1. Τη διαφορά μεταξύ κατοχής και ιδιοκτησίας την έχω εξετάσει σε προηγούμενα άρθρα.
Είναι αρκετά ενδιαφέρον πως ο Προυντόν διαχωρίζει τις δυο καταστάσεις. Αλλά πριν εξετάσουμε αυτό το θέμα ας σημειώσουμε ένα άλλο σφάλμα στην οικονομολογική σκέψη του. Ήταν ταπεινός τυπογράφος και αυτοδίδακτος «στοχαστής».
Όπως πολλοί άλλοι της εποχής του και μεταγενέστεροι σαν τον Μαρξ, προσπάθησε να καθορίσει την «απόλυτη/ορθή» αξία. Κι εδώ έχασε την ορθή προοπτική όπως την έχασε και με την απέχθειά του για το κράτος.
Δεν υπάρχουν απόλυτες, ορθές ή έμφυτες αξίες, έγραψα σε προηγούμενα άρθρα. Η αξία είναι κάτι εντελώς υποκειμενικό και αλλάζει με τις περιστάσεις και με τις καταστάσεις του νου και του οργανισμού μας. Άλλη αξία έχει ένα ποτήρι νερό για κάποιον που πίνει σε ένα μπαρ και άλλη για κάποιον χαμένο στην έρημο.
Μπορούμε βέβαια να καθορίσουμε την τιμή ενός αγαθού σύμφωνα με το συνολικό κόστος της παραγωγής του – των υλικών, των εργατο-ωρών, των φόρων κλπ. Και αυτό γίνεται συνήθως από εμπόρους και παραγωγούς κι έτσι καθορίζονται οι προτεινόμενες βασικές τιμές αγαθών. Αλλά η τιμή δεν είναι «αξία».
Η αξία είναι υποκειμενική και μετριέται με την ένταση της επιθυμίας. Κάτι το οποίο δεν επιθυμώ καθόλου δεν έχει καμία αξία για μένα – κι ας έχει κοστίσει 20 ευρώ για να παραχθεί.
2. Παρόμοια σύγχυση επικρατεί σχετικά με την κατοχή και την ιδιοκτησία. Εδώ όμως ο Προυντόν κατάφερε να ξεφύγει και να ξεχωρίσει τις δυο καταστάσεις. Και δηλώνει πως ακόμα κι αν η πλειοψηφία των ανθρώπων συναινούν, ακόμα κι αν σπουδαίοι, νομομαθείς στοχαστές όπως ο Μοντεσκιέ κι ο Ρουσσώ συναινούν, η ιδιοκτησία παραμένει αδικία και παρανομία (σ 113, Τι είναι ιδιοκτησία;).
Επιπλέον, η ιδιοκτησία γίνεται σοβαρό εμπόδιο στο δικαίωμα της εργασίας. Διότι ο ιδιοκτήτης εμποδίζει άλλους από τη χρήση του εδάφους που έχει ιδιοποιηθεί, μα και ο ίδιος συχνά δεν εργάζεται αλλά ζει από το εισόδημα της εκμίσθωσης της γης του.
Αναγνωρίζει ο Προυντόν πως η ιδιοκτησία ξεκίνησε ως κατοχή μακρόχρονη.
Διότι ο γεωργός έπρεπε να εξασφαλίσει τους καρπούς της εργασίας του και τα μεν δημητριακά χρειάζονται μερικούς μήνες τουλάχιστον ωσότου ωριμάσουν, τα δε οπωροφόρα δέντρα χρειάζονται μερικά χρόνια για να αρχίσουν να παρέχουν τους καρπούς τους (σ 92-3). Έτσι εγέρθηκε η ιδιοκτησία: η μακρόχρονη κατοχή έγινε ιδιοκτησία.
Αλλά πιο κάτω παρατηρεί: «όπως ο ταξιδιώτης δεν ιδιοποιείται τον δρόμο στον οποίο ταξιδεύει, έτσι κι ο αγρότης δεν ιδιοποιείται το χωράφι το οποίο καλλιεργεί». (Ομοίως, γράφει αλλού, ο ψαράς δεν ιδιοποιείται τα νερά όπου ψαρεύει, και ο κυνηγός το δάσος όπου κυνηγά.)
3. Ο Προυντόν αποκρούει τον ισχυρισμό πολλών πως, όπως ο ξυλουργός, ο σιδεράς και ο χτίστης, συμβάλλουν στην παραγωγή παρέχοντας σύνεργα στον παραγωγό, έτσι και ο γαιοκτήμονας συμβάλλει παρέχοντας τη γη του.
Υποδείχνει πως οι σιδεράς, χτίστης και ξυλουργός κατασκευάζουν τα σύνεργα (εργαλεία, αποθήκες, οχήματα) που παρέχουν στον παραγωγό, πληρώνονται μια φορά για αυτά και τα αποχωρίζονται δια παντός.
Ο γαιοκτήμονας δεν κατασκευάζει τίποτα. Αν έχει κατασκευάσει κάποιο κτίσμα, ναι, ας πληρωθεί για το προϊόν του. Αλλά αφενός τη γη δεν την έχει κατασκευάσει και αφετέρου δεν την αποχωρίζεται μα τη διατηρεί δική του και πληρώνεται για τη χρήση της καθώς την εκμισθώνει χρόνο με τον χρόνο (σ 184-189).
4. Για να καταδείξει τη διαφορά μεταξύ κατοχής και ιδιοκτησίας παραπέμπει στον Ρωμαίο νομικό, φιλόσοφο, Κικέρωνα (σ 68-9) και στον Σκωτσέζο Thomas Reid (1710-1796) διάδοχο του Άνταμ Σμιθ στην έδρα φιλοσοφίας στη Γλασκόβη (70-72).
«Τι έχουμε δικαίωμα να κατέχουμε;» ρωτά. Όχι ό,τι μπορούμε, απαντά, μα μόνο «αυτό που αρκεί στην εργασία και κατανάλωσή μας». Όπως λέει ο Κικέρων sum quidque cujusque sit ‘στον καθένα αυτό που του ανήκει’.
Και παραπέμπει στη γνωστή σύγκριση γης και θεάτρου που κάνει ο Κικέρων: quem ad modum theatrum cum commune sit, recte tamen dici potest ejus esse cum locum quem quisque occuparit ‘το θέατρο είναι κοινό για όλους, ωστόσο η θέση που ο καθένας κατέχει σε αυτό λέγεται δική του’.
Εδώ σαφώς έχουμε κατοχή, όχι ιδιοκτησία. Διότι αφενός ο καθένας κατέχει μια θέση όχι πολλές και αφετέρου μόλις τελειώσει η παράσταση παραδίδει τη θέση του και, συνηθέστατα, άλλος την παίρνει στην επόμενη παράσταση και άλλος στη μεθεπόμενη. Δεν υπάρχει ιδιοκτησία θέσεων – εκτός από βασιλικά θεωρεία.
5. Πέρα από την εξειδίκευση και τον καταμερισμό της εργασίας στην κοινωνία, ο Προυντόν υποδείχνει πως κανένας παραγωγός δεν εργάζεται μεμονωμένα και κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες του όλες με τη δική του μεμονωμένη προσπάθεια. «Η παραγωγή του καθενός εμπεριέχει κάτι από την παραγωγή όλων των άλλων» γράφει. «Τι θα ήταν η σοδειά του αγρότη αν δεν κατασκεύαζαν άλλοι… αποθήκες, άροτρα, κάρα, ρούχα κλπ… και αυτοί με τη σειρά τους δεν βοηθιούνται από μια πληθώρα βιομηχανιών; … Σε κάθε στιγμή της ζωής του το μέλος της κοινωνίας χρωστάει και πεθαίνει με το χρέος απλήρωτο» (104-7).
Υποδείχνει επίσης πως με την ανάπτυξη της σύνολης παραγωγής η αξία των εδαφών αυξάνεται.
«Τι σημαίνει να καλλιεργείς;» ρωτά. «Σημαίνει να δίνεις κάθε χρόνο αξία στο έδαφος» (σ 150). Η αξία ανήκει, λέει, σε αυτούς που τη δημιουργούν αλλά με το υπάρχον σύστημα γαιοκτησίας, η αυξανόμενη αξία πηγαίνει στον ιδιοκτήτη.
Έτσι λοιπόν η ιδιοκτησία είναι κλεψιά!
Άλλο είναι η κατοχή, προσθέτω εγώ, με τη μέθοδο Γεωφορολόγησης, όπου η αξία που δημιουργείται από την αναπτυσσόμενη κοινότητα δίνεται σε αυτήν.