Το θέμα το εξετάσαμε και στο Ψ288: Παραίνεση για σιωπή και άλλα άρθρα νωρίτερα.
Ας ξεκινήσουμε με μια κοινή επισήμανση.
Λείπει σήμερα παντού το βάθος – το βάθος της σιωπής. Όλοι και όλα κινούνται σε μια χαζοχαρούμενη ρηχότητα να περνάμε καλά – και άρπα-κόλλα! Χωρίς όμως να το κατορθώνουμε πάντα ή πιο μόνιμα.
Η σιωπή είναι χρυσός, λένε. Όλοι οι παλαιοί μάστερς (masters) συμβουλεύουν ν’ ακούς αντί ν’ ακούγεσαι, να σωπαίνεις όσο πιο πολύ μπορείς. Μα η συμβουλή δεν έχει περάσει στη στοιχειώδη Εκπαίδευση. Οι Άγγλοι έλεγαν “τα παιδιά να βλέπονται, μα να μην ακούγονται”. Όμως κι εκεί η παράδοση αυτή ξεχάστηκε.
Ένα ποίημα που δεν μπορώ να θυμηθώ, ούτε τον ποιητή, λέει περίπου πως o αληθινός χαρακτήρας μας πλάθεται ουσιαστικά από σιωπές, ενώ η ομιλία μας δείχνει τι δεν είμαστε! (Όχι, δεν θα το εξηγήσω παραπέρα. Δεν είναι δύσκολο.)
Οι άνθρωποι νιώθουν πως πρέπει να κάνουν κάτι νομίζοντας πως έτσι επιβεβαιώνεται η ύπαρξή τους στο σύμπαν. Και “κάνουν” ακόμα και όταν δεν υπάρχει τίποτα για να κάνουν. Κι έτσι μιλούν – και παρασύρονται σε ρηχή μηχανικότητα….
Η ομιλία είναι η νούμερο Ένα δραστηριότητά μας, μετά τις φυσιολογικές αναγκαστικές λειτουργίες μας, όπως η αναπνοή, για την οποία υπάρχει μόνο μια επιλογή. Και η ομιλία έχει εξελιχθεί σε μια φλεγμονή φλυαρίας, όπου το φάλτσο κυριαρχεί χωρίς ν’ αναρωτιόμαστε αν οι άλλοι ακούνε.
Τουλάχιστον ν’ ακούγαμε τη φωνή μας, καθώς ξεχύνουμε τον οχετό θορύβων που μόνο εμάς ενδιαφέρει… Ν’ ακούγαμε τη φωνή μας!
Θα μιλούσαμε τόσο πολύ, άραγε, και θα λέγαμε αυτά που λέμε;
Πέρα και γύρω από τη φωνή μας είναι η σιωπή και το μαγικό αίσθημα της ύπαρξής μας, που μας ακολουθεί και μας στηρίζει από την πρώτη τη θύμησή μας ως μικρά παιδιά. Και δεν έχει αλλάξει ούτε στο ελάχιστο. Είναι το ίδιο, σιωπηλό, αθώρητο, μα αισθητό μόλις ησυχάσει ο νους.
Ακούει κάθε θόρυβο, βλέπει κάθε χαώδη κατάσταση, παρατηρεί κάθε ανατριχίλα, κάθε πάγωμα φόβου ή αμηχανίας, κάθε φούντωμα χαράς ή θυμού, μα παραμένει σταθερό και σιωπηλό και περιμένει να περάσουν – όπως και περνούν.
Το μυαλό μας πάντα τρέχει φτιάχνοντας το εικονικό μέλλον, σχεδιάζοντας τι θα πούμε και τι θα κάνουμε την επόμενη μέρα ή δεκαετία· ή ανασκαλίζει το παρελθόν και το διορθώνει φαντασιακά – ενώ τίποτα δεν μπορεί ν’ αλλάξει. Όπου αστοχήσαμε, αστοχήσαμεˑ όπου πετύχαμε τον στόχο τον πετύχαμε – και με στερνή γνώση συχνά ευχόμαστε να μην είχαμε πετύχει!
Και δεν ξέρουμε από πού και πώς έρχεται το μέλλον για να γίνει παροδικό παρόν και πώς αυτό φεύγει, πού πάει, και γίνεται απρόσιτο παρελθόν….
Μόνο στα διαλείμματα ησυχίας – τόσο σπάνια – το αίσθημα ύπαρξης, “Εγώ είμαι”, παρουσιάζεται και ζούμε σ’ ένα κάπως παρατεταμένο Παρόν, που αλλιώτικα μοιάζει τόσο άπιαστο, τόσο φευγαλέο.
Κι έτσι φεύγει πάλι και η στιγμή αυτή, φεύγουν οι ώρες, οι μέρες, τα χρόνια, η ζωή – και άθελα ή θεληματικά προχωρούμε προς τον θριαμβευτή θάνατο.
Αν μέναμε με κείνο το ήσυχο αίσθημα, θα ζούσαμε βαθύτερα, θα ζούσαμε περισσότερο στον μόνο χρόνο που έχουμε – το Παρόν!
Αφού η σύντομη ζωή μας αδήριτα γεννά τον θάνατο, ίσως και ο θάνατος να γεννά πάλι τη ζωή, όπως η μέρα τη νύχτα και η νύχτα τη μέρα….