Η εμπειρία μας της ζωής είναι σαν την προβολή ταινίας από το καρούλι στην οθόνη. Πάντα ισχύει η παρομοίωση με το θέατρο στ’ ότι όλοι και όλες παίζουμε τον ρόλο μας χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, μα το διαισθανόμαστε κατά καιρούς.
Μα το θέατρο με την ηθοποιία του είναι μέρος του κινηματογράφου ούτως ή αλλιώς. Και ο κινηματογράφος με τις καλές μεταπολεμικές ταινίες του, έγχρωμες μα και ορισμένες ασπρόμαυρες, ελκύει πολύ περισσότερο από το θέατρο.
Η ταινία προβάλλεται (στην πραγματικότητα) στην οθόνη του νου, έστω και αν νομίζουμε πως τη ζούμε στον ευρύ χωρόχρονο. Το εγώ μας την προβάλλει όντας ταυτισμένο με το σώμα και τον νου. Και, βέβαια, ταυτίζεται με τον κεντρικό χαρακτήρα: είναι ο κεντρικός χαρακτήρας της παράστασης.
Αυτός ο πρωταγωνιστής (-νίστρια) έχει πολλές εμπειρίες δόξας, περιπέτειας και χαράς, μα κάποτε και τραγικής δυστυχίας και αυτοκτονικής τάσης.
Του αρέσουν οι περιπέτειες, το ρομάντζο, η επιστημονική φαντασία, κι, ενίοτε, κάποια υψηλής πνευματικής ποιότητας εμπειρία.
Αρέσει στο εγώ να είναι ο/η κεντρικός χαρακτήρας και μάλιστα σ’ ένα περιπετειώδες, δραματικό φιλμ. Είναι όχι μόνο ο χαρακτήρας πρωταγωνιστής (-νίστριας) μα και ο θεατής και ο προβολέας.
Τι είναι αλήθεια, τι φαντασίωση; Τι μόνιμο, τι πρόσκαιρο;
Όλα αλλάζουν στην οθόνη – εκτός από την ίδια την οθόνη. Αυτή είναι η αμετάβλητη, μόνιμη πραγματικότητα και η θέαση του θεατή που επίσης αλλάζει ανάλογα με το χαρούμενο, λυπητερό, χιουμοριστικό ή σοβαρό θέαμα στην οθόνη.
Η οθόνη μένει ανεπηρέαστη από τις σκηνές που διαδέχονται ραγδαία η μια την άλλη. Η θέαση επίσης μένει λειτουργική όλη την ώρα όσο και αν αλλάζει το θέαμα στην οθόνη.
Η ταινία δεν μπορεί να εμφανιστεί δίχως την οθόνη, ούτε να ιδωθεί δίχως τη θέαση του θεατή. Μα η οθόνη μπορεί να υπάρχει δίχως την ταινία που ξετυλίγεται, πάντα ανεπηρέαστη από βροχή, πόλεμο, πυρκαγιά, ή ό,τι άλλο στην ταινία.
Το εγώ είναι εθισμένο στη δράση, στην πλοκή της ζωής, στο θέαμα και τις συγκινήσεις που αυτή του προσφέρει. Η άδεια οθόνη δεν ελκύει δίχως την ποικιλία δράσης και χρώματος, και ας είναι η πραγματικότητα.
Μα και η οθόνη δεν μπορεί να υπάρχει δίχως θέαση…
Και η οθόνη του νου δεν είναι πάρα μια προβολή, μια εξωτερίκευση της θέασης, μια αντανάκλαση της συνειδησίας του θεατή που θεάται όλα τα καμώματα του εγώ.
Όπως η ταινία δεν μπορεί να προβληθεί δίχως την οθόνη κι έτσι να ιδωθεί στην οθόνη, έτσι και η οθόνη δεν μπορεί να ιδωθεί, δεν μπορεί να υπάρχει(!), δίχως τη θέαση του έσχατου θεατή – που παρακολουθεί ανεπηρέαστος τις συγκινήσεις που προκαλούν στο εγώ οι εξελίξεις στο θέαμα στην οθόνη. Όπως βλέπει το θέαμα βλέπει και τις συγκινήσεις, τις σκέψεις, τις διαθέσεις, του εγώ.
Το εγώ δεν μπορεί να δει και να εμπειραθεί την απροσπέλαστη απόσπαση της θέασης του θεατή που είναι απλή συνειδησία (ή επίγνωση) δίχως χρώμα επιθυμίας, διεκδίκησης, αναζήτησης.
Είναι απλή ευδαιμονία ή μακαριότητα.
Η μακαριότητα της πραγματικότητας είναι η απουσία συγκίνησης και προσκόλλησης και όχι κάποια εμπειρία ευχαρίστησης, ευδαιμονίας ή μακαριότητας.