Είναι μια διεθνής ιστοριούλα με μαγεία και συμβολισμούς, όπου η αγνότητα ξαναβρίσκει κι ενώνεται με τον χαμένο σύζυγό της, τον Λόγο που δίνεται σε κάθε ον μα πάντα μένει ελεύθερο για την αγνότητα. Πρωτοπαρουσιάζεται σε αυτή τη μορφή στη Σκωτία (1548) μα υπάρχουν πολλές εκδοχές που πάνε πίσω στο απλό μοτίβο του Έρωτα και της Ψυχής (Οβιδίου Μεταμορφώσεις). Ο άντρας ως ταύρος είναι καθαρό μοτίβο των Βρετανικών νήσων. Κάνω μερικές μικρές παρεμβάσεις χωρίς να αλλάξω την πλοκή του παραμυθιού.
Πολύ παλιά, στην εποχή των θρύλων και της μαγείας, μια χήρα πλύστρα είχε τρεις θυγατέρες όμορφες. Μια μέρα μια γριά ζητιάνα πέρασε από το ταπεινό σπίτι τους κι επειδή την περιποιήθηκαν καλά τους φανερώθηκε ως μάγισσα πανίσχυρη και τους έδωσε τη χάρη να διαλέξουν σύζυγο.
Η μεγαλύτερη πρώτη διάλεξε έναν Κόμη μεγάλης κομητείας της χώρας. Η δεύτερη διάλεξε τον καλύτερο Λόρδο της περιοχής. Η τρίτη, ομορφότερη και ζωηρότερη από τις τρεις, διάλεξε έναν δυνατό σαν τον Μαύρο Ταύρο του Νοροβή.
Η μάγισσα χαμογέλασε σιωπηλά μα οι δυο αδελφές σκυθρώπιασαν γιατί θυμήθηκαν το δυσοίωνο τραγουδάκι –
Έρχετ’ έρχεται σκοτεινός τρόμος
Είν’ ο Μαύρος Ταύρος του Νοροβή
Και δεν ξέρουμε πού βγάζ’ ο δρόμος
Σ’ αρχοντικό ή μαύρη φυλακή.
Την επομένη κιόλας παρουσιάστηκε η άμαξα με 6 άλογα και ο Κόμης πήρε την καλή του τη μεγάλη θυγατέρα. Την επομένη πάλι, ήρθε ο Λόρδος με ένα τέθριππο και πήρε την καλή του τη δεύτερη. Την άλλη πρωία ήρθε ξεφυσώντας ο ίδιος ο Μαύρος Ταύρος, ένα πελώριο τέρας μαύρο σαν κάρβουνο και με μάτια που σπίθιζαν αναμμένα. Και η μικρή κόρη φοβήθηκε κι έκλαψε και δεν ήθελε να αφήσει τη μητέρα και το βολικό σπίτι της για το άγνωστο του ταύρου. Μα είχε υποσχεθεί και ζητήσει μόνη της, έστω κι ασυλλόγιστα, τον Μαύρο Ταύρο. Έτσι πήγε μαζί του. Εκείνος έσκυψε γονατίζοντας και η κόρη κάθισε άνετα πάνω στους πελώριους ώμους του κι έφυγαν με σιγανό βήμα γιατί ο ταύρος δεν ήθελε να τρομάξει τη νεόνυμφή του. Και κάποια στιγμή της είπε:
Αν πεινάσεις πάρε απ’ το δεξί μου αυτί
Κι αν διψάσεις πάρε από τ’ αριστερό.
Φύλαξε ότι περισσεύει για φαΐ
Για βραδινό κι επόμενο πρωινό.
Και αυτό έκανε η κόρη κάθε μέρα και τη νύχτα κοιμόταν στη φαρδιά ράχη του ταύρου αμέριμνα καθώς εξοικειωνόταν πιο πολύ με την ηπιότητα και φροντίδα του. Και περνούσαν από πόλεις και χωριά, δάση και ποτάμια, πεδιάδες και βουνά, και πάντα ο ταύρος βάδιζε γοργά μα προσεκτικά να μην την ταρακουνά και δεν της έλειψε τίποτα παρά μόνο το μητρικό της σπίτι σε αναμνήσεις που ξεθύμαιναν.
Και σ’ ένα πλούσιο αρχοντικό την κάλεσαν όπως και άλλους προσκεκλημένους, άρχοντες κι εμπόρους και παράξενους ταξιδιώτες για βραδινό. Και την κοπέλα την κράτησαν μαγεμένοι από την ομορφιά της στη μεγάλη τραπεζαρία όπου διασκέδαζαν τρώγοντας και πίνοντας “και του πουλιού το γάλα” και ακούγοντας ποιήματα και μουσικές. Και μερικοί νέοι αριστοκράτες της έκαναν πρόταση γάμου. Μα παρά τον πειρασμό και το αίσθημα κολακείας, η κόρη θυμήθηκε την υπόσχεσή της για τον Μαύρο Ταύρο, που είχαν αφήσει σε ένα λιβάδι πιο πέρα και τους ευχαρίστησε μα αρνήθηκε.
Το επόμενο πρωί το πιστό ζώο την περίμενε στην πύλη του αρχοντικού. Αυτή ανέβηκε στους ώμους του και ξεκίνησαν το ταξίδι τους για το άγνωστο περνώντας από πόλεις και χωριά, δάση και ποτάμια, πεδιάδες και βουνά, και πάντα ο ταύρος βάδιζε γοργά μα προσεκτικά να μην την ταρακουνά και οι αναμνήσεις της ήταν εντελώς ξεθωριασμένες. Κι έφτασαν έτσι σε άλλο αρχοντικό ενός Κόμη όπου πάλι την κάλεσαν για δείπνο και διασκέδαση. Η κόρη τώρα παρακάλεσε να βάλουν τον ταύρο στον σταύλο, να τον ταΐσουν και να τον ποτίσουν. Και πάλι διασκέδασε καλά η κοπέλα και πάλι απέρριψε τις προτάσεις γάμου ακόμα και από τον γιο του Κόμη.
Το πρωί πάλι περίμενε γονατιστός ο Μαύρος Ταύρος κι εκείνη τον καβάλησε και συνέχισαν το ταξίδι τους. Κι εκείνος πάντα πρόσεχε να αποφεύγει τις κακοτοπιές μα κάπου παραπάτησε κι ένα αγκάθι χώθηκε σε μια οπλή του κι άρχισε να κουτσαίνει ελαφρά ωσότου το βράδυ έφτασαν σε άλλο αρχοντικό μεγάλου Δούκα όπου πάλι την κάλεσαν να μείνει. Και η κόρη είδε τότε το αγκάθι στην οπλή του ταύρου και αφού η ίδια το έβγαλε κι έπλυνε την πληγή έμεινε κοντά του, στην αυλή μπροστά στα σκαλιά του κτηρίου.
Τότε, προς έκπληξη όλων, ο ταύρος μεταμορφώθηκε σε νέο ντυμένο πριγκιπικά. Κι εκείνος αφού υποκλίθηκε στην κόρη σύντροφό του και την ευχαρίστησε, εξήγησε πως ήταν γιος και διάδοχος του Βασιλιά. Μια μάγισσα τον είχε αγαπήσει παράφορα κι επειδή δεν μπορούσε να τον παντρευτεί, αφού ήταν γραφτό να παντρευτεί άλλη, τον μεταμόρφωσε σε άγριο μαύρο ταύρο μα θα τον ημέρευε η αποδοχή μιας όμορφης κόρης κι αν αυτή τον φρόντιζε με τη θέλησή της, η κατάρα θα έσπαγε.
Όπως κι έγινε. Ο ξάδελφός του Δούκας και η γυναίκα του χάρηκαν και πρότειναν να τους πάνε στην πρωτεύουσα στο παλάτι. Μα ο Πρίγκιπας είπε πως ο κίνδυνος δεν είχε περάσει.
“Η μαγγανεία έσπασε, μα μόνο για τη νύχτα. Αύριο την αυγή θα είμαι πάλι ταύρος και αυτό θα συνεχιστεί ωσότου κατανικήσω την Παλαιά Δύναμη και λυτρωθώ και στο φως της μέρας”.
Η συνέχεια στο επόμενο.