Μ66: Το μυστικό των παραμυθιών (3)

Μ66: Το μυστικό των παραμυθιών (3)

- in Μυθιστορία
0

Οι επισκέψεις μου στο σπίτι των Ρέιμπιν έγιναν συχνές και οι συζητήσεις μας εκτεταμένες. Μόνο που ήταν περισσότερο μονόλογοι του Λιόρ Ρέιμπιν και μακροσκελείς απαντήσεις σε δικές μου ερωτήσεις. Συχνά λάμβανε μέρος και η Λήα, η γυναίκα του.

Δεν ήταν ορθόδοξοι Εβραίοι, αλλά ένθερμοι υποστηρικτές του Ισραήλ από την ίδρυσή του το 1948. Η ορθόδοξη παράδοση, όπως εκφραζόταν στην Παλαιά Διαθήκη, ήταν αμφισβητήσιμη πλέον, καθώς ολοένα περισσότεροι λόγιοι έβρισκαν πως πολλά τμήματα (Γένεσις, Έξοδος κλπ.) ούτε θεόπνευστα ούτε ιστορικά βιβλία ήταν, μα μάλλον συρραφές από άλλες παραδόσεις της Μέσης Ανατολής. Το πραγματικό ενδιαφέρον και των δυο επικεντρωνόταν στην Καμπάλα, τη μυστικιστική παράδοση που άρχισε να αναπτύσσεται στον Ιουδαϊσμό τους πρώτους αιώνες στην Κοινή Εποχή, δηλαδή Μετά Χριστόν, όπως λεγόταν παλαιότερα. Και πέρασε σε πλήρη ανάπτυξη τον Μεσαίωνα.

Η Καμπάλα δεχόταν την ιδέα της επανενσωμάτωσης ή μετενσάρκωσης, όπως ήταν γνωστότερη.

Μα ο Λιόρ είχε εντρυφήσει και στις ινδικές θρησκείες Ινδουισμό και Βουδισμό και τη Βεδική φιλοσοφία και μυθολογία. Και θεωρούσε πως η αρχαιότατη Βεδική Παράδοση με το φιλοσοφικό σύστημα του Μονισμού Advaita Vedānta και τον πλούσιο συμβολισμό της μυθολογίας της είχαν επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό τις θρησκείες και μυθολογίες της Μέσης Ανατολής. Πολλές από αυτές τις ιδέες είχαν εισχωρήσει και στη λογοτεχνία, στα επικά ποιήματα και στα παραμύθια της περιοχής και ακόμα ευρύτερα στην Ευρώπη.

Για να μου δώσει να καταλάβω καλύτερα ένα βράδυ μου διηγήθηκε το αγγλικό παραμύθι Τρία κεφάλια στο πηγάδι.

Πριν την εποχή του βασιλιά Αρθούρου, ζούσε ένας άρχοντας στο Colchester. Μα η καλή γυναίκα του πέθανε αφήνοντας τον χήρο με μια όμορφη κόρη. Μετά από κάποιο διάστημα ο άρχοντας ξαναπαντρεύτηκε μια πάμπλουτη αριστοκράτισσα, χήρα κι εκείνη, μα κακιά, που επίσης είχε μια κόρη συνομήλικη με τη δική του. Η μητριά και η κόρη της ζήλευαν την αρχοντοπούλα που ήταν καλοσυνάτη, σεμνή κι έξυπνη κι έκαναν δύσκολη τη ζωή της. Έτσι στην ώριμη εφηβεία της αυτή πήρε άδεια από τον πατέρα της να φύγει από το αρχοντικό στο Κόλτσεστερ και να βρει την τύχη της ζώντας τη ζωή της. Η μητριά της ετοίμασε μια σακούλα με μαύρο παλιό ψωμί και τυρί σκληρό κι ένα μπουκάλι μπύρα – καθόλου πριγκιπικά εφόδια. Μα η κοπέλα δεν είπε τίποτα κι έφυγε.

Στη διαδρομή της διέσχισε κι ένα δάσος. Κάπου εκεί συνάντησε έναν γέροντα να κάθεται σε έναν βράχο έξω από μια σπηλιά. Τη ρώτησε αν είχε να του δώσει λίγο φαγητό κι εκείνη αμέσως του έδωσε τη σακούλα. Ο γέροντας έφαγε και ήπιε όσο ήθελε μα άφησε λίγο φαγητό και λίγο ποτό για την κοπέλα. Πριν φύγει εκείνη, για να της ανταποδώσει την καλοσύνη, της είπε πως θα συναντήσει πιο πέρα έναν αδιαπέραστο φράχτη. Της είπε να μην αποκαρδιωθεί μα να τον χτυπήσει με ένα ραβδί που θα της έδινε και να τον παρακαλέσει να ανοίξει για να περάσει.

Της έδωσε το ραβδί και πρόσθεσε: ‘Μετά τον φράχτη, θα φθάσεις σ’ ένα πηγάδι. Εκεί μην παραξενευτείς για ό,τι θα δεις μα να κάνεις ό,τι σου πούνε!’

Η πριγκίπισσα όντως έφτασε στον ψηλό, πυκνό φράχτη και αυτός άνοιξε ανθίζοντας με τριαντάφυλλα και την άφησε να περάσει. Μετά από λίγο έφτασε στο πηγάδι και κάθισε στο χείλος του. Τότε βγήκαν διαδοχικά στην επιφάνεια τρία κεφάλια ασώματα κι ολόχρυσα και το καθένα τραγουδούσε ‘Πλύνε με και χτένισέ με και βάλε με να στεγνώσω κι έτσι βλέποντας τους περαστικούς θα καμαρώσω!’

Η κοπέλα ολόκαρδα έπλυνε και χτένισε το κάθε κεφάλι και μετά άνοιξε τη σακούλα της κι έφαγε το λιγοστό φαγητό της. Τότε τα κεφάλια συμφώνησαν μεταξύ τους να της κάνουν ένα δώρο το καθένα για την περιποίηση που τους χάρισε. Το πρώτο της δώρισε μεγάλη ομορφιά. Το δεύτερο της δώρισε φωνή γλυκιά σαν του αηδονιού. Το τρίτο της υποσχέθηκε πως θα παντρευόταν έναν βασιλιά.

Μετά η κοπέλα προχώρησε στο δάσος και συναπάντησε μια συντροφιά από κυνηγούς. Ήταν ο βασιλιάς με την ακολουθία του. Αυτός μαγεύτηκε από την ομορφιά και τη γλυκύτητά της και την έκανε βασίλισσά του. Λίγο αργότερα το βασιλικό ζευγάρι επισκέφθηκε τον άρχοντα στο Κόλτσεστερ. Ο κόσμος που αγαπούσε τη σεμνή αρχοντοπούλα βγήκε με ζητωκραυγές και με σημαίες να τους υποδεχθεί και στο αρχοντικό όλοι έμειναν έκπληκτοι που το κορίτσι είχε τόση καλοτυχία τόσο σύντομα.

Όταν το ζευγάρι έφυγε, η κακιά μητριά και η κόρη της αποφάσισαν να μιμηθούν την περιπέτεια της αρχοντοπούλας. Έτσι ξεκίνησε στην ίδια διαδρομή και η κόρη με πλούσια φορεσιά και αρχοντικά εφόδια – με φρέσκο ψωμί, πολλά τυριά και άλλες νοστιμιές και γλυκά κι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί. Η κόρη έφτασε στη σπηλιά μα, όταν ο γέροντας της ζήτησε λίγο φαγητό, τον αποπήρε περιφρονητικά και συνέχισε το ταξίδι της. Έφτασε στον φράχτη και χώθηκε στα αγκαθωτά κλαδιά για να περάσει έτσι που σκίστηκε το φόρεμά της και γδάρθηκε στο πρόσωπο, το σώμα και τα μέλη της. Κι όταν έφτασε στο πηγάδι αρνήθηκε να φροντίσει τα τρία κεφάλια. Αφού μάλιστα ήπιε το κρασί της, έριξε το άδειο μπουκάλι πάνω στα κεφάλια. Εκείνα τότε της δώρισαν λέπρα, στριγκλή φωνή και έναν παπουτσή για σύζυγο!

Καταρρακωμένη και παραμορφωμένη από την αρρώστια, έφτασε η κόρη στην επόμενη πόλη και οι κάτοικοι όλοι την απέφευγαν. Όταν προσπάθησε – να τους πει πως ήταν αρχοντοπούλα από το Κόλτσεστερ η φωνή της έβγαινε στριγκλή και τραχιά σαν κρώξιμο κοράκων. Ένας παπουτσής όμως τη λυπήθηκε. Αυτός είχε ένα ποτό που του χάρισε πριν χρόνια ένας αγαθός ερημίτης. Και αυτό γιάτρευε σχεδόν κάθε αρρώστια. Αν η αρχοντοπούλα δεχόταν να τον παντρευτεί θα τη γιάτρευε με το ποτό του. Ταπεινωμένη και απελπισμένη εκείνη φυσικά δέχτηκε. Παντρεύτηκαν αμέσως και πήγαν στο Κόλτσεστερ στο αρχοντικό. Εκεί η κακιά αρχόντισσα εξοργίστηκε και απογοητεύτηκε σε τέτοιο βαθμό που αυτοκτόνησε. Ο άρχοντας μετά έδωσε στο ζευγάρι αρκετά χρήματα να εγκατασταθούν σε μια πόλη και να περάσουν τη ζωή τους άνετα κι ευτυχισμένα.

Το παραμύθι είναι απλό, εξήγησε ο Λιόρ, και πολύ παλιό από τον 16ο αιώνα. Η βασική ιδέα του βρίσκεται σε πολλά άλλα παραμύθια όπως Οι δύο Αδελφές. Η μια κόρη αντιπροσωπεύει την τάση του ανθρώπου για ανάπτυξη και ανύψωση προς την ολοκλήρωση, την αρετή, τον πολιτισμό. Η άλλη αντιπροσωπεύει τη δύναμη της συνήθειας και την παρακμή και τον εκφυλισμό.

Η μια κόρη γεννιέται με την καλοσύνη και την αρετή έμφυτη κι έτσι ακολουθεί τις καλές επιδράσεις και σταδιακά ανυψώνεται. Η άλλη εναντιώνεται και ξεπέφτει. Εδώ η δεύτερη εξαγνίζεται με την αρρώστια και τον εξευτελισμό της κι έτσι βρίσκει και αυτή θέση στην αρμονία του κόσμου. Η κακιά μάνα όμως καταστρέφεται.

Τα τρία κεφάλια είναι οι τρεις γκούνες, οι τρεις Ποιότητες της Φύσης που βοηθούν όποιον έχει ήδη την κατάλληλη γνώση.

Και ο γέροντας;’ Ρώτησα εγώ ανυπόμονα. Εκείνος συμβολίζει τον οικουμενικό Νου ή μια Σχολή, μια Διδασκαλία, που δίνει την αναγκαία καθοδήγηση. Οι γκούνες μετά δίνουν ομορφιά και τη δύναμη της λαλιάς που ελκύουν κι εγκαθιστούν κυριαρχία με το σύμβολο της βασιλείας.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *