Στο παρακάτω σύντομο κείμενο γίνεται μια προσπάθεια να περιγραφεί η σχέση της μουσικής και των ήχων του περιβάλλοντος, κατά πόσο είναι δυνατόν αυτή η τέχνη να μας μεταφέρει ηχητικές εικόνες από αυτό, και με τι είδους αισθηματικό περιεχόμενο.
Αφορμή για αυτό ήταν η ανάρτηση μιας φίλης στο Facebook, ενός κομματιού μουσικής του George Crumb με τίτλο “Four Nocturnes” (1964), ενός συνθέτη του 20ου αιώνα, που συνέθεσε avant garde (πρωτοποριακή) μουσική. Στην ερώτηση για το τι νομίζει ότι περιγράφει η μουσική αυτή, μου απάντησε ότι «είναι σαν τους ήχους της πόλης όταν ξυπνάει σιγά-σιγά, ζωντανά αλλά και ήσυχα».
Αυτή η περιγραφή παραπέμπει στην κατάταξη της συγκεκριμένης μουσικής ως προγραμματικής, σε αντίθεση με την απόλυτη. Η προγραμματική μουσική είναι αυτή που είναι επηρεασμένη από ένα θέμα άσχετο με τη μουσική, π.χ. μια εικόνα ή μια ιστορία (λέγεται ότι από τα πρώτα έργα προγραμματικής μουσικής είναι η Ποιμενική Συμφωνία του Beethoven, που περιγράφει εικόνες της φύσης). Η απόλυτη μουσική είναι το αντίθετο της προγραμματικής, η οποία προέρχεται αυστηρά από μια μουσική ιδέα και είναι πλήρως αποδεσμευμένη από κείμενα και εικόνες.
Γράφει ο Hugh Macdonald, καθηγητής μουσικής στο Washington University του St. Louis για το κομμάτι του George Crumb:
«Το συνολικό αποτέλεσμα αυτής της μουσικής είναι εξαιρετικής ευαισθησίας και γαλήνης· αληθινή νυχτερινή μουσική. Το βιολί ακούγεται ως επί το πλείστο στην υψηλότερη περιοχή του, κάποτε παίζοντας μεγάλα διαστήματα. Υπάρχουν μεγάλες σιωπές και περιστασιακές μιμήσεις κελαηδίσματος πουλιού. Μόνο στο δεύτερο Notturno η μουσική κλιμακώνεται περισσότερο δυναμικά. Η υπόλοιπη ατμόσφαιρα είναι νωθρή και γλυκιά, με την τελευταία κίνηση να απηχεί το αβέβαιο μοτίβο της αρχής του έργου.»
Η μουσική «avant garde» που εμφανίζεται μετά τον 2ο Παγκόσμιο πόλεμο, η δεύτερη του 20ου αιώνα -θα την ονομάζαμε και μεταμοντέρνα-, έχει τα εξής χαρακτηριστικά: τον κατακερματισμό του ακουστικού ηχητικού γεγονότος, την επέκταση του ηχητικού υλικού σε ολόκληρο το δυνατό ακουστικό φάσμα (ακραίες τονικές περιοχές), και τον πλήρη έλεγχο του ηχητικού αποτελέσματος πριν, κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά την εκτέλεση ενός μουσικού έργου (με τη βοήθεια και της τεχνολογίας, που «εισβάλλει» δυναμικά στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα).
Οι ψυχολογικές αιτίες που προξένησαν αυτές τις αλλαγές στη χρήση του ηχητικού υλικού, είναι σίγουρα συνδεδεμένες με τις γενικότερες ιδεολογικές τάσεις της εποχής (μεταμοντερνισμός), και είναι σίγουρα προϊόντα της προηγούμενης «επανάστασης» που συνέβη με τον δωδεκαφθογγισμό (στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα), και την απομάκρυνση από την παραδοσιακή αρμονία (τονικότητα) και μελωδία, δημιουργώντας μια αίσθηση καινοτομίας και ελευθερίας (ρήξη με το παρελθόν – κίνηση μπροστά).
Ο μεταμοντερνισμός γενικότερα «ξανακοίταξε» κριτικά όλες τις ιδέες περί σταθερότητας, τάξης και βεβαιότητας των κοινωνικών συστημάτων. «Υπάρχουν μόνο λόγια, μόνο σημαίνοντα και όχι πραγματικότητες, σημαινόμενα: υπάρχει επιφάνεια μόνο, δίχως βάθος.» (Francois Lyotard, «Η Μεταμοντέρνα Κατάσταση»).
Αφαιρώντας το βάθος, ερχόμαστε σε επαφή με την εκδήλωση. Ηχητικά, αυτό σημαίνει ότι το ενδιαφέρον κατευθύνεται στους ήχους καθαυτούς (η σημασία της επιφάνειας). Η προσπάθεια αυτής της καταγραφής εφευρίσκει νέους τρόπους σημειογραφίας και οδηγιών για την «μουσική» εκτέλεση. Η παραμικρή λεπτομέρεια αποκτά τη μέγιστη σημασία. Η ακριβέστερη μέθοδος αναπαράστασης είναι μια επιθυμητή διανοητική άσκηση και γίνεται ο κύριος σκοπός. Το περιβάλλον προσφέρει άφθονο υλικό για οργάνωση και αναπαραγωγή.
Γράφει ο Brian Eno, συνθέτης και «εφευρέτης» της ambient music (μουσική περιβάλλοντος):
«Έκανα ένα πείραμα. Πήρα ένα ψηφιακό κασετόφωνο και ηχογράφησα το περιβάλλον: τα αυτοκίνητα, τα σκυλιά, τους ανθρώπους. Τι θα γινόταν αν έπαιρνα ένα κομμάτι της ηχογράφησης και το μάθαινα; Άρχισα να το ακούω ξανά και ξανά. Ήταν μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα άσκηση, διότι ανακάλυψα ότι μπορείς να το μάθεις. Μπορείς πραγματικά να φανταστείς ότι αυτό το πράγμα ήταν κατά κάποιο τρόπο δομημένο.» (David Toop, Ωκεανός του ήχου, σελ. 139)
Ναι, ο νους μέσω της επανάληψης μπορεί να απομνημονεύσει μια διαδοχή ήχων, όσο ασύνδετοι κι αν είναι, όπως θα απομνημόνευε ένα κομμάτι μουσικής και να έχει μια ψευδαίσθηση δομής. Όμως αυτό δεν το καθιστά μουσική και αυτή η δομή, είναι απλώς οι αλλαγές που θα μάθει ο νους μηχανικά, μετά από πολλές επαναλήψεις.
Ο Eduard Hanslick (Αυστριακός μουσικοκριτικός, 1825-1904, υπέρμαχος της απόλυτης μουσικής), στο βιβλίο του «Για το ωραίο στη Μουσική» γράφει:
«Από τη φύση αποκτούμε μόνο υλικό για το υλικό που είναι ο καθαρός, ο προσδιορισμένος ως προς το ύψος, δηλαδή ο μετρήσιμος ήχος. Ο ήχος είναι η πρώτη και απαράβατη συνθήκη κάθε μουσικής. Η μουσική τού δίνει τη μορφή της μελωδίας και της αρμονίας, των δύο κύριων παραγόντων της τέχνης των ήχων. Αμφότερες δεν προϋπάρχουν στη φύση, είναι δημιουργήματα του ανθρώπινου πνεύματος.»
Αν κάποιος ακούσει με ήρεμο και ανοιχτό νου (χωρίς δηλαδή να περιμένει καμιά εξέλιξη ή αποτέλεσμα) τους ήχους του περιβάλλοντος, θα διαπιστώσει ότι κρύβουν μια ιδιαίτερη αίσθηση αρμονίας. Όχι με την μουσική έννοια της αρμονίας, αλλά με την έννοια ότι κανείς ήχος δεν περισσεύει ή στερείται νοήματος. Μερικά βήματα ανθρώπων πάνω σε χαλίκια, ο ήχος του αέρα και από μακριά σποραδικά τιτιβίσματα πουλιών, θα μπορούσαν να είναι μια σύνθεση avant garde μουσικής, αρκεί να βρισκόταν ένας τρόπος, αυτό το υλικό να ελεγχθεί και να αναπαραχθεί σε μεταγενέστερο χρόνο.
Η μελωδία και η αρμονία είναι προϊόντα έμπνευσης και εργασίας του νου. Συνοδεύονται από τον ρυθμό, που κατά κάποιον τρόπο εμπεριέχεται στην αρχική σύλληψη. Αυτά τα στοιχεία είναι που γεννούν μουσική, και μαζί με τη δομή (κατασκευή), τη μουσική σύνθεση.
Η αρμονία των ήχων της φύσης είναι τόσο έντονη, που μπορεί να παρασύρει τον άνθρωπο σε ένα εξωτερικό ταξίδι, ενώ αυτή η ποιότητα προέρχεται από μέσα του. Όταν κάποιος αφουγκράζεται απλά τους ήχους της φύσης, εισπράττει γαλήνη. Όμως, για να ακούσει κάποιος καθαρά το περιβάλλον, σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσει για λίγο να ακούει όλα αυτά που ακούγονται το κεφάλι του (σκέψεις, ανησυχίες, σχόλια κ.λπ.). Αυτή η αλλαγή θέσης ακρόασης δίνει αυτήν την αίσθηση αρμονίας και πληρότητας, και όχι το καθαυτό ηχητικό περιβάλλον. Η μουσική avant garde, ή η ambient music, δεν μπορεί να επαναλάβει την εμπειρία όσο κι αν εξελίξει τα μέσα ελέγχου της αναπαραγωγής, γιατί η χαρά και η μακαριότητα είναι εσωτερική.
Αυτή η διαφορά πρέπει να αναγνωριστεί από τον νου, ούτως ώστε να καταφύγει στους νόμους της έκφρασης της τέχνης του, και να προσπαθήσει να μεταφέρει μέσω αυτών, αυτήν την εσωτερική εμπειρία.
Γράφει ο Κρισναμούρτι στις «Σημειώσεις» (σελ. 90):
«Πόσο λίγοι βλέπουν τα βουνά ή ένα σύννεφο! Οι περισσότεροι κοιτάνε, κάνουν κάποιο σχόλιο και προσπερνάνε. Οι λέξεις, οι χειρονομίες, τα συναισθήματα σε εμποδίζουν να δεις. Βλέπεις ένα τοπίο μέσα από μια καμάρα ή από ένα παράθυρο κι αν τυχαίνει να είσαι ζωγράφος, λες ότι μοιάζει με κάποιους μεσαιωνικούς πίνακες, ή αναφέρεις το όνομα του τάδε μοντέρνου ζωγράφου. Αν είσαι συγγραφέας, κοιτάς με σκοπό να το περιγράψεις μετά. Αν είσαι μουσικός, πιθανόν να μην έχεις δει ποτέ τα λουλούδια στα πόδια σου. Αν είσαι κάποιου είδους επαγγελματίας, πιθανό δεν βλέπεις ποτέ, τίποτα.»