Σε μια πρόσφατη συζήτηση με φίλους θυμήθηκα ένα περιστατικό που μου είχε συμβεί πριν μερικά χρόνια, σχετικά με μια καθυστερημένη επιστροφή φόρου εισοδήματος.
Ήμουν χρήστης των ηλεκτρονικών υπηρεσιών του TAXIS, από την πρώτη χρονιά που ενεργοποιήθηκε για τις δηλώσεις εισοδήματος και σαν μισθωτός του ιδιωτικού τομέα, σχεδόν κάθε χρονιά είχα επιστροφή φόρου. Ακούγεται κάπως παράδοξο στις μέρες μας, αλλά στην “προ κρίσης” εποχή υπήρχαν φοροαπαλλαγές και επιστροφές φόρου. Φρόντιζα μάλιστα να καταθέτω ηλεκτρονικά τη δήλωσή μου μόλις άνοιγε το σύστημα (συνήθως αρχές Μαΐου), ώστε να επωφελούμαι από τη γρήγορη διεκπεραίωση και να πιστώνεται η επιστροφή φόρου που μου αναλογούσε μέσα στον Ιούνιο.
Έτσι έγινε κι εκείνη τη χρονιά, κατέθεσα ηλεκτρονικά τη δήλωσή μου νωρίς-νωρίς και μάλιστα η επιστροφή που αναλογούσε ήταν το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό των 1.500 ευρώ περίπου. Αφού είχε μπει ο Ιούλιος και το ποσό δεν είχε πιστωθεί στο λογαριασμό μου, αλλά ούτε είχα και κάποια ειδοποίηση για έλεγχο δικαιολογητικών (όπως είχε συμβεί σε κάποιες περιπτώσεις στο παρελθόν), επικοινώνησα με τη Γ.Γ.Π.Σ. και μου είπαν πως αρμόδια για να μου απαντήσει ήταν η ΔΟΥ στην οποία ανήκα.
Δοκίμασα πολλές φορές να επικοινωνήσω τηλεφωνικά (όποιος έχει δοκιμάσει να τηλεφωνήσει σε Δημόσια Υπηρεσία γνωρίζει την …αποστροφή των δημοσίων υπαλλήλων προς τα τηλέφωνα), ώσπου κάποια ευλογημένη ημέρα κάποια υπάλληλος απάντησε και με ενημέρωσε πως δεν έχουν λάβει ακόμη τις δηλώσεις στη ΔΟΥ. Ήταν ήδη μέσα Ιουλίου και ήταν κάπως παράξενο το γεγονός ότι χρειάζονταν 2 μήνες για να μεταφερθούν ηλεκτρονικά οι δηλώσεις από μια υπηρεσία σε άλλη (!). Οι τηλεφωνικές προσπάθειες συνεχίστηκαν μέχρι τα τέλη Σεπτεμβρίου (στο μεταξύ με ενημέρωσαν πως τις είχαν λάβει αλλά δεν είχαν προλάβει να τις επεξεργασθούν), όταν η αρμόδια υπάλληλος με ενημέρωσε πως δεν είχε πιστωθεί το ποσό της επιστροφής φόρου, γιατί είχα μια οφειλή που δεν μπορούσε να συμψηφισθεί αυτόματα κι έπρεπε να πάω ο ίδιος στην εφορία.
Αρχές Οκτωβρίου λοιπόν πήρα μια ολιγόωρη άδεια από τη δουλειά μου και πήγα στη ΔΟΥ, μη μπορώντας να φανταστώ γιατί είχα οποιουδήποτε είδους οφειλή, μιας και όλα τα προηγούμενα χρόνια οι δηλώσεις μου ήταν πιστωτικές. Μετά τη σχετική αναμονή, η αρμόδια υπάλληλος με ενημέρωσε πως η οφειλή μου ανερχόταν στο ποσό των δύο λεπτών του ευρώ (0,02€). Όταν ρώτησα την υπάλληλο από που προερχόταν αυτή η οφειλή έμοιαζε κι η ίδια να μην μπορεί εύκολα να καταλάβει. Ψάχνοντας στον υπολογιστή της, μετά από αρκετά λεπτά μου είπε με απίστευτη φυσικότητα πως, δεν είχα πράγματι καμία οφειλή, αλλά το ηλεκτρονικό σύστημα κάνει κάποιες φορές κάποιες “στρογγυλοποιήσεις” και γι αυτό προέκυψε το χρεωστικό υπόλοιπο του ενός λεπτού του ευρώ (0,01€).
Μετά την αρχική έκπληξή μου για το είδος της οφειλής, για τη “στρογγυλοποίηση” του συστήματος που αντί να μηδενίζει τέτοια μικρά υπόλοιπα, αντιθέτως τα δημιουργεί, αλλά κυρίως για το πόσο φυσιολογικό φαινόταν στην υπάλληλο όλο αυτό, τη ρώτησα γιατί δεν διαγράφει αυτό το ένα λεπτό μιας και ήταν φανερό ότι η αιτία δημιουργίας του ήταν το σύστημα που χρησιμοποιούσαν. Με διαβεβαίωσε με την ίδια φυσικότητα πως ήταν αδύνατον να το κάνει γιατί …δεν της το επέτρεπε το σύστημα.
Στην επόμενη ερώτησή μου γιατί στην αρχή μου μίλησε για οφειλή δύο λεπτών, ενώ τώρα μου είπε πως το σύστημα προσέθεσε ένα λεπτό, με περίμενε η επόμενη έκπληξη:
– Δεν καταβάλατε εγκαίρως την οφειλή του ενός λεπτού κι έτσι υπολογίσθηκαν προσαυξήσεις υπερημερίας, γι αυτό το ένα λεπτό έγινε δύο, απάντησε ακόμα πιο φυσικά!!!
Επειδή ήταν ολοφάνερο πως δεν υπήρχαν ελπίδες να κατανοήσω αυτό το θέατρο του παραλόγου, αρκέσθηκα να υπογράψω μια αποδοχή του συμψηφισμού της “οφειλής” μου με την επιστροφή φόρου και πήγα στο ταμείο να εισπράξω το ποσό της διαφοράς που είχε προκύψει.
Εννοείται φυσικά πως δεν υπήρχε κανένα θέμα για την υπηρεσία …εκπρόθεσμης καταβολής της επιστροφής φόρου (γι αυτούς τους τρεις μήνες της καθυστέρησης χωρίς καμία δική μου υπαιτιότητα), ούτε κάποια σχετική …προσαύξηση.