Όταν ο Άι Γιώργης, ως νεαρός ιππότης ακόμα, τράβηξε το ξίφος από τον βράχο στον μεγάλο κήπο του νεκρομάντη Ορμαντίνη [στην παράδοση του Βασιλιά Αρθούρου], άνοιξαν όλες οι πύλες, φανερές και κρυφές. Τότε παρουσιάστηκε ο διαβόητος μάγος, φίλησε το χέρι του ιππότη και τον οδήγησε σε μια σπηλιά. Εκεί μέσα ένας νέος τυλιγμένος σε χρυσό σκέπασμα κοιμόταν, ενώ τον νανούριζαν τέσσερις όμορφες κοπέλες.
‘Αυτός ο νέος εδώ,’ εξήγησε ο μάγος, ‘είναι αδελφικός σου ιππότης, ο Άγιος Δαβίδ της Ουαλίας. Κι εκείνος δοκίμασε να σύρει το σπαθί μα απέτυχε και κοιμάται για επτά χρόνια. Τον λύτρωσες τώρα όπως όλο τον τόπο από τη μαγγανεία μου.’
Καθώς μιλούσε ο γητευτής ο ουρανός βρόντηξε και η γη ταρακουνήθηκε και ο κήπος αφανίστηκε. Έμεινε μόνο ο Γεώργιος με τον αφυπνισμένο Δαβίδ, που τον ευχαρίστησε θερμά και ο καθένας τράβηξε τον δρόμο του.
Πηγαίνοντας προς την Αίγυπτο να βρει την αγαπημένη του πριγκίπισσα Σάμπια, έμαθε από τον παλιό γνωστό του ερημίτη πως ο Πτολεμαίος είχε συναινέσει να την παντρευτεί και να την πάρει στο χαρέμι του ο μαύρος βασιλιάς του Μαρόκο, ο Αλμιντόρ. Έτσι πήρε τον δρόμο για την Τρίπολη, του Μαρόκου. Δανείστηκε έναν παλιό μανδύα του ερημίτη και φτάνοντας ως ζητιάνος στο παλάτι εκεί, έγινε δεκτός στα διαμερίσματα των γυναικών, όπου μαζεύονταν και άλλοι ζητιάνοι, φτωχοί , γέροι, άρρωστοι. Αυτοί, με παράκληση της βασίλισσας Σάμπια που τους περιέθαλπε, προσεύχονταν για την υγεία και ασφάλεια του Άι Γιώργη της Αγγλίας.
Κάποια στιγμή εμφανίστηκε η βασίλισσα, ντυμένη στα μαύρα σαν να πενθούσε, με πρόσωπο ωραίο μα χλωμό από μακρόχρονη θλίψη. Σιωπηλά έδωσε χρήματα σε κάθε γονατιστό επαίτη, μα μόλις πλησίασε τον μεταμφιεσμένο ιππότη τον αναγνώρισε ως εκείνον που την έσωσε από τον δράκο.
Εκείνος σηκώθηκε. ‘Ναι, απαράμιλλη αφέντρα!’ είπε, ‘Είμαι ο ίδιος στον οποίο έδωσες κάποτε αυτό το δαχτυλίδι!’ και πέρασε στο δάχτυλό της ένα δαχτυλίδι με διαμάντι που του είχε δώσει εκείνη όταν αρραβωνιάστηκαν. Μετά της αφηγήθηκε τη συνωμοσία του Αλμιντόρ και την προδοσία του πατέρα της.
‘Α, μη λες άλλα!’ είπε η Σάμπια έξαλλη. ‘Ο Αλμιντόρ είναι σε κυνήγι. Έλα, προτού γυρίσει ας φύγουμε. Δεν αντέχω άλλο πια να μείνω εδώ.’
Η Σάμπια τον οδήγησε στο οπλοστάσιο του παλατιού όπου βρήκαν το μαγικό του ξίφος Άσκαλον. Μετά πήγαν στους στάβλους κι εκεί βρήκαν το πιστό του άλογο Μπέιγιαρντ.
Ο Γεώργιος σέλωσε το άτι του και το καβάλησε. Πίσω του καβάλησε η Σάμπια. Ο ιππότης σπιρούνιασε ανάλαφρα το άτι κι αυτό κάλπασε ασυγκράτητο.
Ταξίδεψαν πολλές μέρες ανατολικά και ύστερα βορειοδυτικά. Ο Μπέιγιαρντ μετέφερε το ζεύγος των αγαπημένων μακριά διασχίζοντας πολλά μέρη, ερήμους πεδιάδες και βουνά, ωσότου έφτασαν στην Ελλάδα.
Έπεται η συνέχεια στο 6ο και τελευταίο τμήμα.