1. Η βλακεία σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη εποχή, περνά για βαθυστόχαστη σοφία και μάλιστα πληρώνεται αδρά για να δημοσιοποιείται στα ΜΜΕ.
Ακούμε στην Τιβί και διαβάζουμε σε δημοφιλείς φυλλάδες πως αν οι νέοι έχουν λόγους να διαμαρτυρηθούν και είναι πολλοί, έτσι που να σχηματίζουν «κίνημα», μπορούν (έχουν δικαίωμα, πρέπει) να κάνουν απεργία ή, πιο δραστικά, κατάληψη του πανεπιστημίου, λυκείου ή σχολείου.
Αυτοί οι άνθρωποι έχουν πάψει προ πολλού να σκέφτονται δημιουργικά, αναλυτικά. Σκέφτονται μηχανικά, ρομποτικά – μόνο με σαράβαλα συνθήματα συναισθηματισμού. Οι λέξεις «διαμαρτυρία, κίνημα, απεργία» είναι σκέτα συνθήματα με ένα φωτοστέφανο αγιότητας για τους αναρχοαριστεροκεντρώους διανοούμενους που νομίζουν πως έχουν τετραγωνίσει τον κύκλο της οικονομικής και κοινωνικής λειτουργίας.
2. Το ότι μία φούχτα ανώριμοι, κακομαθημένοι νέοι διαδηλώνουν και «διαμαρτύρονται» δεν σημαίνει πως έχουν δίκιο και πως εμείς οι υπόλοιποι (και γέροι μα και περισσότεροι νέοι) πρέπει να συμφωνήσουμε και να ενδώσουμε στα (παράλογα) αιτήματά τους και στις αντικοινωνικές συμπεριφορές τους.
Οι βιαστές του Καπιτωλίου ήταν ένα «κίνημα» κι έκαναν μία «κατάληψη». Η αρπαγή της εξουσίας από φασίστες μαύρους ή κόκκινους είναι δράση «διαμαρτυρίας» από «κινήματα».
Όχι άμυαλοι μπούφοι! Πρέπει να εξετάσουμε σε τι ακριβώς συνίσταται το κίνημα διαμαρτυρίας. Μα ακόμα και αν κάποιο αίτημα έχει ορθή βάση και αφετηρία, η απεργία, η διαδήλωση, η κατάληψη, δεν είναι το ορθό και προσφορότερο μέσο για την εκδήλωσή της. Διότι τέτοιες πρακτικές βλάπτουν τους άλλους που δεν φταίνε, μα βλάπτουν και τους ίδιους τους δράστες μακρόχρονα.
Οι φοιτητές και μαθητές δεν κέρδισαν τίποτα με απεργίες, διαδηλώσεις και καταλήψεις. Απεναντίας έχασαν. Επιπλέον έγιναν εκουσίως ή ακουσίως όργανα ορέξεων κακοποιών – π.χ. διακινητών ναρκωτικών.
Υπάρχουν πολλές άλλες μορφές να εκφραστούν αιτήματα – ακόμα και παράλογα αιτήματα.
3. Αυτή τη βλακεία ενσαρκώνουν περίλαμπρα όχι μόνο οι «δημοσιογράφοι» μα και οι μπαχαλάκηδες, οι φανατικοί μεγάλης μερίδας του λαού σε κάθε πολιτική παράταξη και φυσικά, οι πολιτικάντηδες που τους εκπροσωπούν.
Περίλαμπρο παράδειγμα είναι οι αγνοί του τσιπρισμού. Πρώτος και αδιαμφισβήτητος ο ίδιος ο Αλέξης Τσίπρας που έχει αρχίσει, παρά τη νεότητά του, να γερνά άσκημα. Μετά είναι οι πρωτοκλασάτοι που με την πανδημία έχουν μουγγαθεί.
Μα συχνά πυκνά μαθαίνουμε για την επείγουσα ανάγκη «κοινής δράσης ενάντια στη νεοφιλελεύθερη ατζέντα της κυβέρνησης Μητσοτάκη». Ούτε οι ίδιοι που ζητούν αυτή την κοινή δράση (Δανέλλης, Λιάκος, Μπίστης, Παναγιώτου), ούτε ο Μητσοτάκης και οι συνεργάτες του ξέρουν, τι είναι «νεοφιλελευθερισμός». Είναι μία ακόμα λέξη – σύνθημα για ρομποτική ασκεψία.
Είναι αμφίβολο αν θα μπορέσουν όλοι αυτοί να ξεπεράσουν αυτές τις ρομποτικές μπαρούφες που περνούν για «σκέψη».