1. Συνεχίζω με το πολύτομο πόνημα του Σ. Γρηγοριάδη για τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο. Είναι χωρίς χρονολογία έκδοσης και προβάλλεται με τον τίτλο της σειράς «Φοβερά Ντοκουμέντα», όπως συνηθίζουν οι ΔΟΛ και ΦΥΤΡΑΚΗΣ για εντυπωσιασμό! Τα ντοκουμέντα δεν έχουν τίποτα το φοβερό.
Φαίνεται πως οι κομμουνιστές όλοι θέλουν να νιώθουν δικαιωμένοι μετά την ολοκληρωτική ήττα που υπέστησαν το 1949 από τον Εθνικό Στρατό και την ατσιγκούνευτη βοήθεια των ΗΠΑ.
Γι’ αυτό, κατά την προσφιλέστατη συνήθεια του Στάλιν, εφευρίσκουν εχθρούς, αντιδραστικούς, αχρείους και διαβολικούς που τους παρέσυραν σε παγίδα και τους ανάγκασαν να ξεσπάσουν σε παλλαϊκό ένοπλο αγώνα. Οι ίδιοι, βέβαια, αθώοι και ηθικότατοι αυτοπροβάλλονται σε κάθε αφήγηση ως ήρωες που μάχονται με άνισους όρους ένα υπερμέγεθες Κακό.
2. Είναι πανεύκολο να γράφεις άτσαλα τσιτάτα όπου το ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και μετά ο ΔΣΕ ήταν η έκφραση, η αιχμή του δόρατος της εργατικής τάξης στην πάλη των τάξεων του πιο μουρλού μαρξισμού, αλλά όταν αφηγείσαι ιστορικά γεγονότα, εξελίξεις και σειρές γεγονότων, η αντίληψη αυτή εξαφανίζεται διότι απλούστατα δεν είναι αληθινή – ακόμα και στους πιο κόκκινους μυθιστοριογράφους.
Ευτυχώς ο Σ. Γρηγοριάδης δεν πρόλαβε να κάνει το σφάλμα, που έκανε από το 2009 κι ύστερα το ΚΚΕ και ο γαλαξίας οργάνων και στελεχών του, να παρουσιάσει τον δικό μας και κάθε εμφύλιο ως «εξέλιξη της ταξικής πάλης στον ανώτατο βαθμό» (Δ. Γόντικας στον Ριζοσπάστη 8/4/09), που είναι φυσικά νεωτερική αρλούμπα αφού οι σύντροφοι αυτοί αγνοούν ότι έγιναν εμφύλιοι σε διάφορες χώρες πριν την ταξική πάλη (π.χ. ο Πόλεμος των Ρόδων στην Αγγλία για τη διαδοχή στον θρόνο 1455 – 1487)!
Έτσι ο Σ. Γρηγοριάδης έμεινε με το απλούστερο σενάριο ηρώων και κακών. Ήρωες είναι οι εαμίτες/ελασίτες και κακοί οι μοναρχοφασίστες και (όχι όλη την ώρα ή ολότελα) οι Βρετανοί.
3. Έτσι σα να γράφει για παιδιά, ο Σ. Γρηγοριάδης μας λέει πως στις 3/12/44 «οι ισχυρά εξοπλισμένες προφυλακές του ΕΛΑΣ, ο τρόμος των δεξιών Ελλήνων και των Άγγλων – κατέβαιναν ολοταχώς προς την πρωτεύουσα» (σ 53).
Η φράση «τρόμος των δεξιών…» παραπέμπει σε παραμύθι. Λίγο αργότερα ο ίδιος γράφει (σ 67) πως ο ΕΛΑΣ είχε στρατό «με οπλισμό του 1912 [και] θα αντιμετώπιζε σε άμεση αναμέτρηση έναν στρατό του 1944». Έτσι, αφού Βρετανοί πράκτορες (Μάγερς, Γουντχάουζ κ.α.) είχαν συνεργαστεί στενά με τους ελασίτες, σίγουρα οι Βρετανοί επιτελάρχες γνώριζαν θαυμάσια τους αντίστοιχους οπλισμούς, οπότε μάλλον δεν «τρόμαζαν» καθόλου και, όπως κι έγινε, τους εξουδετέρωσαν χωρίς μεγάλες απώλειες. Ομοίως οι δεξιοί Έλληνες της Ορεινής Ταξιαρχίας στο Γουδί (σ 72) και της Χωροφυλακής στους στρατώνες του Μακρυγιάννη (σ 73). Και στις δύο περιπτώσεις οι ελασίτες απέτυχαν θλιβερά και άφησαν πίσω πολλούς δικούς τους νεκρούς.
4. Στη σελίδα 52 ο Σ. Γρηγοριάδης περιγράφει τους ελασίτες «εμπειροπόλεμους [και] καλά οργανωμένους». Αλλά στις σελίδες 71-77 οι αναλύσεις που κάνει δείχνουν πως οι αντάρτες ούτε οργανωμένοι ούτε καλοί μαχητές ήταν: το σχέδιο τους, γράφει, (αν υπήρξε σχέδιο) ήταν «κακότεχνο παραβιάζοντας τους νόμους της πολεμικής τέχνης» (73). Το ίδιο λέει με άλλα λόγια στη σ 75!… Οπότε, πώς γράφει για εμπειροπόλοεμους «μαχητές»; Μάλλον για ατζαμήδες πρόκειται.
Τελικά απορεί ο Σ. Γρηγοριάδης γιατί έγινε τόσο νωρίς η επίθεση και γιατί δεν ρίχτηκαν στη μάχη οι όποιες εφεδρείες από την επαρχία και τα βουνά. «Παραμένει ανεξήγητο ουσιαστικά… Η λογικότερη εκδοχή είναι ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δεν απέβλεπε στον πόλεμο, έως την τελευταία στιγμή που η ίδια αποφάσισε …. να χτυπήσει» (101).
Η απάντηση μου φαίνεται απίστευτα απλή: τόσο η πολιτική ηγεσία όσο και η στρατιωτική (των Βελουχιώτη, Σαράφη κ.α.) ήταν ανίκανη. Μπορεί οι γραφειοκράτες της ΚΕ να ήταν έμπειροι σε εσωκομματικές ραδιουργίες και πολιτικές συνδιαλλαγές, μα, φυσικά, δεν ήξεραν τίποτα από στρατιωτικό σχεδιασμό. Οι αντάρτες καπετάνιοι, επιπλέον, και τα μπουλούκια των ατάκτων τους δεν μπορούσαν να σταθούν σε τακτική μάχη απέναντι σε καλά οργανωμένα σώματα όπως των καλά εκπαιδευμένων Βρετανών κι Ελλήνων της Ορεινής Ταξιαρχίας (Ρίμινι) του Θ. Τσακαλώτου.
Επρόκειτο για τη σύνηθη ανικανότητα των Ελλήνων κομμουνιστών – που βλέπουμε και στις μέρες μας με την αισχρή Πρώτη-φορά των τσιπριστών.