθέτηση του εκλαμπρότατου Δ. Λ. Αβραμόπουλου στο Εξωτερικών δεν βλάπτει: Το τίποτα συναντά το τίποτα· υπό την έννοια ότι μία χώρα χρεοκοπημένη, που επιζεί χάρη στην αλληλεγγύη των εταίρων της (έστω και αν δεν το αναγνωρίζει), σοβαρή εξωτερική πολιτική αξιώσεων δεν μπορεί να έχει. Συνεπώς, υπάρχει αρμονία μεταξύ θέσης και προσώπου. Το κενό στην πολιτική καλύπτεται με λόγους – ο Δημήτρης είναι ιδεώδης για τον ρόλο. Ομως, η Εθνική Αμυνα είναι ένας άλλος τομέας όπου απαιτείται μεγάλη περιστολή δαπανών· και ο «κόκκινος Πάνος» Παναγιωτόπουλος, αρχέτυπο του λαϊκιστή δημαγωγού, είναι ο τελευταίος από τον οποίο θα περίμενε κανείς εξορθολογισμό των στρατιωτικών δαπανών. Επιπλέον, δε, η θητεία του στο υπουργείο Εργασίας επί Κώστα Καραμανλή -για όσους τη θυμούνται- δεν επιτρέπει ούτε καν μικρές προσδοκίες.
Απογοητευτική και η στελέχωση του υπουργείου Παιδείας, όπου οι εκπρόσωποι του καθηγητικού κατεστημένου, δηλαδή της κύριας δύναμης που πολέμησε (και νίκησε) την απόπειρα μεταρρύθμισης της Ανωτάτης Παιδείας, ανταμείφθηκαν επαξίως: Ο Κωνσταντίνος Αρβανιτόπουλος της Ν.Δ. ως υπουργός και ο Θεόδωρος Παπαθεοδώρου ως υφυπουργός. Οι κομματικές νεολαίες θα πρέπει να κάνουν ένα πάρτι για να γιορτάσουν τη δικαίωση κοινών αγώνων.
Ολα αυτά είναι κρίμα, όμως. Διότι δίνεται η εντύπωση ότι με τις επιλογές του ο πρωθυπουργός τακτοποιεί υποχρεώσεις προς το αμέσως παρακάτω επίπεδο της πυραμίδας, στην κορυφή της οποίας στέκεται ο ίδιος, αλλά αγνοεί τη βάση της. Δεν νομίζω να αμφιβάλλει κανείς ότι από το περίπου 30% που έλαβε η Ν.Δ. την περασμένη Κυριακή, είναι ζήτημα αν στον ίδιον προσωπικώς οφείλεται έστω και μία ψήφος παραπάνω από το 18%, που έλαβε όταν ζήτησε αυτοδυναμία. Υπ’ αυτές τις συνθήκες, η μορφή και η ποιότητα που επέλεξε να δώσει στην κυβέρνησή του ο πρωθυπουργός δεν θα έπρεπε να επιδιώκει την ικανοποίηση του στενού κύκλου κομματικών και κοινοβουλευτικών στελεχών, που τον έχουν στηρίξει με την αφοσίωσή τους. Θα όφειλε μάλλον να απευθύνεται στον ευρύτερο κύκλο του κόσμου που έδωσε στη Νέα Δημοκρατία την πρώτη θέση στις εκλογές. Σε τελευταία ανάλυση, αυτές τις υποσχέσεις, που έδωσε ή ενέπνευσε στις εκατοντάδες χιλιάδες των μακρινών και αφανών ψηφοφόρων, είναι εκείνες που καλείται να εκπληρώσει με το έργο της κυβέρνησής του – όχι τις άλλες που απέσπασαν οι κοντινοί και επιφανείς, εναλλάσσοντας την κολακεία με την γκρίνια και την κλάψα.
Το μέλλον -το άμεσο μέλλον μάλιστα, διότι η πολυτέλεια της χρονοτριβής δεν υπάρχει- θα δείξει κατά πόσον η ανάγκη θα υποχρεώσει την κυβέρνηση των γαλάζιων Παπουτσήδων να προσαρμοσθεί με την πραγματικότητα. Το βέβαιο είναι ότι χωρίς Παπουτσήδες και Μαριλίζες η προσαρμογή θα είχε ελπίδες να είναι ταχύτερη, επιτυχέστερη και καρποφόρος.
Πηγή: Καθημερινή