(American Indian Mythology: Marriot & Rachlin).
Είναι η αφήγηση της δημιουργίας στην παράδοση των Chayanne (προφέρεται Shy–an Σαϊάν) που είναι χωρισμένοι σε δυο μεγάλες φυλές: του Βορρά στη Πολιτεία Μοντάνα και του Νότου στην Οκλαχόμα μαζί με τους Arapaho.
Στην αρχή ήταν μόνο ο Maheo, το Μεγάλο Πνεύμα διάχυτο στην απεραντοσύνη του σύμπαντος χώρου. Τίποτε άλλο. Όπου κι αν κοιτούσε, έβλεπε μόνο τον εαυτό του – τίποτε άλλο. Όσο και αν αφουγκραζόταν, άκουε μόνο τον εαυτό του – τίποτε άλλο. Η οντότητά του ήταν το Σύμπαν.
Ήταν ολομόναχος δίχως κάτι άλλο μα δεν ένιωθε μοναξιά διότι είχε απεριόριστη Δύναμη. Έχοντας αίσθηση της απεραντοσύνης του και της μεγάλης Δύναμής του, του ήρθε φυσικά να εκδηλώσει έναν κόσμο με πλάσματα.
Μέσω της Δύναμης του δημιουργήθηκε μια μεγάλη λίμνη νερού μα αλμυρή. Από αυτήν την πηγή θα μπορούσε να εκδηλωθεί κάθε μορφή ζωής. Η ίδια η λίμνη ήταν ζωή.
Μέσω της Δύναμής του από το νερό της ζωής εκπορεύθηκαν πρώτα τα υδρόβια όντα – ψάρια του βυθού, καραβίδες και τα μαλάκια στον πάτο.
Μετά, εγέρθηκαν τα πλάσματα των κυμάτων στην επιφάνεια – οι πάπιες και νήσσες, οι κόλυμβοι και άλλα θαλασσοπούλια βουτήχτρες.
Ένιωθε όλα τα όντα μα ήθελε να τα βλέπει κι έτσι το φως παρουσιάστηκε στην Ανατολή γλαυκώδες και μετά χρυσαφένιο και γέμισε τον ουρανό και όλον τον ορίζοντα – οι αχτίδες του φθάνοντας στα έσχατα του βυθού.
Και ο Μαχέο έβλεπε παντού την τελειότητα της ομορφιάς.
Η χιονόπαπια στράφηκε προς Εκείνον. «Δεν Σε βλέπω,» είπε, «μα ξέρω πως υπάρχεις. Δεν ξέρω πού υπάρχεις, μα πρέπει να είσαι παντού. Άκουσε με, Σε παρακαλώ! Όμορφα είναι τα νερά της ζωής, γεμάτα καλοσύνη. Μα εμείς τα πτηνά δεν είμαστε σαν τα ψάρια που μπορούν να κολυμπούν όλη την ώρα. Θα θέλαμε να βγούμε και από το νερό χρησιμοποιώντας τα φτερά μας.»
«Ναι, τότε, να πετάτε!» είπε ο Μαχέο. Και όλα τα πτηνά κουνώντας πόδια και φτερά έπλευσαν τόσο γρήγορα που σηκώθηκαν στον αέρα και πετούσαν τώρα!
Η σκιά τους έπεσε στον ορίζοντα φέρνοντας σκοτεινιά μα ο Μαχέο έβλεπε την ομορφιά των πουλιών που έλαμπαν στον αέρα κάνοντας κύκλους στον ουρανό και της αντίθεσης του φωτός και του σκοταδιού των ίσκιων.
Ο κόλυμβος που γυάλιζε με τα μαυρόασπρα φτερά του έπεσε πρώτος πίσω στο νερό λέγοντας. «Ω Μαχέο, ξέρω πως μας ακούς αφού είσαι παντού! Σ’ ευχαριστούμε που μας έδωσες το νερό να πλέουμε και τον αέρα και τον αιθέρα να πετάμε. Μα κουραζόμαστε. Θα θέλαμε κι ένα μέρος στεγνό και σταθερό να κάνουμε φωλιά και να αναπαυόμαστε!»
Ο Δημιουργός απάντησε: «Ναι, βέβαια! Μα για τέτοιο μέρος πρέπει να βοηθήσετε κι εσείς. Εγώ δημιούργησα τέσσερα μεγάλα στοιχεία – νερό, φως, τον αέρα του ουρανού κι εσάς, τα πλάσματα. Τώρα όμως θέλω τη βοήθειά σας για το καινούριο στοιχείο να το ολοκληρώσει η Δύναμή Μου».
«Ευχαρίστως, μα πώς να Σε βοηθήσουμε;» φώναξαν όλα τα υδρόβια πλάσματα μαζί!
«Α! Ας έρθει το ισχυρότερο και γοργότερο από σας για να βρει το στεγνό σταθερό στοιχείο που είναι η γη.»
Τότε παρουσιάστηκε πρόθυμα η χιονόπαπια: «Είμαι έτοιμη να προσπαθήσω.»
Αμέσως πέταξε ψηλά κατακόρυφα όσο μπορούσε κι ύστερα βούτηξε ταχύτερα και από ένα ορμητικό βέλος τρυπώντας το νερό με το μακρύ της ράμφος.
Όλα τα άλλα περίμεναν ώρα πολλή ώσπου να ξαναβγεί ασθμαίνοντας από τον σκοτεινό βυθό.
«Τι έφερες; Βρήκες γη;» τη ρώτησαν.
«Όχι!» τους είπε. «Δεν έφερα τίποτα!»
Ακολούθησε ο κόλυμβος και μετά η νήσσα. Από πολύ ψηλά βούτηξαν και αυτά τα πουλιά βαθιά μες στον νερό μα δεν έφεραν τίποτα.
Παρουσιάστηκε μετά η μικρή νερόκοτα που έπλεε αργά κι ανέμελα βουτώντας το κεφάλι της μες στο νερό να πιάσει ένα ψαράκι…
Η συνέχεια στο επόμενο.