1. Ας πάρουμε το παράδειγμα της Γερμανίας. Σε μια ομιλία της στη Στουτγάρδη η Καγκελάριος κα Μέρκελ τόνισε την αρετή Verentwortung ‘υπευθυνότητα’ και προειδοποίησε ότι «Δεν μπορείς μακροπρόθεσμα να ζεις πέρα από το εισόδημά σου» (New York Times 4/5/10 ‘The Greek Crisis: a Window on German Psyche’).
Όλοι εκθείαζαν το Wirtschaftswunder ‘το οικονομικό θαύμα’ της σχετικά γρήγορης οικονομικής ανάκαμψης στη μεταπολεμική (Δυτική) Γερμανία. Αυτό οφειλόταν αρχικά στην γενναιόδωρη βοήθεια του Σχεδίου Marshall, μετά στην πολιτική ενός σταθερού νομίσματος δίχως πληθωριστικές εξάρσεις, στη σύνεση των Καγκελαρίων Αdenauer, Brandt, Schmidt και Kohl και στην Κεντρική Τράπεζα.
Οι Σύμμαχοι ίδρυσαν την Bank Deutscher Länder το 1948 η οποία έκοψε το νέο Deutschermark και το 1957 έγινε η Bundesbank. Μέχρι το 1971 που καταργήθηκε το σύστημα νομισματικών ισοτιμιών Bretton Woods, η Βρετανία υποτίμησε τη στερλίνα, η Γαλλία το φράγκο και η Ιταλία τη δική της λίρα. Όμως η Bundesbank, πάντα ανεξάρτητη από την κυβέρνηση, όχι μόνο κράτησε σταθερό το μάρκο της, αλλά, καθώς η γερμανική οικονομία αναπτυσσόταν και αποκτούσε μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα, το υπερτίμησε κόντρα στο δολάριο. Στη δεκαετία 1970 και αρχές της δεκαετίας 1980 οπότε η Βρετανία και άλλες Χώρες της Ευρώπης είχαν πληθωρισμό έως και 20% ετησίως, η Bundesbank κράτησε σταθερή την παροχή νομίσματος και ο γερμανικός πληθωρισμός στα χρόνια 1971-1979 ήταν 4,9% και το 1980-1991 μειώθηκε στο 2,1%.
Στην περίοδο 1960-1998 το δολάριο ΗΠΑ διατήρησε κάτι λιγότερο από 20% της αξίας του (ομοίως το Καναδέζικο δολάριο και το ιαπωνικό γεν), το φράγκο Γαλλίας 13%, η Βρετανική στερλίνα 8.5% και η λίρα Ιταλίας μόλις 6%, αλλά το μάρκο κράτησε 30% της αξίας του. (Opting out of the Great Inflation … European Central Βank 2009, διαθέσιμο στο www.ecb.int). Επίσης A. Walters ‘The Most Powerful Bank: Inside Germany’s Bundesbank στο The National Interest, Άνοιξη τεύχος 1994).
Το απλό γεγονός είναι πως ενώ το συνολικό χρέος στα χρόνια 2000-2008 αυξήθηκε στις ΗΠΑ κατά 70%, στην Ισπανία 150% και στη Βρετανία 157%, στη Γερμανία μόλις 7%! Μετά την Κίνα με τους χαμηλά αμοιβόμενες εργάτες και τα φθηνά καταναλωτικά αγαθά της, η μεγαλύτερη εξαγωγέας είναι η Γερμανία η οποία παράγει τα ακριβά αλλά αξιόπιστα κεφαλαιακά αγαθά στις ανερχόμενες οικονομίες των BRIC χωρών (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα – και τελευταία Νότια Αφρική). (Mckinsey Debt and Developing … νωρίτερα στην §2, τέλος.)
Στον προϋπολογισμό της ΕΕ η Γερμανία συνεισφέρει το μεγαλύτερο ποσοστό 21%, ενώ η δεύτερη χώρα, Γαλλία, 16%. Όσο για τα κονδύλια που εισέπραττε, αυτά ήταν όμοια με εκείνα της Ιταλίας, δηλαδή 11,4% της συνολικής δαπάνης για την Ευρωζώνη, ποσοστό πολύ μικρότερο της Γαλλίας και άλλων επιδοτούμενων χωρών. Mε άλλα απλούστερα λόγια, η Γερμανία πληρώνει τους χοντρούς λογαριασμούς.
2. Ας στραφούμε τώρα και στο ελληνικό «οικονομικό θαύμα».
Όπως η Γερμανία και η μη-κομμουνιστική Ευρώπη, έτσι και η Ελλάδα πήρε μεγάλη βοήθεια από το Σχέδιο Marshall – και στρατιωτική βοήθεια ενάντια στους συμμορίτες του Ζαχαριάδη στον αιματηρό Εμφύλιο. Ελάχιστα χρήματα δαπανήθηκαν για υποδομές (δρόμους, λιμάνια, υπηρεσίες κλπ) και ανάπτυξη της βιομηχανίας• το μεγαλύτερο μέρος πήγε σε διεφθαρμένους πολιτικούς κι επιχειρηματίες που αγόραζαν κότερα κι έχτιζαν βίλες.
Ακολούθησε η φαυλότητα της «δεκαετίας των εργολάβων» που έκαναν την Αθήνα τσιμεντούπολη με τις ευλογίες του Παλατιού και των διεφθαρμένων πολιτικών πάλι.
Την ίδια εποχή περίπου ο Κ. Καραμανλής προώθησε το λεγόμενο «Ευρωπαϊκό Πεπρωμένο» της χώρας. Αυτό και το κοπάδι των αρπακτικών που, δυστυχώς, τον περιστοίχιζαν, νόμιζαν πως αρκούσε να υπογράψουμε μια συνθήκη (όπερ κι έγινε το 1962) και να εισπράξουμε επιδοτήσεις (που έφθασαν τα $300 εκμ) από την ΕΕ (1962-1972) και θα γινόμασταν Ευρωπαίοι. Το ότι χρειαζόντουσαν δεκαετίες εκπαίδευσης και να παρατήσουμε τη διαφθορά, το παρακράτος, τα νταηλίκια, τους αμανέδες και τις κούφιες κοσμικότητες του νεοπλουτισμού, δεν έμοιαζε τότε να ενδιαφέρει.
Στη δεκαετία 1960 άλλαζαν ριζικά οι χώρες της μη-κομμουνιστικής Ευρώπης, αναπτύσσοντας τις χρηματοπιστωτικές λειτουργίες, τις εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες και τη γενικότερη παραγωγικότητα. Όμως στην Ελλάδα αναπτυσσόταν ένα παρακράτος, συνεχίζονταν οι πολιτικές φαγωμάρες με τα απόνερα του Εμφυλίου, οι φιλόδοξοι κομματάρχες (Καραμανλής, Παπανδρέου Γ. κλπ) τσακώνονταν μεταξύ τους και μετά, με το πεισματικά παρεμβατικό Παλάτι. Το 1967 ήρθαν οι Κολονέλοι κι έβαλαν το ρολόι της προόδου όχι μια ώρα αλλά δύο δεκαετίες πίσω με νόμους απίστευτους: το μακρύ μαλλί στους άνδρες απαγορεύθηκε• τα τραγούδια του Θεοδωράκη, Λοΐζου κλπ αντικαταστάθηκαν από στρατιωτικά εμβατήρια και παιάνες• ο τύπος λογοκρινόταν όπως και τα βιβλία και οι ταινίες.
Ήδη από το τέλος της δεκαετίας 1960 και οπωσδήποτε στις αρχές της δεκαετίας 1970, ο τουρισμός αναπτυσσόταν ραγδαία καθώς οι νέοπλουτοι Ευρωπαίοι (Σκανδιναβοί, Γερμανοί, Βρετανοί κλπ) έσπευδαν σε σμήνη και κοπάδια να περάσουν τις διακοπές τους στην Ισπανία και στη sunny Greece ‘ηλιόλουστη Ελλάδα’. Έτσι χτίζονταν πολλές ξενοδοχειακές μονάδες. Η ναυτιλία επίσης πήγαινε καλά. Αλλά ακόμα κι αυτή την οικονομική πρόοδο οι Κολονέλοι κατάφεραν να την εκτροχιάσουν: το 1973 ο πληθωρισμός έτρεχε στο 30% (ενώ σε δυο-τρεις μόνο χώρες της Ευρώπης μόλις και ακουμπούσε το 20%) και η οικονομία είχε ερειπωθεί.
Το 1974 επανήλθε ο Κ. Καραμανλής ο οποίος έλεγε πως είχε μελετήσει βαθύτερα τους «κλασικούς». Ο μουσικοσυνθέτης Θεοδωράκης διέδιδε το ανόητο σύνθημα «Καραμανλής ή τανκς»! Δεν υπήρχε καμιά περίπτωση μετά την πτώση της χούντας να επανέλθει στρατιωτικό καθεστώς και το τι αποκόμισε ο Καραμανλής από τους κλασικούς είναι πολύ παράξενο. Οπωσδήποτε το πολίτευμα έγινε δημοκρατικό και προωθήθηκε η είσοδός μας στην ΕΕ. Αλλά ταυτόχρονα, επανήλθε το προχουντικό πελατειακό (παρα-)κράτος με τους διεφθαρμένους πολιτικούς και η δήθεν συντηρητική (νέο-)φιλελεύθερη κυβέρνηση του Καραμανλή προχώρησε σε μαζικές κρατικοποιήσεις (“Μείωση Κράτους: Τελευταίο“, §4). Κανείς κλασικός δεν πρότεινε κρατικοποιήσεις• ακόμα και ο ίδιος ο Μαρξ πρέσβευε την τελική διάλυση του κράτους.
Μετά, το 1981 ήρθε μια ακόμα πιο καταστροφική κυβέρνηση με τον Ανδρέα και το εγκληματικό ΠΑΣΟΚ. Αμέσως ο «αείμνηστος» (!) ανέβασε τις απολαβές και τις συντάξεις άσχετα με την παραγωγικότητα. Οι συντεχνίες ενδυναμώθηκαν με πασόκους. Οι κρατικοελεγχόμενες τράπεζες στήριζαν οργανισμούς, ιδρύματα κι επιχειρήσεις που δεν είχαν κέρδη ούτε παρήγαγαν τίποτα. Το 1980 το κράτος ήλεγχε το 30% του ΑΕΠ αλλά το 1990 έφθασε στο 45% – η μεγαλύτερη διεύρυνση κράτους που σημειώθηκε ποτέ στην ΕΕ. Μετά το 1985 ο πληθωρισμός έτρεχε στο 25% και υπήρχε απτός κίνδυνος χρεοκοπίας. Η κυβέρνηση τότε αναγκάστηκε να πάρει μερικά αυστηρά μέτρα. Οι φόροι αυξήθηκαν και μπήκαν έλεγχοι στις αυξήσεις τιμών και μισθών. Οι εισαγωγείς αναγκάζονταν να καταθέσουν 40-80% της αξίας των εισαγωγών τους στην Τράπεζα της Ελλάδας – κι αυτό φυσικά αποθάρρυνε κάθε εισαγωγή. Η δραχμή υποτιμήθηκε κατά 15%.
Η ΕΕ έστειλε ένα δάνειο για να διασώσει την καταρρέουσα οικονομία, αλλά δεν έγινε καμιά μεταρρύθμιση στην παλαβή σοσιαλιστική διακυβέρνηση με το υπερτροφικό Δημόσιο, τη διαφθορά και τα συνδικάτα. Το 1994 το δημόσιο χρέος έφθασε στο 110% του ΑΕΠ (αυτό μειώθηκε αργότερα για λίγο) και ο πληθωρισμός βρισκόταν στο 10,8%. Εκείνα τα χρόνια οι κερδοσκοπικές αγορές έκαναν επίθεση στη δραχμή και η ΤτΕ ξόδεψε πολλά δισεκατομμύρια ξένου συναλλάγματος για να στηρίξει το ετοιμόρροπο νόμισμα. Το 1997 ξόδεψε 2,5 δις και σε κάποιο στάδιο ανέβασε το επιτόκιο από 10 σε 15% για να σταματήσει την ελεύθερη πτώση της δραχμής.
Το 1990 οι φόροι αποτελούσαν 34,5% του ΑΕΠ, ένα σχετικά χαμηλό ικανοποιητικό ποσοστό. Το 1995 ανέβηκαν στο 40% και το 2004 στο 44%. Αλλά οι δημόσιες δαπάνες ήταν 50% του ΑΕΠ: δηλαδή το κράτος ζούσε πέρα από το εισόδημά του και όντως δανειζόταν, παρά τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, που είχαν φθάσει τα €360 δισ.
Το 2004 το δημόσιο χρέος της Ελλάδας ήταν στο 102% του ΑΕΠ.
Ποιος ξένος δάχτυλος άραγε υποκινούσε τον μέγα λαϊκό ηγέτη Ανδρέα και τους διαδόχους του να ξοδεύουν περισσότερα από όσα εισέπρατταν;
Κανένας, φυσικά. Μόνο η άγνοια, η αλαζονεία και η απληστία, των ίδιων και των πελατών τους.