1. Τόσο στο Mein Kampf όσο και στους λόγους του ο Α. Χίτλερ δήλωνε ξεκάθαρα πως θα έσπαγε τους «άδικους» όρους της Συνθήκης Βερσαλλιών, θα έκανε τη διαμελισμένη Γερμανία πάλι ένα έθνος και θα την επανεξόπλιζε.
Ο επανεξοπλισμός στη Γερμανία είχε αρχίσει πολύ προτού ο Α. Χίτλερ έλθει στην εξουσία. Προηγούμενες κυβερνήσεις έκαναν προσπάθειες σύμφωνα με τη γενική γερμανική απαίτηση για gleichberechtigung «ισότητα εξοπλισμών». Αλλά οι προσπάθειες αυτές ήταν σχεδόν αμελητέες.
Τον Οκτώβριο 1933 η Γερμανία εγκατέλειψε και την Κοινωνία των Εθνών και τη διάσκεψη για Αφοπλισμό στη Γενεύη απαιτώντας και η Γαλλία να αφοπλισθεί στο επίπεδο της Γερμανίας. Αυτό η Γαλλία το αρνήθηκε, φυσικά, κι έτσι ο Α. Χίτλερ κέρδισε διπλωματικά κάνοντας την να φαίνεται φταίχτης.
Αλλά ο εξοπλισμός προχωρούσε στη Γερμανία κρυφά καθώς η βιομηχανία ή μεγάλο μέρος της σταδιακά στράφηκε στην παραγωγή όπλων, αεροπλάνων, πλοίων και υποβρυχίων. Πιλότοι εκπαιδεύονταν στην πολιτική αεροπορία και ναύτες υποβρυχίων στο εξωτερικό!
2. Στα δύο χρόνια 1933-5 ο επανεξοπλισμός προχωρούσε ραγδαία. Ο Α. Χίτλερ διέταξε τους στρατηγούς να τριπλασιάσουν τα στρατεύματα και το υπουργείο Αεροπορίας να φτιάξει 1.000 πολεμικά αεροπλάνα – όλα κρυφά.
Το Μάρτιο 1935 ο στρατός είχε αυξηθεί σε 300.000 και η Λούφτβάφε είχε 2.500 πολεμικά αεροπλάνα. Ο Α. Χίτλερ ένιωθε αρκετά ισχυρός να το ανακοινώσει ανοιχτά, διεθνώς. Ανακοίνωσε πρόσθετα (16/3/1933) πως ο γερμανικός στρατός θα βασιζόταν στην υποχρεωτική θητεία και ο αριθμός θα έφθανε τις 550.000 άνδρες (Το 1939 ο στρατός αριθμούσε πάνω από ένα εκατομμύριο και τα αεροπλάνα ήταν 8.250).
Καθησύχασε τις ξένες κυβερνήσεις πως τα εξοπλιστικά μέτρα που έπαιρνε δεν παραβίαζαν τους όρους της Συνθήκης: ήταν καθαρά αμυντικά. Και στο κοινοβούλιο δήλωσε με απίστευτη πειστικότητα πως «Η Γερμανία χρειάζεται ειρήνη κι επιθυμεί ειρήνη». Θα δεχόταν οποιαδήποτε συνθήκη για περιορισμό των εξοπλισμών που θα οδηγούσε στην κατάργηση τανκς και κανονιών.
3. Ένας Αμερικάνος δημοσιογράφος που εξαρχής επέκρινε τον Α. Χίτλερ βγαίνοντας από το Ράιχσταγκ ένιωθε πως ο Φύρερ, πράγματι, αληθινά ήθελε ειρήνη!
Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις, ιδίως Βρετανία, Γαλλία και Ιταλία δεν ένιωθαν την ίδια σιγουριά και οργάνωσαν μια διάσκεψη στη Στρέζα υπό την αιγίδα της Κοινωνίας των Εθνών και πέρασαν ομόφωνα ένα «ψήφισμα» που καταδίκαζε ως απαράδεκτες τις μονομερείς παραβιάσεις Συνθηκών. Στα μέσα Απριλίου πέρασαν ένα δεύτερο πανομοιότυπο ψήφισμα (μαζί με πολλές χώρες στην Κοινωνία των Εθνών).
Αλλά τέτοια ψηφίσματα ήταν (και είναι) μάταια και φλύαρα εφόσον δεν υπάρχει αποφασιστική πρόθεση για την χρήση βίας ενάντια στον παραβάτη. Οι ευρωπαϊκές χώρες φλυαρούσαν μα δεν είχαν καμιά πρόθεση για πόλεμο.
Θα μπορούσαν να σταματήσουν τον Α. Χίτλερ μα δεν το έκαναν.
4. Αυτά όλα ήταν θρίαμβοι διπλωματικοί και πολιτικοί για τον ίδιο τον Α. Χίτλερ. Οι στρατηγοί άρχισαν να τον εμπιστεύονται και ο λαός άρχισε να λατρεύει τον Φύρερ του. Η Γερμανία ξαναγινόταν υπολογίσιμη δύναμη. Και υπήρχαν τα μεγάλα δημόσια έργα που εκδήλωναν φανερά την πρόοδο, είχαν απορροφήσει χιλιάδες εργαζόμενους και είχαν μειώσει την ανεργία.
Ένας ακόμα θρίαμβος ήρθε να προστεθεί: η Αγγλογερμανική Ναυτική Συμφωνία του Ιουνίου 1935.
Στα τέλη Μαρτίου 1935 ο Άντονι Ήντεν πήγε στο Βερολίνο ως υπουργός Εξωτερικών της Βρετανίας και ο ίδιος ο Α. Χίτλερ τον πληροφόρησε πως η γερμανική πολεμική αεροπορία ήταν ισοδύναμη με εκείνη της Βρετανίας. Αμέσως μετά οι Γερμανοί στράφηκαν στο ναυτικό.
5. Η Συνθήκη των Βερσαλλιών επέτρεπε στη Γερμανία να ναυπηγήσει μόνο 6 θωρηκτά των 10.000 τόνων και 6 ελαφρά καταδρομικά ως 6.000 τόνων. Τώρα όμως, όπως διαπίστωναν οι Βρετανοί , οι Γερμανοί ναυπηγούσαν 2 καταδρομικά ή ελαφρά αντιτορπιλικά πρώτης τάξεως των 20.000!
Μετά την Αγγλογερμανική Ναυτική Συμφωνία, που αγνοούσε την Κοινωνία των Εθνών και τα συμφέροντα της Γαλλίας, επιτρεπόταν στη Γερμανία να ναυπηγήσει πολεμικά πλοία με εκτόπισμα ίσο του 35% του βρετανικού πολεμικού ναυτικού. Ήταν μια συμφωνία που υπονόμευε τη Γαλλία – κι έτσι ήταν «η ευτυχέστερη μέρα της ζωής» του Α. Χίτλερ!
Αυτή η Συμφωνία καταρράκωνε τελειωτικά τη Συνθήκη Βερσαλλιών και υπονόμευε την αρχή της συλλογικής ασφάλειας της Κοινωνίας των Εθνών.
6. Η βρετανική κυβέρνηση των Μακντόναλντ και Μπόλντουιν έδειξε απίστευτη ελαφρότητα και ακρισία για τα ίδια τα συμφέροντα της χώρας τους. Πίστευαν πως έτσι θα μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να γνωρίζουν το μέγεθος του γερμανικού πολεμικού ναυτικού. Έτσι έλεγαν, μα ουσιαστικά επρόκειτο για μια πράξη δειλίας και προδοσίας. Διότι έπρεπε ως τα μέσα του 1935 να ήταν φανερό πως ο Χίτλερ δεν θα τιμούσε καμία συμφωνία του και όδευε σε πόλεμο.
Ήταν φανερό από το 1934 πως μόλις ο Α. Χίτλερ συναντούσε αποφασιστική αντίσταση όπως στην περίπτωση της Αυστρίας, θα υποχωρούσε σαν θρασύδειλος που ήταν.