Ο Τολστόι έγινε αναρχικός χριστιανός, απογοητευμένος με την επίσημη, εκκλησιαστική θρησκεία. Στη δεκαετία 1870 βίωσε μια βαθιά κρίση ηθικής και συγχρόνως μια έντονη αφύπνιση πνευματική – τα οποία περιγράφει στο Μια Ομολογία (1882). Έγινε επίσης ειρηνιστής κι εναπόθεσε τις νέες συνειδητοποιήσεις του στο Η βασιλεία του Θεού είναι εντός σας (1894), ένα έργο που επηρέασε βαθύτατα τον Γκάντι και τον Μ. Λούθερ Κινγκ. Επιπλέον υιοθέτησε τις ιδέες του Αμερικανού Henry George που το 1879 δημοσίευσε το πολύκροτο βιβλίο του Progress and Poverty στο οποίο παρουσίασε αναλυτικά τη Γεωφορολόγηση (ιδέα που είχαν διατυπώσει οι Γάλλοι Φυσιοκράτες τον 18ο αιώνα, αν και αναφέρεται και στην αρχαιότητα), Land Value Taxation (= ενιαίος φόρος επί της αυξανόμενης αξίας γαιών). Τις ιδέες του περί Γεωφορολόγησης και γαιοκτησίας γενικότερα τις αναπτύσσει και στην τελευταία μεγάλη νουβέλα του, Ανάσταση (1899) στο 2ο Μέρος.
Στο Ανάσταση, που αρχικά σημείωσε τεράστια επιτυχία ξεπερνώντας σε πωλήσεις και το Άννα Καρένινα και το Πόλεμος και Ειρήνη, ο Τολστόι εξετάζει πολλά θέματα για τα οποία είχε γράψει σε προηγούμενα έργα του, μυθιστορήματα και διηγήματα, υπό το φως της νέας του αφύπνισης.
Η πλοκή αφορά τη σταδιακή μεταστροφή ενός νέου αριστοκράτη, του πρίγκιπα Νεχλιούντοφ, που μεταβιβάζει την κτηματική του περιουσία στους μουζίκους που δουλεύουν τη γη και υιοθετεί όσο μπορεί τη διδασκαλία του Χριστού όπως τη βρίσκει στα 4 Ευαγγέλια. Αποφασίζει δε μια ακόμα μεγαλύτερη αλλαγή.
Στα νιάτα του αποπλάνησε μια προστατευόμενη (=βαφτισιμιά) της θείας του που ζει και υπηρετεί στο σπίτι της αφήνοντάς την έγκυο. Η κοπέλα εκδιώχνεται και καταντά πόρνη. Δέκα χρόνια αργότερα μπλέκεται σε μια κλοπή και δολοφονία (όντας αθώα) και δικάζεται. Ανάμεσα στους ενόρκους είναι και ο Νεχλιούντοφ που αναθυμάται τη δική του συμπεριφορά προς την κοπέλα και ξαφνικά συνειδητοποιεί πως η κατρακύλα της οφειλόταν στη δική του ανέντιμη πράξη. Στην πνευματική αυτή μεταστροφή του αποφασίζει να την βοηθήσει όσο μπορεί, να την παντρευτεί και, αν χρειαστεί, να πάει μαζί της στην εξορία, στα κάτεργα, στη Σιβηρία.
Η κοπέλα δεν τον θέλει αρχικά νιώθοντας μίσος, μα βαθμιαία πείθεται εσωτερικά και, παρότι στη φυλακή, αλλάζει τους χυδαίους τρόπους της.
Αλλά στη νοσοκομειακή πτέρυγα όπου μεταφέρθηκε χάρη στην παρέμβαση του πρίγκιπα, ένας αρχινοσοκόμος της ρίχνεται κι, ενώ εκείνη τον αποτρέπει, εξαπλώνεται η φήμη πως εκείνη ερωτοτροπούσε.
Ο Νεχλιούντοφ μαθαίνει τη φήμη και νιώθει συγκλονισμένος από μεγάλη ντροπή, μεγάλο πόνο κι εξαπατημένος, διότι πίστευε πως η γυναίκα μπορούσε να, και είχε, αλλάξει.
Συγχρόνως όμως νιώθει πως τώρα θα μπορούσε να ξεμπλέξει και να την παρατήσει – αφού εκείνη αυτά ήθελε. Μα την ίδια ώρα συνειδητοποίησε πως δεν θα τιμωρούσε τη γυναίκα (όσο κι αν το ήθελε) μα τον ίδιο τον εαυτό του. Τον κατέλαβε δέος.
Προσέξτε πώς περιγράφει τη σκέψη, την εκτίμηση της κατάστασης και την απόφαση του πρίγκιπα ο Τολστόι.
«Όχι! Ό,τι έγινε, έγινε και δεν μπορεί ν’ αλλάξει την απόφασή μου. Μονάχα να την επιβεβαιώσει μπορεί. Ας κάνει [η κοπέλα] ό,τι ζητάει η ψυχή της. Θέλει ερωτικά παιχνίδια με τον αρχινοσοκόμο; Ας τα κάνει, είναι δική της δουλειά. Η δική μου είναι να κάνω αυτό που με προστάζει η ηθική μου, η συνείδησή μου… Και τώρα με προστάζει να θυσιάσω την ελευθερία μου για να εξιλεωθώ για τα κρίματά μου… να την παντρευτώ… να την ακολουθήσω όπου την στείλουν.» (Μέρος Β΄, κεφ. 29)
Και πράγματι ο πρίγκιπας έκανε αυτό που η συνείδησή του του έδειχνε ως καθήκον.
Σημασία έχει το τι κάνουμε εμείς όχι το τι κάνουν οι άλλοι. Σημασία έχει να κάνουμε το καθήκον μας εμείς, όχι να το απαιτούμε από άλλους.