Του Δημητρη Παπαδημητριου*
Οι διαπραγματεύσεις για το δεύτερο πακέτο διάσωσης και την αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους επιτέλους ολοκληρώθηκαν. Η καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα να γίνουν ακόμη πιο οδυνηρές οι περικοπές μισθών, δαπανών και συντάξεων. Στο μεταξύ, οι ηγεσίες του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και της Ε. Ε. έχουν δρομολογήσει την κατεύθυνση της ελληνικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια. Το έθνος θα υποστεί επώδυνα μέτρα λιτότητας, στα οποία θα συμπεριλαμβάνονται οι απολύσεις χιλιάδων υπαλλήλων.
Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό πλαίσιο, πώς μπορεί να αποκατασταθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας; Ο βασικός, ουσιώδης και άμεσος στόχος θα πρέπει να είναι η μείωση της ανεργίας Και αυτό διότι:
– Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της ακραίας ανεργίας είναι γνωστές. Η συρρίκνωση της οικονομίας παγιώνεται. Και οι δεξιότητες των εργαζομένων φθίνουν και γίνονται παρωχημένες, με αποτέλεσμα να γίνεται ακόμη πιο δύσκολη η επανένταξή τους στην αγορά εργασίας.
– Η μαύρη εργασία διογκώνεται εις βάρος της επίσημης οικονομίας. Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν είναι απλώς μία ακόμη στατιστική. Εκτιμάται ότι ο γκρίζος τομέας αποτελεί το ένα τέταρτο περίπου του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος.
– Η ανισότητα αυξάνεται. Στην Ελλάδα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία και την Ισπανία, η αύξηση αυτή υπολογίζεται σε 10%. Ως εκ τούτου, λαμβάνουν χώρα επικίνδυνες ιδεολογικές μετατοπίσεις.
– Η κοινωνική συνοχή αποδομείται με ταχείς ρυθμούς. Η φτώχεια, οι άστεγοι και το έγκλημα αυξάνονται, η δημόσια υγεία υπονομεύεται, η κατάθλιψη, οι αυτοκτονίες και οι προσωπικές τραγωδίες πολλαπλασιάζονται.
Η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στο μονοπάτι μιας τέτοιας αποκάλυψης. Μεταξύ 2009 και 2011, η ανεργία αυξήθηκε κατά 94%. Σήμερα βρίσκεται στο 21% και μπορεί να φτάσει το 25% μέχρι το τέλος του χρόνου. Μεταξύ των νέων φτάνει το 50% και αναμένεται επίσης να αυξηθεί ακόμη. Οι κατεστραμμένες ζωές περιλαμβάνουν περισσότερους από 20.000 αστέγους, την ώρα που η φτώχεια και οι αυτοκτονίες ακολουθούν την ανιούσα.
Οι διαστάσεις χιονοστιβάδας που αναμένεται να λάβει η ανεργία αποτελούν από μόνες τους μια τροχοπέδη στην οικονομική ανάπτυξη. Μέχρι σήμερα, η ελληνική κυβέρνηση αντιδρούσε στο φαινόμενο αυτό με περιορισμένης έκτασης παρεμβάσεις, που είχαν σκοπό τη διατήρηση θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα. Η έμφαση που δόθηκε ήταν στη μείωση των ημερών εργασίας (με την ελπίδα ότι περισσότεροι άνθρωποι θα πρέπει να μοιράσουν έτσι τις διαθέσιμες θέσεις) και στην επιδότηση των ασφαλιστικών εισφορών.
Οπου δοκιμάστηκαν όμως μέτρα εκ περιτροπής εργασίας -στην Ολλανδία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία, στην Αυστραλία, στην Ιαπωνία και ακόμη και στις ΗΠΑ- απέτυχαν να δημιουργήσουν θέσεις εργασίας. Το ίδιο συνέβη και με την επιδότηση των θέσεων, η οποία έτεινε να στρεβλώνει τις αποφάσεις των εργοδοτών, που προτιμούσαν να ανταλλάζουν τους δικούς τους υπάλληλους με τους επιδοτούμενους.
Επιτέλους, λοιπόν, τώρα προστέθηκε και μία ακόμη επιλογή σε μικρή κλίμακα. Πρόκειται για το έκτακτο πρόγραμμα του υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, για την επ’ αμοιβή κοινωνική εργασία, με αρχικό στόχο 55.000 ανέργους, οι οποίοι θα προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε ΜΚΟ και θα ωφελήσουν τις κοινότητές τους. Ανάλογο πρόγραμμα του υπουργείου Εσωτερικών, χωρίς τη συμμετοχή ΜΚΟ, θα δημιουργήσει 120.000 ακόμη θέσεις εργασίας.
Η προσέγγιση αυτή αποτελεί την καλύτερη ελπίδα της ελληνικής κυβέρνησης για να ανακόψει την αύξηση της ανεργίας και να αποφύγει την περαιτέρω καταστροφή. Τα προγράμματα αυτά έχουν σχεδιαστεί με τέτοιο τρόπο ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα νεποτισμού, διαφθοράς και ευνοιοκρατίας που είδαμε στο παρελθόν. Αν η στόχευση, η εποπτεία και η αξιολόγησή τους γίνουν με σωστό τρόπο, τότε τα αποτελέσματα θα είναι εντυπωσιακά.
Η εναλλακτική λύση θα ήταν να βασιστεί η κυβέρνηση στον ιδιωτικό τομέα για να δημιουργήσει αρκετές θέσεις εργασίας, ώστε να περιοριστούν τα αστρονομικά ποσοστά ανεργίας. Τι ρεαλιστικές πιθανότητες υπήρχαν να γίνει κάτι τέτοιο σε μια χώρα που οι δουλειές είναι ήδη πολύ λίγες και ο δημόσιος τομέας, ο οποίος τώρα συρρικνώνεται, δημιουργεί το 40% του ΑΕΠ; Είναι δύσκολο να είναι κανείς αισιόδοξος.
Μία ανάκαμψη με μπροστάρη τον ιδιωτικό τομέα θα απαιτούσε κολοσσιαία αύξηση νέων επιχειρήσεων, μεγάλων επενδυτικών σχεδίων και εισροών κεφαλαίων από το εξωτερικό. Παραδοσιακά, οι επενδυτές που θα μπορούσαν να τα κάνουν όλα αυτά βρίσκουν την Ελλάδα μη ελκυστικό τόπο για δραστηριοποίηση.
Η ελληνική οικονομία χαρακτηρίζεται επίσης από πολύ υψηλά ποσοστά αυτοαπασχολούμενων και μικρών επιχειρήσεων, που φτάσουν στο 35% του εργατικού δυναμικού. Τα αποσταθεροποιητικά αποτελέσματα της ανεργίας περιλαμβάνουν και την πτώση της ιδιωτικής κατανάλωσης και των πωλήσεων στο λιανεμπόριο. Η μείωση της παγκόσμιας ζήτησης επιτείνει το πρόβλημα. Καθώς, λοιπόν, η οικονομία συρρικνώνεται, πώς μπορούν να επιβιώσουν αυτές οι επιχειρήσεις;
Πριν από την κρίση, η ανάπτυξη στην Ελλάδα βασιζόταν στη δημόσια κατανάλωση και στις προσλήψεις στο Δημόσιο. Τώρα που το Δημόσιο συρρικνώνεται, το εύρος των πολιτικών απασχόλησης πρέπει να μεγαλώσει. Τα προγράμματα δημιουργίας θέσεων κοινωφελούς εργασίας επ’ αμοιβή είναι η καλύτερη ελπίδα της κυβέρνησης.
* Ο κ. Δημήτρης Παπαδημητρίου είναι πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Levy, εκτελεστικός αντιπρόεδρος και καθηγητής Οικονομικών στο Κολλέγιο Bard της Νέας Υόρκης.