Αν ξύσουμε την επιφάνεια του οικονομικού προβλήματός μας, τι θα ανακαλύψουμε; Το πολιτικό πρόβλημά μας. Αν κάνουμε το ίδιο και στο πολιτικό, τι μας περιμένει από κάτω; Το πολιτισμικό πρόβλημά μας. Για τους τακτικούς αναγνώστες της στήλης, δεν λέω τίποτε καινούργιο. Το επαναλαμβάνω όμως, διότι η Φώφη Γεννηματά, με προχθεσινή απάντησή της στη Βουλή, μας έδωσε την έξοχη ευκαιρία να το διαπιστώσουμε για μία ακόμη φορά. (Ασφαλώς, εν αγνοία της…)
Η ερώτηση του βουλευτή Ελ. Αυγενάκη, είχε ως αφορμή την πρόσφατη αποκάλυψη της Δημοκρατικής Συμμαχίας, σχετικά με τη σύναψη νέου δανείου του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ. από την Τράπεζα Αττικής, με εγγύηση -ως συνήθως- τις μελλοντικές κρατικές χρηματοδοτήσεις. Αντικείμενο της ερώτησης ήταν η πρόταση του κόμματος για μείωση της κρατικής επιχορήγησης κατά 50%, δεδομένου μάλιστα ότι το κόστος για τον κρατικό προϋπολογισμό ανά ψηφοφόρο είναι υπερπολλαπλάσιο εκείνου που ισχύει στις ευρωπαϊκές χώρες. (Παρεμπιπτόντως, θα ήταν λάθος αν εδώ λέγαμε: «εκείνου που ισχύει στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες», διότι η Ελλάδα αποδεικνύει καθημερινά ότι δεν είναι ευρωπαϊκή χώρα…)
Κατ’ αρχάς, είναι αξιοσημείωτη η ειρωνεία ότι μοίρα αγαθή το θέλησε, ώστε το καθήκον της υπεράσπισης του κομματικού συστήματος απέναντι στην πλέον κραυγαλέα απόδειξη της αποτυχίας του να βρεθεί στα χέρια της κ. Φώφης Γεννηματά: μιας πολιτικού, η ευγενής καταγωγή της οποίας συνδυάζει την οικογενειοκρατία με τον κομματικό σωλήνα· μιας πολιτικού, η οποία έχει σκανδαλωδώς ευνοηθεί ώς τώρα, ενώ η αξία της ακόμη δεν έχει διαπιστωθεί στην πράξη, πέραν του ότι οι ακραιφνείς του βαθέος ΠΑΣΟΚ την ψηφίζουν για το όνομά της.
Τι σοφίες όμως εξεστόμισε η κ. Φώφη; Πρώτον, τον κοινό τόπο ότι «δεν έχουμε περιθώριο σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές για άλλες σπατάλες του Δημοσίου». (Λες και δεν το ξέραμε…). Επίσης, τη βαθυτάτη πεποίθησή της ότι «δεν υπάρχει κανένα πολιτικό κόμμα και κανένα μέλος του ελληνικού Κοινοβουλίου που να θέλει να απομυζά τον ελληνικό λαό». (Μήπως, τελικά, έχει χιούμορ η κ. Γεννηματά και δεν το ξέρει;)
Δεύτερον, ότι η συναίσθηση της ευθύνης και η συμφωνία για τη μείωση της κρατικής σπατάλης «δεν συνεπάγεται ότι θα καταργήσουμε τα κόμματα ή την κοινοβουλευτική δημοκρατία». Εδώ αισθάνεται κανείς τον πειρασμό να προσάψει στην κ. Γεννηματά, αν όχι δικολαβίστικη σοφιστεία, πραγματική αδυναμία κατανόησης του θέματος. Διότι το αίτημα να χειρίζονται τα κόμματα τα οικονομικά τους με τον ίδιο τρόπο που ισχύει για τις επιχειρήσεις, τις οικογένειες και τα άτομα, δηλαδή, να μάθουν να ελέγχουν τις δαπάνες τους και να μην βασίζονται στον αέναο και ανεξέλεγκτο δανεισμό, δεν συνεπάγεται αναγκαστικά κατάργηση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Αν πράγματι το πιστεύει αυτό η κ. Γεννηματά και δεν το εκστομίζει, επειδή απλώς δεν καταλαβαίνει το νόημά του, τότε θα μπορούσε, με περισσότερη ευθύτητα, να μας πει: «Ακούστε εδώ, εμείς έτσι έχουμε μάθει! Αν δεν σας αρέσει, δικό σας πρόβλημα· εμείς δεν μπορούμε να αλλάξουμε». Παρόμοια ευθύτητα, όσο και αν με έθιγε, προσωπικώς θα την προτιμούσα – και ίσως να την εκτιμούσα κιόλας.
Τρίτον, συμπεραίνει η κυρία αναπληρώτρια υπουργός ότι η κρατική χρηματοδότηση είναι «απαραίτητη προκειμένου να θωρακίσουμε το πολιτικό σύστημα απέναντι σε φαινόμενα διαπλοκής». Στρεψοδικεί και πάλι. Διότι, είναι πασίγνωστο στους παροικούντες ότι οι ενισχύσεις των κομμάτων από επιχειρηματίες δεν έχουν πάψει. Αλλά, ακόμη και αν δεχθούμε ότι αυτή η μορφή διαπλοκής έχει πάψει, η διαπλοκή κομμάτων με κρατικές (ή, απλώς, «βολικές») τράπεζες, για την παροχή δανεικών, που θα αποδειχθούν αγύριστα, με εγγυήσεις (μελλοντικές επιχορηγήσεις) τις οποίες καμία τράπεζα δεν θα δεχόταν εκ μέρους ιδιωτικών επιχειρήσεων, δεν είναι διαπλοκή;
Τέταρτο και τελευταίο, η κ. Γεννηματά μάς φλομώνει με μεγαλοστομίες για την «αξιοπρέπεια του πολιτικού συστήματος» (!), για την ανάγκη εξαντλητικού διαλόγου επί του ζητήματος και επεξεργασίας συγκεκριμένης πρότασης κ.λπ. Με άλλα λόγια: ρητορικές αερολογίες του τύπου στον οποίο αναδεικνύεται ως καλλιτέχνης ο Βενιζέλος, αλλά χωρίς το λοφίο (panache) του ευκλεούς Ευαγγέλου. Ενα ελαττωματικό πυροτέχνημα, που κάνει «τσουφ» και πέφτει στο έδαφος…
Ιδού, λοιπόν, γιατί φαλίραμε με όλες τις έννοιες: διότι πολιτικά κόμματα, που δεν μπορούν ούτε θέλουν να ελέγξουν τις δικές τους δαπάνες, βάσισαν την πολιτική κυριαρχία τους σε μια πλαστή ευημερία, θεμελιωμένη στα δανεικά, μέσω της οποίας κατάφεραν να διαφθείρουν σχεδόν ολόκληρη την κοινωνία. Και τώρα, τέλος πάντων, που κάποιοι ξυπνούν και ζητούν εξηγήσεις, οι πολιτικοί απαντούν με ρητορικές πομφόλυγες και μπαρούφες. Μόνο που δεν απευθύνονται πια σε ηλίθιους!