1. Οι αναγνώστες θα πρέπει να έχουν συνηθίσει στην ωμή κριτική που επιδίδομαι συχνά σε πρόσωπα και θέματα. Οπότε δεν θα φανεί παράξενο που ακόμα μια φορά επικρίνω για ρηχότητα όχι δημοσιογράφους, πολιτικάντηδες ή σχολιαστές στα ΜΜΕ, αλλά έναν νομπελίστα καθηγητή των Οικονομικών, τον R. J. Schiller του πανεπιστημίου Yale στις Η.Π.Α.
Σε άρθρο του στο ΒΗΜΑ (21/9/16) γράφει για έθνη-κράτη, επαναστάσεις, δικαιοσύνη και αδικία, φτωχές και πλούσιες χώρες, πληροφορική κι επικοινωνίες κλπ. Αυτά όλα χρειάζονται, το κάθε θέμα ένα δικό του σχετικά μακροσκελές άρθρο.
Αναφέρει ο καθηγητής σύντομα κι επιπόλαια τα «πολιτικά δικαιώματα» που κατοχυρώθηκαν στον 20ό αιώνα και τον 21ο και λίγο πριν το τέλος προσδιορίζει τον έσχατο στόχο ως «προώθηση της οικονομικής ελευθερίας».
Δεν προσδιορίζει καθόλου τα πολιτικά δικαιώματα (όπως τα προσδιόρισα στα προηγούμενα άρθρα μου, (Φιλελευθερισμός 5, 6) κι εξηγεί την «οικονομική ελευθερία» πως θα είναι «υψηλότερες απολαβές» που θα επέλθει από «συνθήκες ελεύθερου εμπορίου δίχως το κόστος μεταφοράς» (δική μου η έμφαση): σε αυτές τις εντελώς ουτοπικές συνθήκες, συνεχίζει ο πελαγωμένος καθηγητής, «οι δυνάμεις της αγοράς θα μπορούσαν να εξισώσουν τους παράγοντες της παραγωγής ανά την υφήλιο… και των μισθών για οποιοδήποτε τυποποιημένο είδος εργασίας».
2. Είναι ακριβώς τέτοιες εντελώς εξωπραγματικές θεωρίες που μετέτρεψαν την Πολιτική Οικονομία σε σύγχρονη «επιστήμη» έτσι που, εκφράζοντας αντιφατικές ή ασυνάρτητες θεωρίες, να μην μπορεί να διορθώσει τα κακώς κείμενα στην Οικονομία οποιασδήποτε χώρας στην υφήλιο.
Μου φαίνεται πως στις επικρατούσες συνθήκες είναι πλέον αδύνατο για πανεπιστημιακούς να ξεφεύγουν από τα πλαίσια της «επιστήμης» τους, που συνίσταται μόνο σε τέτοιου είδους θεωρίες και «προβλέψεις», και να επαναφέρουν τις βασικές αρχές της Πολιτικής Οικονομίας όπως αυτές έχουν διατυπωθεί από οξυδερκέστατους στοχαστές από τον Πλάτωνα στον Locke (τέλος 17ου αιώνα), στους Γάλλους «φυσιοκράτες», στον Άνταμ Σμιθ, στον A. Marshall.
Ο Schiller αναφέρει διάφορες «επαναστάσεις», ειρηνικές ή αιματηρές, που προώθησαν και κατοχύρωσαν όλα τα πολιτικά δικαιώματα στις χώρες της προηγμένης Δύσης. Μα του διαφεύγει πως και τα μέτρα που θα εξασφάλιζαν την «οικονομική ελευθερία» (χωρίς την εξωπραγματική ακύρωση του κόστους μεταφορών) στην πραγματικότητα δεν έχουν επιτύχει, αφού η μεγάλη πλειοψηφία παντού μειονεκτεί.
Αναφέρει την «Κοινή Λογική» του Thomas Paine (Άγγλου που αυτοεξορίστηκε στις ΗΠΑ, τέλος 18ου αιώνα) όχι όμως και την καμπάνια του για Γεωφορολόγηση που εξασφαλίζει, όπως εξηγούσε, το βασικότερο δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στη γη για όλους τους πολίτες.
3. Εφόσον δεν αναγνωρίζεται και δεν κατοχυρώνεται στη νομοθεσία του κράτους το δικαίωμα για ελεύθερη πρόσβαση στη γη, οι πολίτες θα παραμένουν οικονομικοί σκλάβοι με κατοχυρωμένες πλην κούφιες πολιτικές ελευθερίες. Διότι τι αξία έχει η διατυμπανιζόμενη «αξία του ανθρώπου» ή η «ελεύθερη μετακίνηση», όταν ο πολίτης πρέπει να πληρώσει άλλον πολίτη για να έχει τόπο κατοικίας ή/και δουλειάς; Ο ίδιος φτωχαίνει ενώ ο άλλος πλουτίζει!
Η γη, η στέρεη επιφάνεια του πλανήτη μας, όπου εμείς πρέπει εκ φύσεως να κατοικούμε και να εργαζόμαστε, είναι πεπερασμένη. Εξ ανάγκης μερικά εδάφη είναι πιο επιθυμητά, διότι πιο παραγωγικά, από άλλα. Εξ ανάγκης όσοι πρέπει να πληρώσουν άλλους, τους ιδιοκτήτες, για να έχουν τόπο εργασίας ή/και κατοικίας, θα μειονεκτούν και θα εξαρτώνται για τη ζωή τους από τους άλλους. Αυτή είναι μια ύπουλη μα οδυνηρή κατάσταση σκλαβιάς.
Κανένα μέτρο, κανένας νόμος, καμιά μεταρρύθμιση δεν πρόκειται να επιφέρει πραγματική ανάπτυξη, την εξάλειψη της φτώχειας και μια πραγματική και μόνιμη κατάσταση οικονομικής δικαιοσύνης εκτός από τη Γεωφορολόγηση που είναι το μόνο μέσο στις σύγχρονες συνθήκες ζωής για τη δίκαιη διανομή του πλούτου.
Με τη Γεωφορολόγηση μόνο όποιος εργάζεται περισσότερο εφαρμόζοντας άφοβα τις νέες τεχνολογίες πλουτίζει και όποιος δεν εργάζεται μένει φτωχός στο περιθώριο.