(διασκευή από τον Σααδή, Γκιουλιστάν 3.16: Περσία)
Μερικοί λένε πως ήταν ο ίδιος ο Προφήτης. Άλλοι πως επρόκειτο για έναν δερβίση που είχε φτάσει την αγιότητα. Άλλοι πάλι μιλούσαν για χριστιανό ασκητή, ενώ άλλοι βεβαίωναν πως ήταν ο ίδιος ο Μωυσής.
Όποιος και να ’ταν ήταν ένας άγιος του Θεού και περιδιάβαινε τα μέρη της δυτικής ακτής που συνόρευαν με τη Χώρα της Χαμένης Ευτυχίας. Εκεί ήταν έρημος αλλά που και που συναντούσες μια όαση με λίγο νερό, λίγο πράσινο και λίγο ίσκιο να ξαποστάσεις. Στις περιοδείες του ο άγιος βοηθούσε τους ανθρώπους που του το ζητούσαν με συμβουλές και προσευχές, κάποτε και με φαρμακευτικά βότανα.
Σε μια κοινότητα άκουσε πως υπήρχε ένας φτωχός που δεν είχε ούτε ρούχα να φορέσει. Ο φουκαράς, του είπαν, ντρεπόταν τόσο πολύ που συχνά θαβόταν στην άμμο στον ίσκιο κάποιας φοινικιάς και δεχόταν ό,τι ξεροκόμματα του πρόσφεραν οι περαστικοί. Περνώντας από εκεί ο άγιος σταμάτησε και τον ρώτησε αν μπορούσε να τον βοηθήσει.
“Σεβαστέ μου άγιε”, του είπε ο φτωχός, “δεήσου στον καλό Θεό να μου δώσει τα μέσα να ζω κι εγώ πιο υποφερτά σαν άνθρωπος. Βλέπει το χάλι μου. Εσένα ο Θεός θα σε ακούσει.”
Στη μεγάλη του συμπόνια, ο άγιος έκανε τη χάρη που του ζήτησε ο φτωχός. Την ίδια ώρα γονάτισε και προσευχήθηκε με όλη την αγνότητα της καρδιάς του και προχώρησε στην περιοδεία του. Αργότερα, σε κάποια πόλη άκουσε πως ο φτωχός εκείνος είχε πλουτίσει και μάλιστα σύντομα.
Μετά από αρκετό καιρό ξαναπέρασε από το ίδιο μέρος. Καθώς σκεφτόταν να ρωτήσει για τον φτωχό που είχε γίνει πλούσιος, είδε ένα μεγάλο μπουλούκι να μαζεύεται στην κεντρική πλατεία όπου επρόκειτο να κρεμάσουν έναν φονιά. Ρώτησε ποιος ήταν κι έμαθε πως επρόκειτο για τον ίδιο εκείνο φτωχό. Από τότε που πλούτισε έκανε γλέντια και αδικίες διάφορες. Τις προάλλες μάλιστα είχε μεθύσει πολύ, καυγάδισε με έναν από τους συνεργάτες του και τον σκότωσε.
Ο άγιος κατάλαβε τότε πως η άκριτη βοήθεια σε ανάξιους ανθρώπους δεν είναι χρήσιμη. Συχνά ο αδύναμος, παίρνοντας στα χέρια του δύναμη, ξεχνά την πρότερη κατάστασή του, γίνεται σκληρός και βασανίζει τους φτωχούς και αδύναμους. Παραδέχτηκε τη μεγάλη σοφία του Δημιουργού που έπλασε τον κόσμο όπως ήταν πλασμένος και ζήτησε συγχώρεση για το λάθος του. Έλεγε έκτοτε στους φτωχούς που έρχονταν να τον δουν: “Εκείνος που δεν σε κάνει πλούσιο ξέρει καλύτερα από σένα το συμφέρον σου. Αν με τις δικές σου προσπάθειες μπορείς να βελτιώσεις την κατάστασή σου, καλώς. Μα μη ζητάς από άλλους θαύματα!”