Αλέξης Παπαχελάς
Κάθε φορά που ταξιδεύω στο εξωτερικό αντιλαμβάνομαι πόσο μεγάλη ζημιά έχει πάθει η φήμη της χώρας μας, αυτό που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν brand. Θα χρειασθεί μεγάλη προσπάθεια αλλά και πολύς χρόνος για να διορθωθεί. Η Ελλάδα παραμένει, δυστυχώς, ένας τοξικός προορισμός για πολλούς διεθνείς επενδυτές. Οι μνήμες της κρίσης σε συνδυασμό με την αβεβαιότητα που επισκίαζε την προοπτική της χώρας για μεγάλο διάστημα είναι ακόμη εκεί.
Αυτά που εμείς βλέπουμε σαν «πρόοδο» εκείνοι τα βλέπουν σαν ανέκδοτα. Ο βηματισμός χελώνας στο ξεμπλοκάρισμα διαφόρων μεγάλων επενδυτικών έργων μπορεί να φαίνεται σ’ εμάς λογικός. Δεν είναι όμως για όσους μας συγκρίνουν με κράτη όπου τα κόκκινα χαλιά δεν μένουν στα λόγια και στις διαβεβαιώσεις.
Ξεχνάμε, άλλωστε, πολύ συχνά πως μπορεί να είμαστε μια μοναδική χώρα από πλευράς φυσικής ομορφιάς, αλλά στον σκληρό παγκόσμιο ανταγωνισμό για επενδύσεις μετρούν πολλά άλλα πράγματα, από το ύψος των φόρων και των εισφορών έως τη γραφειοκρατία και την αποτελεσματικότητα στην απόδοση δικαιοσύνης. Υπάρχουν, βεβαίως, επιθετικοί επενδυτές που είναι διατεθειμένοι να πάρουν τα ρίσκα τους στην Ελλάδα. Η ανάπτυξη, όμως, θα έλθει όταν μας εμπιστευθούν εκείνοι που βλέπουν την επένδυση μακροπρόθεσμα.
Ενας Ασιάτης ανώτερος αξιωματούχος με μεγάλη διεθνή εμπειρία έθεσε το θέμα πολύ ωμά πρόσφατα: «Ολοι όσοι θέλουν να επενδύσουν σε μια ξένη χώρα ενδιαφέρονται πρωτίστως για τη διαφάνεια στη νομοθεσία, τη Δικαιοσύνη, την προστασία των επενδυτών και την προβλεψιμότητα. Απεχθάνονται τις εκπλήξεις· είναι το ένα βασικό πράγμα που τους απωθεί».
Η αβεβαιότητα για το αν η χώρα θα παραμείνει στην Ευρωζώνη έχει υποχωρήσει και θα πρέπει να γίνουν εγκληματικά λάθη, εντός και εκτός Ελλάδος, για να επιστρέψει. Διαφάνεια και προβλεψιμότητα, όμως, δεν είναι αυτά που χαρακτηρίζουν τη χώρα μας. Κάθε Ελληνας, μικρός ή μεγάλος επιχειρηματίας, γνωρίζει καλά ότι ξοδεύει πάνω από τον μισό του χρόνο προσπαθώντας να μαντέψει τι… στραβό θα του τύχει την επόμενη μέρα.
Πηγή: Καθημερινή