Κάποτε ήταν ένας ντχόμπι (=πλύστης) σε ένα χωριό στην Ινδία. Φόρτωνε τα άπλυτα στον γάιδαρο του και πήγαινε στο ποτάμι όπου τα έπλενε. Μετά γύριζε και όταν στέγνωναν πήγαινε από σπίτι σε σπίτι και τα επέστρεφε παίρνοντας συγχρόνως ένα καινούριο φορτίο από άπλυτα.
Μια μέρα ένιωθε άρρωστος κι έμεινε στο κρεββάτι. Είπε όμως στον γιο του να πάρει τα άπλυτα με τον γάιδαρο και να κάνει τη δουλειά. Όταν γύριζε ο γιος, θα του έλεγε ποια ρούχα θα πήγαινε σε ποιο σπίτι.
Ο νεαρός βγήκε στην αυλή και φόρτωσε τον μπόγο στον γάιδαρο. Μα μετά, όταν προσπάθησε να τον οδηγήσει, το ζώο αρνιόταν να κουνηθεί. Αυτό του έκανε μεγάλη εντύπωση, ιδίως επειδή το ζώο δεν ήταν δεμένο. Έτσι πήγε και το ανέφερε στον πατέρα του.
«Α γιε μου!», είπε ο πατέρας, « ξέχασα να σου το πω. Ναι, δεν δένω τον γάιδαρο, δεν χρειάζεται. Το βράδυ ακουμπώ τα δυο πόδια του σαν να τα δένω κι αυτός μένει ακίνητος. Το πρωί τα ακουμπώ σαν να τα ξεδένω κι εκείνος μπορεί τώρα να κινηθεί. Κάνε και συ το ίδιο».
Ο γιος πήγε κι έκανε πως ξέδενε τα πόδια του ζώου κι εκείνο μετά πήγε πρόθυμα μαζί του.
«Τέτοια είναι και η κατάσταση των ανθρώπων», συνέχισε ο σοφός αφηγητής. «Νομίζουμε πως είμαστε σκλαβωμένοι στις συνήθειες και τα πάθη μας ωσότου ένας δάσκαλος κάνει πως μας ξεδένει κι εμείς λυτρωνόμαστε από την ψευδαίσθηση της αιχμαλωσίας μας.»