Tου Σταθη Ν. Καλυβα*
Η περίεργη προσκόλληση σε έναν ξεπερασμένο νόμο του 1920 μάς επιτρέπει να αντιληφθούμε πολύ καθαρά και το πώς φθάσαμε στη χρεοκοπία και γιατί δυσκολευόμαστε τόσο να βάλουμε τη χώρα σε διαφορετική τροχιά. Επιδιώκοντας την οικονομική διαφάνεια, ο νόμος αυτός (2190/1920) επιβάλλει στις ανώνυμες εταιρείες τη δημοσίευση του ισολογισμού τους καθώς και πρόσθετων στοιχείων σε τουλάχιστον μία πολιτική και μία οικονομική εφημερίδα. Το ακριβές κόστος για τις εταιρείες είναι ασαφές (οι σχετικές αναφορές κυμαίνονται από 300 έως 1.200 ευρώ), αλλά αναγνωρίζεται πως το σύστημα λειτουργούσε καταχρηστικά και ανορθολογικά, οδηγώντας σε πρόσθετες επιβαρύνσεις.
Εξασφαλίζοντας πλέον την απαραίτητη δημοσιότητα δίχως κόστος, το Διαδίκτυο μετέτρεψε μια ουσιαστική υποχρέωση σε αυθαίρετο χαράτσι, ένα από τα εκατοντάδες που επιβαρύνουν τη λειτουργία της αγοράς και υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας. Εκατοντάδες μικρές και μεγάλες εισφορές δημιούργησαν χιλιάδες «ραντιέρηδες». Η προσοδοφορία μετατράπηκε στο δημοφιλέστερο σπορ της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Η ΕΡΤ, π. χ., συντηρεί εκατοντάδες υπαλλήλους μέσω της υποχρεωτικής εισφοράς, ενώ αναφέρεται πως το 90% των εσόδων της ΓΣΕΕ καλύπτεται από την υποχρεωτική εργατική εισφορά στον Οργανισμό Εργατικής Εστίας. Κάπως έτσι έφθασε η Ελλάδα στον πάτο: στην 81η θέση ως προς την οικονομική ελευθερία, στην 90ή ως προς την ανταγωνιστικότητα και στην 109η θέση ως προς την επιχειρηματικότητα. Ολα αυτά είναι γνωστά, αλλά δεν έχουν εμπεδωθεί ευρύτερα. Είναι προφανές πως η δραστική μείωση των στρεβλώσεων αποτελεί προϋπόθεση εξόδου από την ύφεση. Ανάμεσα στα άλλα μέτρα, το Μνημόνιο ΙΙ επιτάσσει την κατάργηση της υποχρεωτικής δημοσίευσης, καθώς μάλιστα πριν από μια τετραετία είχε δοθεί κατ’ εξαίρεση από την Ευρωπαϊκή Ενωση και την ελληνική κυβέρνηση παράταση για τη μη δημοσίευση ισολογισμών, που λήγει στις 31 Μαρτίου 2012. Οπως όμως συμβαίνει συνήθως, οι ενδιαφερόμενοι αδιαφόρησαν θεωρώντας πως το θέμα δεν τους αφορούσε. Τώρα ξύπνησαν.
Φυσικό είναι οι ραντιέρηδες να αντιστέκονται στην κατάργηση των εισφορών που τους τρέφουν. Στην περίπτωσή μας, αυτοί συμπεριλαμβάνουν τους άμεσα σιτιζόμενους από την υποχρεωτική δημοσίευση, έναν εσμό δημοσιογραφικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και ταμείων: ΕΣΗΕΑ, ΠΟΕΣΥ, ΕΠΗΕΑ, ΕΔΟΕΑΠ. Το εκπληκτικό είναι πως φαίνεται να υποστηρίζουν το μέτρο και κάποιοι εκπρόσωποι των σιτιζόντων (ΚΕΕΕ, ΕΒΕΑ, ΕΣΕΕ, ΕΣΑ, Ελληνοαμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο), με το απίθανο επιχείρημα πως «η πλήρης και άμεση κατάργηση της δημοσίευσης οικονομικών στοιχείων θα προκαλέσει προβλήματα στην αγορά, καθώς δεν έχουν ωριμάσει ευρύτερα οι συνθήκες για διεξοδική δημοσιοποίηση στοιχείων με ανάρτηση στο Διαδίκτυο»! Η ερμηνεία αυτής της στάσης μάλλον παραπέμπει σε επίδειξη αλληλεγγύης μεταξύ συνδικαλιστών, στοιχείο βέβαια που υπονομεύει κάθε έννοια εκπροσώπησης. Είναι περιττό να σημειωθεί πως οι αντιδράσεις βρήκαν ευρεία στήριξη σε ολόκληρο σχεδόν το πολιτικό φάσμα, από τον ΣΥΡΙΖΑ στον ΛΑΟΣ, περνώντας από τους «αντιμνημονιακούς» του «Πανελλήνιου Αρματος Πολιτών» στους «μνημονιακούς» της ΔΗΣΥ.
Ας δούμε λίγο και το περιεχόμενο της σχετικής επιχειρηματολογίας. Αρχικά υποστηρίχθηκε ότι το μέτρο οδηγεί στην αδιαφάνεια, καταργεί την ισότιμη ενημέρωση των πολιτών και επιφέρει βαρύ πλήγμα στην ενημέρωση γιατί, δήθεν, η δημοσίευση στο Διαδίκτυο είναι επισφαλής σε σχέση με τον γραπτό Τύπο! Φαίνεται πως το γελοίο του πράγματος έγινε σύντομα αντιληπτό, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει το παραμύθι της υπονόμευσης της ελευθερίας του Τύπου. Ο Παύλος Μαρκάκης του ΛΑΟΣ έκανε μάλιστα λόγο για «τυποκτόνο» νόμο του Μνημονίου Ακολούθησαν δύο εντελώς σαθροί ισχυρισμοί: πως η εισφορά είναι δήθεν μηδαμινή, πράγμα που διαψεύδεται από τις ίδιες τις αντιδράσεις. Και πως μπροστά σε άλλα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις (ΦΠΑ, υψηλά λειτουργικά κόστη, διάφορες φορολογίες, έκτακτες εισφορές κ. λπ.), η εισφορά είναι λεπτομέρεια, λες και κάτι τέτοιο δικαιολογεί τη διαιώνισή της. Εννοείται πως η σχετική επιχειρηματολογία είναι πασπαλισμένη με το συνηθισμένο αριστερό λεξιλόγιο: γίνεται λόγος για «οργανώσεις επιχειρηματιών» και άλλους σκοτεινούς «κύκλους» που μαζί με την τρόικα «βυσσοδομούν» εις βάρος των εργαζομένων και αποσκοπούν στην επιβολή ενός «καθεστώτος επιλεκτικής πληροφόρησης». Το βραβείο αμετροέπειας κερδίζει η «Αυγή», που χαρακτηρίζει την κατάργηση της υποχρεωτικής δημοσίευσης πλήγμα στη δημοκρατία, στον πλουραλισμό και στους… ανθρώπους. Η αλήθεια εντοπίζεται εύκολα πίσω από τις άδειες λέξεις: «Η μνημονιακή ρύθμιση θα επιφέρει το λουκέτο σε εφημερίδες που στηρίζουν την καθημερινή κυκλοφορία τους στα ετήσια έσοδα από τη δημοσίευση των ισολογισμών». Επιδιώκεται, με άλλα λόγια, η διαιώνιση ενός αδιέξοδου οικονομικού μοντέλου εις βάρος της κοινωνίας. Η απόλυτη συνταγή της οικονομικής παρακμής.
Εχει επανειλημμένως επισημανθεί πως, επειδή το κόστος δημιουργίας και λειτουργίας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα είναι τόσο υψηλό, τα περιθώρια αύξησης της παραγωγικότητας είναι μεγάλα. Προτού λοιπόν επιμερίσουμε τις ευθύνες για την ύφεση, καλό είναι να αναρωτηθούμε πώς ακριβώς θα ανακτηθεί η ανταγωνιστικότητα, όταν ακόμη και η μικρότερη αλλαγή προσκρούει στις αντιδράσεις όσων τρέφονται από το χρεοκοπημένο μοντέλο. Αν δυσκολευόμαστε τόσο, παρά την έξωθεν πίεση και στήριξη, να δρομολογήσουμε ακόμη και τη μικρότερη αλλαγή, πώς είναι δυνατόν να θεωρούμε ότι θα καταφέρουμε να αλλάξουμε τη χώρα αν επέλθει η κατάρρευση;
* Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Yale.