Όλοι και όλες έχουμε κατά καιρούς νιώσει ευτυχία. Δεν εννοώ ικανοποίηση κι ευχαρίστηση που είναι καθημερινό ψωμοτύρι μας, όταν ακούμε καλά νέα, τρώμε πεντανόστιμο φαγητό ή κάνουμε ηδονικό σεξ. Τέτοιες απολαύσεις είναι πολύ σύντομες. Παρέρχονται κι έτσι συχνά αφήνουν μία αίσθηση απογοήτευσης ή και πίκρας. Γιατί δεν μένουμε ευτυχισμένοι;
Εννοώ κάτι βαθύτερο που μόνο η λέξη μακαριότητα εκφράζει, αν και ούτε αυτή μένει για πάρα πολύ. Μα αυτή έρχεται δίχως φανερή αιτία και αφήνει πίσω ευγνωμοσύνη ίσως.
Η ευτυχία είναι πάντοτε, συνεχώς, εδώ τώρα, κι εμείς, ψάχνοντας ή κυνηγώντας την, μοιάζουμε με ψάρια που ψάχνουν για νερό – στη στεριά! Γιατί δεν είμαστε εδώ τώρα. Ο νους βρίσκεται αλλού ψάχνοντας για την ευτυχία ή κάτι παραπλήσιο. Δεν νιώθουμε μακαριότητα ή ευτυχία διότι την ψάχνουμε κουραστικά εκεί που δεν βρίσκεται…
2. Ο συγγραφέας Eckhart Tolle περιγράφει την ξαφνική σύνδεση με την μακαριότητα (The Power of Nοw, 1997, Namaste Publ.):-
«Δεν μπορώ να ζήσω άλλο με τον εαυτό μου». Αυτή η σκέψη επαναλαμβανόταν στον νου μου. Και τότε κατάλαβα πόσο παράξενη ήταν (…) Πρέπει να είμαι δύο – «Εγώ» και ο εαυτός που «εγώ» δεν μπορώ να ζήσω μαζί του! Ένας από τους δύο δεν είναι αληθινός. Αυτή η συνειδητοποίηση με χτύπησε τόσο που ο νους σταμάτησε. Είχα πλήρη επίγνωση, μα δεν υπήρχαν σκέψεις. Γλίστρησα σε μία δίνη, όπως φαινόταν, ενέργειας. Αργά στην αρχή, πιο γρήγορα μετά. Φόβος με κατέλαβε και το σώμα μου έτρεμε. Κι άκουσα τα λόγια «Μην αντιστέκεσαι» να ηχούν στο στήθος μου. Ρουφήχτηκα σε ένα κενό που έμοιαζε να είναι μέσα μου, όχι έξω. Και ξαφνικά δεν υπήρχε φόβος κι έπεσα στο κενό (…) Συνήλθα με το τιτίβισμα ενός πουλιού. Δεν είχα ξανακούσει τέτοιο ήχο (…) Άνοιξα τα μάτια μου (…) Η απαλή φωτεινότητα των ηλιαχτίδων που περνούσε μέσα από την κουρτίνα ήταν αγάπη καθαυτή (…) Όλα ήταν φρέσκα και καθαρά σαν να είχαν έρθει σε ύπαρξη εκείνη την ώρα…
3. Όλοι και όλες νομίζουμε πως κουβαλούμε ένα δυσβάσταχτο φορτίο. Μα δεν είναι αλήθεια. Το φορτίο, η μιζέρια, απογοήτευση, αυτολύπηση και ότι άλλο, κυριεύουν τον νου εδώ τώρα. Το τώρα μας είναι γεμάτο και βαρύ γιατί έτσι σκεφτόμαστε, ή, πιο σωστά, έτσι αισθανόμαστε – το άγχος. Η ζωτική ενέργειά μας τρέφει το (συν)αίσθημα και το πιστεύουμε ακράδαντα. Εμείς μόνοι μας δημιουργούμε την πλάνη και τη δυστυχία. Και δεν φανταζόμαστε πως η όποια δυστυχία, το άγχος, είναι αποκύημα της πλάνης ή άγνοιας. Επιδιώκουμε κάτι ανύπαρκτο, κάτι άλλο από την πραγματικότητα που είναι στο παρόν. Άγνοια είναι να αγνοείς ό,τι βρίσκεται μπροστά σου.
«Ο πόνος» δίδαξε ο Βούδας ένας από πολλούς άλλους σοφούς, «είναι αναπόφευκτoς, μα η δυστυχία είναι προαιρετική.» Δηλαδή, εμείς τη δημιουργούμε ή την επιλέγουμε. Π.χ. μπορεί να σπάσουμε ένα κόκαλο και, φυσικά, θα πονέσουμε. Μα δεν χρειάζεται να γκρινιάζουμε, ή να μεμψιμοιρούμε για την ατυχία μας και να θυμώνουμε γιατί χάλασε η ρουτίνα της ζωής μας.
Από την άλλη, μία ξαφνική αναλαμπή, μία εντύπωση από το περιβάλλον, μία ξαφνική συνειδητοποίηση, ανάγεται σε έναν κόσμο ησυχίας, ελαφράδας και χαράς: το εγώ και το φορτίο που παράγει συνεχώς με τις διεκδικήσεις και προσκολλήσεις του εξαφανίζονται ως δια μαγείας.
4. Εκείνος ο χώρος της γαλήνης υπάρχει τώρα και όλη την ώρα, πολύ ευρύτερος, πολύ βαθύτερος από τη βαριά και βαρετή κατάσταση που θεωρούμε «πραγματικότητα» ή φυσιολογική κατάσταση.
Κι εδώ υπάρχει ένας διαφορετικός εαυτός δίχως το μίζερο, πνιγηρό «εγώ». Είναι μία ύπαρξη απλή, απέραντη, δίχως απαίτηση κι επιθυμία.
Ο Τόλε δοκίμασε αργότερα να ξαναβρεθεί στην ίδια κατάσταση, να ξαναβρεί τον «αληθινό εαυτό» του και την «ευτυχία».
Μα δεν μπόρεσε. Διότι ήταν το συνηθισμένο «εγώ» που απαιτούσε κι έκανε την προσπάθεια. Η καινούρια κατάσταση που του ήρθε δίχως καμιά δική του εγωιστική προσπάθεια έγινε το αντικείμενο επιθυμίας του και κυνηγητού!
Εκείνος αντιλήφθηκε το σφάλμα του κάποια στιγμή. Μα συνέχισε διότι είναι ισχυρή η συνήθεια. Έτσι, μόλις δεις την επιθυμία και την έναρξη του κυνηγητού, την παρατάς. Διότι αυτή η επιδίωξη δεν είναι από το εδώ, τώρα! Είναι από το παρελθόν, μία ανάμνηση, μια αναπόληση, που με ορμή εισβάλλει στο παρόν και θέλει να το αλλάξει.
Έμαθε να την παρατά και να αποδέχεται την κατάσταση του παρόντος, όσο άχαρη και αν ήταν, δίχως καμία επιδίωξη.
5. «Γιατί δεν συμβαίνει και σε μένα;» ρωτά ο πονεμένος νους. «Αυτή η εμπειρία ενός νέου μεγαλύτερου εαυτού, γαλήνης και μακαριότητας, γιατί δεν έρχεται και σε μένα, όπως ήρθε στον Τόλε;»
Από μια άποψη είναι φυσικό να νιώθουμε κάποια απογοήτευση, ζήλεια και την επιθυμία για όμοια εμπειρία. Όλοι και όλες αναρωτιόμαστε το ίδιο πράγμα.
Μα από την άλλη πρέπει να καταλάβουμε πως αυτά τα συναισθήματα δεν ξεπηδούν φρέσκα για πρώτη φορά στον ψυχισμό μας. Υποβόσκουν σε σκοτεινές περιοχές του νου που ονομάζουμε «υποσυνείδητο» ή «μνήμη» ή ό,τι άλλο, και δεν φωτίζονται από την προσοχή μας που είναι στραμμένη αλλού, στις ονειροπολήσεις μας ή στις εμμονές και άμεσες επιδιώξεις μας.
Δεν ξέρω γιατί ήρθε η εμπειρία στον Τόλε ή αρκετούς άλλους μα όχι σε σας που διαβάζετε αυτές τις γραμμές. Το μόνο που μπορώ να πω είναι πως ωρίμασε ο καιρός και ήρθε η ώρα του. Σε σας δεν ήρθε ακόμα.
Πότε θα έρθει; «Πότε θα’ ρθει – η μέρα που άργιε να΄ρθει;» Δεν ξέρω. Μα σίγουρα όχι προτού περάσετε αρκετό πόνο χωρίς να τον κάνετε δυστυχία και όχι προτού πάψετε να ζηλεύετε και να απαιτείτε.
Αν όμως η επιθυμία σας είναι γνήσια, θα έρθει. Αλλιώς, θα πρέπει να μάθετε από κάποιο δάσκαλο πως να την εξαγνίσετε. Αυτό συνεπάγεται μαθητεία, κάτι που απεχθανόμαστε γιατί προτιμούμε την ανεξαρτησία στην άγνοιά μας. Είναι κι αυτή μια μορφή εύκολης ευτυχίας…
Έτσι μας διαφεύγει συνεχώς η αληθινή ευτυχία του παρόντος, του εαυτού μας.