Σε κάποιο μοναστήρι της Ευρώπης του Μεσαίωνα.
Ο νεαρός Τζον αφού έκανε το παπαδοπαίδι για μερικά χρόνια στην εκκλησία του χωριού, ρώτησε τον παπά αν θα μπορούσε να πάει να μονάσει σε κάποιο μοναστήρι. Ο παπάς συμφώνησε κι έγραψε μια επιστολή σε ένα γνωστό του ηγούμενο να δεχτεί τον νεαρό θρησκευόμενο.
“Αυτή είναι μια μονή Σιωπής,” είπε ο ηγούμενος στον νεαρό, αφού διάβασε την επιστολή. “Είσαι ευπρόσδεκτος να μείνεις όσο θέλεις, μα δεν θα μιλάς. Θα μιλήσεις μόνο όταν εγώ σου πω!”
Ο νεαρός αδελφός Τζον έμεινε και ακολούθησε τις λατρείες, λειτουργίες κι άλλες πειθαρχίες που ακολουθούσαν οι σιωπηλοί μοναχοί. Έτσι πέρασε ένα έτος και ο ηγούμενος του μίλησε.
“Αδελφέ Τζον είσαι μαζί μας ένα έτος. Μπορείς να μου μιλήσεις – μα μόνο δυο λέξεις”.
Ο νεαρός δόκιμος είπε: “Σκληρό κρεβάτι”.
“Α, λυπάμαι γι’ αυτό. Θα το διορθώσουμε”, είπε ο ηγούμενος και πράγματι έδωσαν στον Τζον ένα μαλακότερο στρώμα.
Την επόμενη χρονιά ο Τζον πάλι παρουσιάστηκε στον ηγούμενο. Αυτή τη φορά είπε: “Κρύο φαγητό!” και ο ηγούμενος υποσχέθηκε πως το φαγητό θα βελτιωνόταν.
Στην τρίτη επέτειο της εισόδου του στο μοναστήρι ο Τζον είπε στον ηγούμενο: “Φεύγω τώρα!”
“Α!” απάντησε εκείνος. “Αυτό είναι το καλύτερο, αδελφέ. Διότι από τότε που ήρθες μόνο γκρινιάζεις!”