(Κινέζικη ιστοριούλα)
Ένας έμπορος πήγαινε στην αγορά της Λινχουάι μεταφέροντας τα μετάξια του όταν ξαφνικά άρχισε μια δυνατή βροχή. Ανάμεσα στα εμπορεύματά του είχε κι ένα μεγάλο χρυσοποίκιλτο μαντήλι που ήταν αδιάβροχο. Έτσι το άνοιξε πάνω από το κεφάλι του για προστασία. Σύντομα ένας άλλος έμπορος σίμωσε και χώθηκε κάτω από το μαντήλι με την άδεια του πρώτου. Έτσι προχώρησαν μαζί κι έφτασαν στην πόλη.
Όταν η βροχή σταμάτησε ο δεύτερος ισχυρίστηκε πως το μαντήλι ήταν δικό του.
Άρχισαν να καυγαδίζουν και τελικά πήγαν στο δικαστήριο.
Ο σοφός δικαστής Χσουέ Χσουάν άκουσε τους ισχυρισμούς και των δύο προσεκτικά.
«Είναι πολύτιμο αυτό το μαντήλι» είπε. «Αλλά γιατί να καυγαδίζετε; Είναι αρκετά μεγάλο. Επομένως ας το κόψουμε στα δύο να πάρετε ένα κομμάτι ο καθένας σας.» Και διέταξε να του φέρουν ένα ψαλίδι.
Ο ένας, ο πραγματικός κάτοχος του μαντηλιού, σηκώθηκε κι άρχισε να παραπονιέται ότι αδικήθηκε, εκφράζοντας αμφιβολίες για τη σοφία του δικαστή. Ο άλλος καθόταν ήσυχος λέγοντας μόνο πως έμεινε ικανοποιημένος από την απόφαση του σοφού δικαστή Χσουέ Χσουάν.
Έτσι όμως από τη στάση τους αυτή ο δικαστής κατάλαβε ότι το μαντήλι ανήκε στον πρώτο και του το έδωσε. Τον δεύτερο τον τιμώρησε όπως άξιζε σε έναν κλέφτη.
Σημείωση: Ασφαλώς προσέχουμε την ομοιότητα με την ιστορία (στην Παλαιά Διαθήκη) του Σολομώντα που χρησιμοποίησε όμοιο τέχνασμα για να βρει ποια ήταν η αληθινή μητέρα από τις δύο που διεκδικούσαν ένα μωρό. Στην πραγματικότητα υπάρχει μια ιστορία σε μια Συλλογή του 2ου αιώνα κε. με ακριβώς ίδιο θέμα. (Επίσης στη Συλλογή Βουδιστικών ιστοριών γνωστή ως JĀTAKA.)