Πρέπει να υπάρχει κάτι το οποίο θα (ανα)γνωρίσει την εικόνα και θα ταυτιστεί. Αλλιώς η λέξη “ταύτιση” δεν έχει νόημα.
1. Μια αντίληψη περί ταυτότητας που απέκτησε δημοσιότητα στο τρίτο τέταρτο του 20ου αιώνα ήταν η κατοπτρική συγκρότηση του υποκειμένου ή εαυτού. Αυτή προβλήθηκε από τον Ζ. Λακάν (1901-1981), Γάλλο ψυχαναλυτή που εκσυγχρόνισε τον Φρόιντ, ανάμεσα σε άλλα .
Εκσυγχρόνισε τον Φρόιντ μετονομάζοντας και διευρύνοντας τις έννοιες του Υπερ-Εγώ, του Εγώ και του Εκείνο σε συμβολική τάξη (Symbolique), φαντασιακή τάξη (Imaginaire) και Πραγματικό (Réel). Επιπλέον, ξεχώρισε το ιδανικό Εγώ (Moi Idéal), το Εγώ (Je) και το Ιδανικό του Εγώ (Idéal du Moi) και το ιδεώδες Εγώ (Je-Idéal). Αυτά όλα είναι πολύ imaginaire!
Ο Φρόιντ είχε χρησιμοποιήσει τον μύθο του Νάρκισσου (που ερωτεύθηκε την εικόνα του καθρεφτισμένη στο νερό της λίμνης) λέγοντας πως “το εγώ είναι πρώτα ένα σωματικό εγώ”. Ο Λακάν ακολούθησε αυτήν την ιδέα λέγοντας πως η πρώτη ταύτιση του ανθρώπου γίνεται όταν ως βρέφος βλέπει την εικόνα του σε καθρέφτη και θα την “ενδοβάλει”, δηλαδή θα την έχει μέσα του. Επιπλέον έτσι ξεχωρίζει από τους άλλους. [Η κατάσταση είναι πολύ διαφορετική στην πραγματικότητα, διότι το βρέφος έχει (επι-)γνώση μιας πολύ διαφορετικής ταυτότητάς του από τις αναλυτικές ανοησίες της εποχής μας.]
Ο Λακάν επαναπροσδιόρισε την πρακτική της ψυχανάλυσης αναδεικνύοντας τη λογική υπόστασή της, θεωρώντας ότι μια εξέταση ολοκληρώνεται μόλις ο αναλυόμενος φθάνει σε κάποια αποκάλυψη και απορρίπτοντας τη συνεδρία που κρατούσε 50 λεπτά. Γι αυτές τις αιρετικές του θέσεις εκδιώχθηκε από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Εταιρεία (1953) και ίδρυσε τη δική του φροϊδική Σχολή…
2. Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η αντίληψη του Λακάν περί ταυτότητας.
Ο Λακάν εντοπίζει την απαρχή της ταυτότητας στο “στάδιο του καθρέφτη” (stade du miroir) οπότε συγκροτείται το “εγώ” – ανάμεσα στους 6 και 18 πρώτους μήνες του παιδιού καθώς αυτό αντιλαμβάνεται στο καθρεφτιζόμενο είδωλο τη δική του εικόνα ως ξεχωριστό πλάσμα. Αυτό γίνεται μέσω του καθρέφτη, μέσω της μητέρας και μέσω των άλλων στο πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων. Η ταυτότητα είναι το προϊόν μιας σειράς επί μέρους ταυτίσεων που όμως ολοκληρώνεται.
Αρχικά το βρέφος, επεξηγεί ο Λακάν, είναι σε σύγχυση και δεν διαφοροποιεί τον εαυτό του από τους άλλους, δεν τον ξεχωρίζει. Ούτε φαίνεται να μπορεί ν’ αναγνωρίζει τον εαυτό του στον καθρέφτη πριν τουλάχιστον τους 6 μήνες.
Αλλά στους 6 μήνες, ή λίγο αργότερα με τη συμβολή της μητέρας, που το κρατά μπροστά στον καθρέφτη και δείχνοντας το είδωλο του το λέει με το όνομά του, το παιδί αποκτά μια πλήρη εικόνα του σώματός του και την αίσθηση της ανεξάρτητης, ακέραιας μονάδας – “Εγώ”. Το εγώ δεν προηγείται μα ακολουθεί, είναι εικόνα της εικόνας, είναι κάτι “άλλο”. [Σίγουρα όμως, το βρέφος έχει πλήρη αίσθηση πρώτα από όλα της ύπαρξής του χωρίς να έχει δει την εικόνα του σε καθρέφτη!]
3. Προτού ολοκληρώσω τη θεώρηση του Λακάν, ας κοιτάξουμε μερικά σημεία.
Πρώτα πρώτα πρέπει να επισημάνω αυτό που και οι ψυχολόγοι (και ψυχαναλυτές κ.λπ.) αναγνωρίζουν, δηλαδή πρόκειται μάλλον για μια θεωρία. Κανείς ψυχολόγος δεν ξέρει πώς νιώθει το βρέφος τους πρώτους 6 μήνες ή τους επόμενους. Και όταν το παιδί μπορέσει πλέον να μιλήσει καθαρά, δεν καταλαβαίνει τι σημαίνουν αυτά όλα κι έχει ξεχάσει την όλη εμπειρία.
Όλοι αυτοί οι ψυχολόγοι έχουν μεγάλο θράσος ν’ αποδίδουν συγκινήσεις ή αισθήματα όπως αγαλλίαση, απόλαυση κ.λπ., που ουσιαστικά είναι εμπειρίες κατανοητές σε μεγαλύτερες ηλικίες.
Θα περάσει πολύς χρόνος και πολλά κοιτάγματα στον καθρέφτη προτού το παιδί συνδεθεί με την εικόνα της μορφής του στον καθρέφτη. Μερικά μπορεί κάλλιστα να ψάξουν πίσω από τον καθρέφτη να δουν το ον που τ’ αντι-κοιτά! Αυτό το κάνουν κι ενήλικες που δεν έχουν ξαναδεί καθρέφτη!
4. Μετά, τα “Εγώ” είναι πάρα πολλά – ιδεώδη και μη.
Και όπως είδαμε στο Τ4 Ταυτότητα (Β’), μικρά παιδάκια δεν λένε “εγώ” για τον εαυτό τους αλλά χρησιμοποιούν το όνομά τους και το τρίτο πρόσωπο. “Ο Άκης/η Αλίκη θέλει (δεν θέλει) κάτι”.
Το να λέμε πως δεν υπάρχει εγώ πριν την ταύτιση με την εικόνα στον καθρέφτη δείχνει μεγάλη επιπολαιότητα. Κάτι πρέπει να υπάρχει το οποίο θα (ανα)γνωρίσει την εικόνα και θα ταυτιστεί. Αλλιώς η λέξη “ταύτιση” δεν έχει νόημα. Η έννοια “εγώ, ξεχωριστή ύπαρξη” μπορεί να δημιουργείται τη στιγμή εκείνη, μα μόνο επειδή κάποιο “ον”, κάποια “νόηση/αντίληψη”, βλέπει και ταυτίζεται κι έτσι δημιουργείται η νέα αίσθηση ύπαρξης “εγώ”.
Πρέπει επιπλέον να λάβουμε υπόψη μας τις παλαιότερες περιόδους όπου δεν υπήρχαν καθρέφτες. Δεν μπορούμε να βασιστούμε στην εντελώς υποθετική περίπτωση πως η μητέρα κρατούσε το βρέφος μπροστά στα μάτια της ή πάνω από μια καθαρή επιφάνεια νερού ώστε να μπορεί εκείνο ν’ αντικατοπτρίζεται στους βολβούς της ή στο νερό και να καταλαβαίνει πως βλέπει την εικόνα του και να ταυτίζεται!
Λίγη ανεξάρτητη, λογική στόχαση δείχνει πως τέτοιες θεωρίες δεν έχουν πολλή σχέση με την πραγματικότητα και οι ψυχαναλυτές μάλλον δεν ξέρουν πώς σχηματίζεται το εγώ ή σε τι συνίσταται η ταυτότητα.
Για να μάθουν θα πρέπει να μελετήσουν όχι άλλους αλλά τον εαυτό τους!