Π37: Θανάσης Χατζόπουλος

Π37: Θανάσης Χατζόπουλος

- in Ποίηση
0

1. Στην Ανθολογία … του Καθ. Ε. Γαραντούδη συναντώ (σ 162) ένα ποίημα“Σπονδή’:Τ’ ολοπόρφυρο στόμα/ πίσω απ’ το σάβανο του καλοκαιριού//

…/ Το δοξάρι του σώματός σου/ Επάνω στην ηχώ των κυμβάλων

της θάλασσας/ Ξεχωρίζω τις ουλές των δακρύων σου/ στις
διαδρομές της μνήμης/

Το καλοκαίρι δεν έχει σάβανο· το δοξάρι (για βιολί, βιόλα ή άλλο έγχορδο) με κανένα τρόπο δεν μπορεί να συρθεί πάνω σε κύμβαλα(!)· τα δάκρυα δεν έχουν ουλές. Μια αλυσίδα ασυναρτησιών με ανυπόστατες εικόνες… Μετά στο “Βίος εορτάσιμος” (σ 163):

Αρώματα των πόρων με ναυλώνουν/ Φάλαγγες της σιωπής…

Μόνο ίσως ο συγγραφέας μπορεί να θυμάται ακόμα τι εννοούσε.

Όμοιες κακόγουστες εικόνες, ανυπόστατα σχήματα στη σ 166:

Άσφαλτος της νυχτός, της μεσημβρίας θειάφι// Απ’ την πορώδη πέτρα
του απογεύματος λευκή αναδύεται χλωριωμένη η σελήνη.

Στη σ 173 “Του Άδη ο Αδάμ” διαβάζουμε

Ένα πουλί λύνει το τελευταίο φως/ Κόκκινο αηδόνι και αφήνει

απ’ τους ώμους/ Να κυλήσουν σκοτεινά μαλλιά γυναίκας/ 

Μακριά ως τον ορίζοντα.

Εδώ η πρώτη γραμμή έχει έμπνευση αλλά οι άλλες εμπίπτουν κι αυτές στην ασυναρτησία. Και στην επόμενη σελίδα 174, στο “Μια ανάσα σαν θρήνος” αρχίζει –

Οι χορδές της νύχτας εντέλλονται/ Να χτυπούν τις ριπές της δροσιάς.

Ποιές είναι οι χορδές της νύχτας και πώς χτυπούν τις ριπές της δροσιάς;…

Υπάρχουν κι άλλες θαυμαστές φράσεις: τζάμι τ’ ουρανού, κολυμπώντας στο ιώδιο (ο Αδάμ!), σε άχνη παραδείσου λασπωμένος, αέρας, άδειος, τόσο γεμάτος με νεκρούς, κλπ κλπ.

2. Ένας στιχοπαραγωγός μπορεί να γράψει ό,τι και όπως θέλει. Αν πληρώσει τα έξοδα κάποιος εκδοτικός οίκος θα δημοσιεύσει τα κείμενα. Κάποιος κριτικός ίσως γράψει κάτι για αυτά..

Αλλά πώς ένας καθηγητής Πανεπιστημίου τα συμπεριλαμβάνει σε μια σοβαρή ανθολογία;

Πρέπει να υποθέσω δύο εκδοχές. Η μια, διόλου κολακευτική για τον καθηγητή, λέει πως ο ίδιος ούτε σοβαρός είναι ούτε την ποιητική τέχνη καταλαβαίνει στη βάση της. Η άλλη εκδοχή λέει πως ο ανθολόγος καθηγητής δεν βρήκε τίποτα καλύτερο και αυτά που άφησε έξω είναι πολύ πολύ χειρότερα.

Αλλά οι κρίσεις του Γαραντούδη, όπως έχω δείξει σε προηγούμενα άρθρα, είναι πάντα λειψές, καθώς μάλλον επιπόλαια ασχολείται κυρίως με τη θεματολογία και αγνοεί την ποιητική. Έτσι βρίσκει αυτή την ποιητική γραφή “γοητευτική” (σ 298, τέλος) παρότι, αναγνωρίζει, τη χαρακτηρίζει “υψηλός βαθμός αφαίρεσης και νοηματικής σκοτεινότητας”.

Τι άλλο να πεις για τον καθηγητή;

3. Ο στιχοπαραγωγός είναι ο Θ. Χατζόπουλος, ψυχαναλυτής το επάγγελμα. Εγώ δεν βρίσκω τίποτα γοητευτικό ούτε στα πρώιμα ούτε στα ύστερα κείμενα του.

Δεν είναι ότι λείπουν στίχοι με ομορφιά (έχοντας ΑΑ). Βρίσκουμε, π.χ. στη συλλογή Από Καταβολής Δρόσου (1991, Καστανιώτη).:-

Όπως θα κατεβαίνει στη ραχοκοκαλιά η απειλή

όπου η αίσθηση απειλής μπορεί όντως να περνά ως ρίγος στη σπονδυλική στήλη. Στη συλλογή Στον Ήλιο Μοίρα (1996) βρίσκουμε τη γραμμή

Ένα πουλί λύνει το τελευταίο φως –

όπου με το κελαΐδισμα (ή κρώξιμο) του πουλιού το τελευταίο φως φεύγει, σα να λύνεται από την αναγκαστική παρουσία του στη μέρα: εξαίσιος στίχος.

Τέτοιοι στίχοι σπανίζουν και φαίνονται να είναι τυχαίοι.

Οι κακές γραμμές, τα ασυνάρτητα σχήματα λόγου και οι ανυπόστατες εικόνες πνίγουν όλα τα κείμενα του ΘΧ.

Σφίγγα μοιχεύεται μες στο σκοτάδι/ Χωνεύει τα φτερά της η ψυχή.. 

Ή

(Η καρδιά, η ζωή;) Σεντόνι της ψυχής πριν μαραθεί/…

Και από τα μεταγενέστερα “ώριμα” Μιγάδικα ή Αμφιθαλή (2003, Μεταίχμιο):

Δεν προλάβαμε  παρά τη σκόνη των άστρων/ Καθώς σκορπάει μια
νύχτα/ Που ο έρωτας μια ολόκληρη ζωή σημαδεύει με θάνατο/

Και από το “Παζάρι”:

Πεθαμένη κι η ώρα./ Πλάι στα σκουπίδια.   

Το 2000, δημοσίευσε τη συλλογή Κελί (Εκδ Ροδακιό). Κι εδώ, 15 χρόνια μετά το πρώτο του βιβλίο, βλέπουμε όχι μόνο αφαίρεση και σκοτεινότητα σε αυξημένο βαθμό μα κι όλα τα άλλα ελαττώματα – εξυπνακισμό, προσποίηση και την αδυναμία να δώσει σωστά σχήματα λόγου. Πχ.-

Το βόλι στο μέτωπο και το σημάδι/ Και ο καπνός απ’ τα άφιλτρα
του “Έθνους” να το/ Οργώνει –

Πώς στην ευχή “οργώνει” ο καπνός;… Μετά,

Ο χρόνος έξω από την επικράτεια/ Του ματιού/ Αυτός είναι χρόνος//
Ο άλλος είναι αιωνιότητα νεκρού.

Τι ακριβώς είναι ο πρώτος “χρόνος” και πώς ξέρει τι είναι “αιωνιότητα”;… Επιπλέον –

Να σπάσουν την ανάσα της αλύσσου τους

όπου ο νους κάνει δυο άλματα για να ξεδιαλύνει το νόημα (να σπάσουν την αλυσίδα και να πάψουν να αναπνέουν αιχμάλωτοι. Μετά πάλι –

… οι σκιές/ Από τα χρόνια μαυρισμένες –

σάμπως και υπάρχουν μη-μαύρες σκιές!

Αυτό που ο Γαραντούδης ευφημιστικά ονομάζει “σκοτεινότης” και “αφαίρεση” είναι στην πραγματικότητα ασυναρτησία λόγω ανικανότητας για αληθινή ποιητική γραφή.

4. Η ανικανότητα ενός στιχοπαραγωγού φαίνεται και από την αποτυχία του να αναπτύξει ένα σχήμα που συνέλαβε με καλοτυχία. Παίρνω ένα παράδειγμα από το “Παιδική Ηλικία” στην πρώτη συλλογή του ΘΧ.

Υπήρχε ένας διάδρομος στο βάθος της αυλής/ Στο όνειρό μου
περπατούσα τη σιωπή του/ Τα’ αχνάρια μου/ Από άλλες ηλικίες
μ’ έφερναν/ Στην Πολιτεία της αφέλειας των φύλλων.

Εδώ η πρώτη γραμμή είναι αδιάφορη πρόζα. Η δεύτερη δίνει μια όμορφη μεταφορά στη φράση “περπατούσα τη σιωπή του” και μετά ακολουθεί σύγχυση της Βαβέλ και προσποίηση. Ποιες “άλλες ηλικίες”;… Γιατί η περίφραση “πολιτεία της αφέλειας των φύλλων”;…

Η ανικανότητα επίσης φαίνεται από τους άσχετους τίτλους συλλογών και μεμονωμένων κειμένων που σπάνια σχετίζονται με το πραγματικό θέμα αλλά επιδιώκουν τον εντυπωσιασμό.

Ισως να φταίει και το όνομα. Υπήρχε και στον 19ο αιώνα κάποιος Κώστας Χατζόπουλος, σύγχρονος του Παλαμά, του Γρυπάρη κλπ,  που έγραφε μάλλον πιο έντονα από άλλους τις τεθλιμμένες σαχλαμάρες που τότε περνούσαν για ρομαντισμός και βρίσκουν ακόμα θέση σε ανθολόγια – όπως

Και ήτανε το τραγούδι της αυγής/ που λέγαμε σιγά το βράδυ/
Και ήταν το βράδυ αχνό και ήταν θολό/ και ήταν ωραίο το βράδυ.

Αυτό είναι «Το τραγούδι της αυγής». Να και «Το τραγούδι που κλαίει»:

Και θαμπό ήρθε το βράδυ/ και θλιμμένο και αχνό- /
Σου είναι ο πόνος μου χάδι/ Κι ας θαρρής δεν πονώ.

Δεν νομίζω πως χρειάζεται να ασχοληθούμε άλλο με τον Θ. Χατζόπουλο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *