(Αραβική)
Σε μια πόλη στα δυτικά σύνορα της Μεγάλης Ερήμου ζούσαν δύο οικογένειες σε σπίτια κολλητά που τα χώριζε ένας μεσότοιχος. Σε κάθε οικογένεια μεγάλωνε κι ένας γιος. Καλόβολος κι αγαπητός σε όλους ο ένας ονομάστηκε Αγαθός. Ο άλλος, παρότι έξυπνος και γρήγορος, ζήλευε τον πρώτο και όταν μεγάλωσαν γύρευε με κάθε τρόπο να του κάνει κακό: ήταν ο Φθονερός. Παραδόξως, όσα κακά και αν επιχειρούσε ο Φθονερός, ο Αγαθός έβγαινε πάντα κερδισμένος κι ευτυχισμένος. Βλέποντας μάλιστα πως ο Φθονερός δεν μπορούσε να ησυχάσει από τη φοβερή του ζήλεια, ο Αγαθός μια μέρα αποφάσισε να μετοικήσει σε άλλη πόλη.
Ταξίδεψε πολλά χρόνια σε πολλά μέρη επιδιώκοντας πάντα τη συντροφιά καλών και σοφών ανθρώπων, δερβίσηδων, φακίρηδων και μάγων. Τελικά καταστάλαξε κι ο ίδιος σε μια πόλη όπου έφτιαξε ένα ερημητήριο. Εκεί αφιερώθηκε σε προσευχές και διαλογισμούς, συμβουλεύοντας για διάφορες δυσκολίες και προβλήματα όσους του το ζητούσαν. Παρότι νέος, σύντομα απέκτησε φήμη γνωστικού και δίκαιου ανθρώπου έτσι που ακόμα και ξένοι έρχονταν να τον συμβουλευτούν.
Η φήμη του έφτασε και στη γενέτειρά του κι ο Φθονερός, ο παλιός γείτονάς του, κόντεψε να σκάσει από το κακό του. Σηκώθηκε λοιπόν και πήγε στο ερημητήριο του Αγαθού. Αυτός τον δέχτηκε με καλοσύνη και τον περιποιήθηκε με φροντίδα, ακούγοντας νέα από συγγενείς και παλιούς γνωστούς. Το βράδυ έφυγε κι ο Φθονερός με άλλους επισκέπτες, αλλά σύντομα γύρισε πάλι, χωρίς να τον δει κανείς, για να πει στον Αγαθό ένα μυστικό τάχατες. Ξάφνου, καθώς μιλούσαν, ο Φθονερός τον χτυπά με μια μαγκούρα αφήνοντάς τον ξερό! Μετά τον έσυρε στο πηγάδι στην αυλή, τον πέταξε μέσα κι έφυγε.
Ο Αγαθός όμως δεν είχε πεθάνει. Το πηγάδι ήταν στοιχειωμένο από καλόβουλα Ντζιν που τα είχε προσελκύσει η καλοσύνη και σοφία του. Αυτά τον προφύλαξαν στην πτώση του, ξαπλώνοντάς τον σε μια πέτρα έξω από το νερό. Ο Αγαθός ένιωθε σαν σε όνειρο τα ξωτικά να κινούνται γύρω του, φροντίζοντάς τον και συνομιλώντας. Ένα από αυτά έλεγε ότι την επόμενη μέρα ο Χαλίφης επρόκειτο να επισκεφτεί τον Αγαθό να ρωτήσει για την κόρη του που ήταν δαιμονισμένη και κανένας δεν μπορούσε να τη θεραπεύσει. Γιατρικό όμως υπήρχε. Αν ο Αγαθός έπαιρνε 7 τρίχες από την ουρά του γάτου του και τις έκαιγε κάτω από τα ρουθούνια της κόρης, το δαιμόνιο θα την εγκατέλειπε άρον άρον και δε θα ξαναγύριζε.
Το πρωί, αφού βγήκε από το πηγάδι, ξερίζωσε 7 τρίχες από την ουρά του γάτου του, τις έβαλε σε μια τσέπη του και περίμενε. Πράγματι, αργότερα ήρθε ο Χαλίφης που έμεινε κατάπληκτος μόλις άκουσε τον ασκητή να του λέει το λόγο της επίσκεψής του και να ζητά να του φέρουν την κόρη. Αμέσως έφεραν την κοπέλα σε αξιολύπητη κατάσταση και δεμένη για να μην κάνει κακό στον εαυτό της. Ο Αγαθός την κάθισε πίσω από ένα παραβάν και άναψε τις τρίχες δίνοντάς της να μυρίσει τον καπνό. Το δαιμόνιο την άφησε αμέσως ουρλιάζοντας και η κόρη ξαναβρήκε τα λογικά της.
Ο Χαλίφης καταχαρούμενος πάντρεψε την κόρη του με τον Αγαθό και τον όρισε διάδοχό του. Στη διάρκεια των τελετών ο Αγαθός είδε ανάμεσα στο πλήθος και τον Φθονερό. Τον κάλεσε κοντά του λέγοντας: «Χάρη σ’ εσένα απολαμβάνω όλα αυτά τ’ αγαθά.» Του έδωσε λοιπόν 1000 χρυσά φλουριά δώρο και τον έστειλε πίσω στη γενέτειρά τους με πολλές τιμές.
(1001 Νύχτες)