1. Εδώ και πολλές δεκαετίες γίνεται λόγος για την “αγορά εργασίας”. Η φράση έχει περάσει στην καθομιλουμένη, τουλάχιστον της δημοσιογραφίας, κι έχει γίνει κοινός όρος σε συζητήσεις που άπτονται της οικονομίας.
Πώς έχει προκύψει αυτή η “αγορά”;
Στην αρχαιότητα, η αγορά ήταν ο τόπος όπου κάποιοι “αγόρευαν”, δηλαδή μιλούσαν σε κάποιο ακροατήριο για διάφορα θέματα – θρησκευτικά, κοινωνικά, οικονομικά, κλπ. Σήμερα ‘αγορά’ σημαίνει “τόπος όπου γίνονται αγοραπωλησίες”. Μπορεί να είναι ένα συγκεκριμένο μέρος όπου πωλούνται και αγοράζονται λαχανικά, μπαχαρικά, κρέατα, ψάρια, ρούχα, έπιπλα και παρόμοια αγαθά. Ή μπορεί να πρόκειται για ένα ευρύτερο πεδίο όπου γίνονται διεθνικές συναλλαγές, όπως αυτές των εθνικών νομισμάτων, ομολόγων, πετρελαίου, χρυσού, μετάλλων, σιτηρών και παρόμοια.
Στην αρχαιότητα, στην αγορά οι άνθρωποι αντάλλασσαν ιδέες και πληροφορίες, σήμερα ανταλλάσσουν χρήματα και αγαθά.
‘Αγορά εργασίας’ αναφέρεται στο απλό και κοινό φαινόμενο όπου οι άνθρωποι, άντρες και γυναίκες, νέοι και ηλικιωμένοι, προσφέρουν προς πώληση – μίσθωση για την ακρίβεια – την εργασία τους. Πιο απλά, οι άνθρωποι ψάχνουν για δουλειά. Ή, στην άλλη πλευρά της “αγοράς”, εργοδότες ψάχνουν για εργάτες, υπαλλήλους ή βοηθούς, επί αμοιβή.
Στην πραγματικότητα, η αγορά εργασίας σήμερα είναι αντίστοιχο με το σκλαβοπάζαρο της αρχαιότητας.
2. Εδώ ας ανοίξουμε μια παρένθεση.
Σε κάθε αγοραπωλησία, υπάρχουν τέσσερις εκτιμήσεις ή αξίες. Δύο στο νού του αγοραστή και δύο στο νου του πωλητή. Αν αυτές δεν είναι αντιστρόφως ανάλογες, η αγοραπωλησία δεν θα συντελεστεί.
Εμείς συνήθως βλέπουμε μόνο την ανταλλαγή ορισμένου ποσού χρημάτων με κάποιο αντικείμενο: ένα πακέτο ρύζι 500 γραμμαρίων, ας πούμε, για 2 ευρώ.
Μου έκαναν δώρο έναν Οδηγό της Ιταλίας – αξίας €15. Αλλά επειδή έχω ήδη έναν Οδηγό Ιταλίας εξίσου καλό, η αξία του νέου είναι για μένα μηδέν. Τον πάω στο βιβλιοπωλείο από όπου αγοράστηκε για να τον ανταλλάξω. Μου κινεί το ενδιαφέρον ένα βιβλίο για την ευρωπαϊκή κρίση. Η αξία του βιβλίου αυτού είναι για μένα πολύ μεγαλύτερη• έτσι πρόθυμα θα κάνω την ανταλλαγή.
Ο βιβλιοπώλης όμως δεν δέχεται. Για εκείνον επίσης το βιβλίο έχει μεγαλύτερη αξία από τον Οδηγό. Το βιβλίο πουλιέται για €18, μου εξηγεί, ενώ ο Οδηγός για €15. Αν του δώσω τα €3 της διαφοράς θα δεχθεί την ανταλλαγή.
Για όσο οι δύο δικές μου αξίες είναι όμοιες με τις δικές του (βιβλίο μεγαλύτερη, Οδηγός μικρότερη), η ανταλλαγή δεν γίνεται.
Μόλις όμως προσφέρω τα πρόσθετα €3, οι αξίες στο νου του βιβλιοπώλη μεταβάλλονται. Τώρα για κείνον ο Οδηγός συν €3 έχει ελαφρώς μεγαλύτερη αξία διότι έτσι κάνει μια πώληση μεγαλύτερου τζίρου: αντί €15 τώρα εισπράττει €18. (Τα €15 τα είχε εισπράξει νωρίτερα από την πώληση του Οδηγού).
Σε κάθε ανταλλαγή, λοιπόν, υπάρχουν 4 αξίες ή εκτιμήσεις: δύο στο νου του ενός συναλλασσόμενου και δύο στον νου του δεύτερου. Το ίδιο ισχύει για μια αγοραπωλησία. Η εσωτερική αυτή διεργασία δεν φαίνεται.
Πάω να αγοράσω το ρύζι για €2. Η τιμή στο ράφι του καταστήματος ή στον πάγκο του πωλητή στη λαϊκή δεν είναι παρά μια προσφορά ή πρόσκληση. Στο σουπερμάρκετ συνήθως δεν γίνονται παζαρέματα, γίνονται όμως σε λαϊκές. Όπως και αν έχει, στο νου του πωλητή το ρύζι έχει μικρότερη αξία και τα €2 μεγαλύτερη. Στον δικό μου νου το ρύζι έχει μεγαλύτερη αξία και τα €2 μικρότερη. Έτσι εγώ δίνω τα €2 και ο πωλητής το ρύζι. Και οι δύο παίρνουμε αυτό που εκτιμάμε περισσότερο.
Αλλά πόση αξία έχει η εργασία ενός ανθρώπου; Πώς αποτιμάται;
3. Σχεδόν όλος ο κόσμος παίρνει την “αγορά εργασίας” ως δεδομένο φαινόμενο στην κοινωνία, παρότι ο όρος αυτός είναι σχετικά πρόσφατος. Εδώ και δεκαετίες οι νέοι έρχονται σε αυτή την αγορά με κάποια εκπαίδευση, κάποια πρακτική πείρα, ή με πτυχίο Πανεπιστημίου, ακόμα και μεταπτυχιακό τίτλο, ψάχνοντας για εργασία. Σήμερα η πλειονότητά τους αντιμετωπίζει το φάσμα της ανεργίας λόγω της μεγάλης οικονομικής ύφεσης.
Αλλά πώς δημιουργήθηκε αυτή η αγορά; Αυτό το θέμα οι διάφοροι αναλυτές δεν το εξετάζουν καθόλου. Το παίρνουν ως δεδομένο σαν να υπήρχε πάντοτε αγορά εργασίας, από καταβολής κόσμου.
Πάντοτε υπήρχαν εργάτες και υπάλληλοι κάθε είδους. Στην αρχαιότητα και στον Μεσαίωνα υπήρχαν οι κολίγοι και δουλοπάροικοι, μάζες ανθρώπων κατώτερης τάξης που ανήκαν στα φέουδα των αρχόντων: έμεναν δεμένοι στη γη δίχως ελευθερία μετακίνησης.
Δουλοπάροικοι υπήρχαν στη Ρωσία μέχρι την επανάσταση του 1917. Αλλά και αργότερα, μετά την εγκαθίδρυση του κομμουνισμού, εκτός από τους αξιωματούχους του κόμματος, οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να μετακινηθούν ελεύθερα, κυρίως οι εργάτες στις αγροτικές κολλεκτίβες.
Η δουλεία καταργήθηκε οριστικά στη Βρετανική Αυτοκρατορία το 1833 και στις ΗΠΑ το 1866 μετά τον εμφύλιο. Μέχρι τότε υπήρχαν σκλαβοπάζαρα όπου οι άνθρωποι (συνήθως μη-λευκοί) αγοράζονταν για να δουλεύουν σε κτήματα και φυτείες. Όπου και για όσο ίσχυε το καθεστώς της δουλείας, η ζωή των δούλων ανήκε στον ιδιοκτήτη τους.
Ένα επιχείρημα που χρησιμοποιήθηκε κατά της κατάργησης της δουλείας ήταν πως οι ιδιοκτήτες είχαν επενδύσει τα χρήματά τους στους δούλους και δεν ήταν δίκαιο να ζημιωθούν.
4. Η “αγορά εργασίας” εμφανίσθηκε στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, αλλά δεν είχε αυτή την ονομασία – που εμφανίσθηκε 100 χρόνια αργότερα. Ήταν απόρροια των ιδιωτικοποιήσεων ή “περικλείσεων γης”.
Στη Βρετανία οι περικλείσεις είχαν αρχίσει από τα μισά του 18ου αιώνα ως σχεδιασμένη πολιτική, με το σκεπτικό, όπως λεγόταν, πως οι κτηματίες χρειάζονταν μεγαλύτερες εκτάσεις για αποτελεσματικότερη παραγωγή με νέες μεθόδους καλλιέργειας και κτηνοτροφίας. Ήταν η Αγροτική Επανάσταση. Έτσι οι γαιοκτήμονες, τιτλούχοι στην πλειοψηφία τους, προσαρτούσαν νέα εδάφη στα κτήματα τους συχνά με αυθαιρεσία. Αλλά οι περισσότερες ιδιωτικοποιήσεις έγιναν νόμιμα με ιδιωτικά νομοσχέδια που ψηφίζονταν στη Βουλή των Κοινοτήτων και μετά επικυρώνονταν από τη Βουλή των Λόρδων. Μέχρι το 1810 ψηφίστηκαν 956 τέτοια νομοσχέδια. Στην περίοδο 1811-1820 ψηφίστηκαν 771. Όμως υπήρχαν και πολλές παράνομες προσαρτήσεις αγριότοπων και κοινοτικών εδαφών ή άλλων εκτάσεων με αμφισβητούμενους τίτλους κατοχής.
Ο καθηγητής G. Travelyan παραθέτει έναν πίνακα για τις περικλείσεις από το 1700 ως το 1842 δείχνοντας τις εκτάσεις που ιδιωτικοποιήθηκαν (σ. 488, British History in the 19th Century… Λονδίνο, Longman).
1 εκτάριο = 4 στρέμματα
Χρόνια Κοινοτικές Εκτάσεις (εκτάρια) Αγριότοποι (εκτάρια)
1700 – 1760 237,845 74,518
1761 – 1801 2.428.721 752,150
1802 – 1842 1.610.302 939,043
Ας σημειωθεί πως όμοιες ιδιωτικοποιήσεις έγιναν σε όλες τις χώρες στον 19ο αιώνα.
5. Εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες και κτηνοτρόφοι στη Βρετανία εκδιώχθηκαν από τα εδάφη που παραδοσιακά χρησιμοποιούσαν. Έμειναν άστεγοι ακτήμονες και αναγκάσθηκαν να καταφύγουν στα νέα μεγάλα κτήματα ως κολίγοι μαζί με τις οικογένειές τους, ή στις νέες βιομηχανίες, σε εργοστάσια και σε ορυχεία ως εργάτες (γυναικόπαιδα επίσης), ή στις μεγαλουπόλεις ως ζητιάνοι.
Αυτές οι λεγεώνες ακτημόνων ανέργων δεν είχαν καμιά επιλογή παρά μόνο να πουλήσουν τον εαυτό και την εργασία τους. Όχι μόνο οι άνδρες αλλά και οι γυναίκες και τα παιδιά από πέντε ετών και πάνω! Εργάζονταν 12 με 15 ώρες. Γυναικόπαιδα, εργάζονταν στα ορυχεία κάρβουνου και σιδήρου ως και 14 ώρες, αλυσοδεμένα σαν ζώα, σέρνοντας στα τέσσερα τα βαριά καρότσια. Πληρώνονταν μεροκάματα πείνας και ζούσαν κοπαδιαστά σε παράγκες και καλύβες.
Αυτοί όλοι ήταν οι τυχεροί που είχαν δουλειά. Χιλιάδες άλλοι – άνδρες, γυναίκες, παιδιά – ήταν άνεργοι και, αν δεν κατόρθωναν να στεγαστούν στα Σπίτια Φιλανθρωπίας (Poor Houses), πέθαιναν από αρρώστιες και πείνα.
Οι αμοιβές στη γεωργία, βιοτεχνία και βιομηχανία κατά μέσο όρο έπεφταν συνεχώς μέχρι το 1820• σταθεροποιήθηκαν κάπως αλλά πάλι είχαν πτωτική τάση μέχρι το 1840• κάποια βελτίωση παρουσιάστηκε μετά το 1840, όταν οι εργαζόμενοι άρχισαν να οργανώνονται σε συνδικάτα ενώ συγχρόνως η αναπτυσσόμενη βιομηχανία και γεωργία χρειαζόταν περισσότερους εργάτες. (Phyllis Deane, 1965, The First Industrial Revolution, Cambridge).
Στη δεκαετία 1811-1820 ο μέσος όρος θνησιμότητας ήταν 21.1 τοις χιλίοις και ως το 1840 αυξήθηκε σε 23.4 τοις χιλίοις για όλη τη χώρα. Αλλά σε μερικές μεγάλες πόλεις με ανεπτυγμένη βιομηχανία ο μέσος όρος ξεπέρασε το 30 φθάνοντας στο Λίβερπουλ το 39.2 τοις χιλίοις. Και ο καθηγητής Ch. Hill προσθέτει σε αυτές τις φοβερές στατιστικές: “Κανένας υπολογισμός δεν μπορεί να μας δείξει πως μια αύξηση 50% σε εξαγωγές βαμβακερών αξίζει το κόστος 1000 γυναικών που πέθαναν πρόωρα και 2000 καθυστερημένων παιδιών” (σ. 273, Reformation to Industrial Revolution, 1976, Λονδίνο, Pelican).
Έτσι τέθηκαν τα θεμέλια για την “αγορά εργασίας”!
6. Την ίδια εποχή (1760-1860 περίπου), στις βρετανικές αποικίες (Αυστραλία κλπ) και στις ΗΠΑ, προσφέρονταν τεράστιοι μισθοί από κτηματίες και βιομηχάνους αλλά δεν παρουσιάζονταν εργάτες!
Διότι εκεί τότε υπήρχαν ακόμη απέραντες εκτάσεις εύφορης γης ελεύθερα διαθέσιμες.
Χιλιάδες μετανάστες έφθαναν σε αυτά τα νέα μέρη από τη Βρετανία και άλλες χώρες της Ευρώπης, άνθρωποι που είχαν μείνει ακτήμονες και άνεργοι λόγω των περικλείσεων. Όσοι έφερναν μαζί τους αρκετά χρήματα για να προμηθευτούν τα αναγκαία (ένα κάρο, σπόρους ή φυτά, μια αγελάδα, λίγα εργαλεία και σκεύη), έτρεχαν να εγκατασταθούν στο πλησιέστερο ελεύθερο αγροτεμάχιο δημιουργώντας τη δική τους δουλειά – ένα κτήμα, εμπορικό ή μια βιοτεχνία. Οι άλλοι εργάζονταν για λίγο διάστημα με αρκετά υψηλές αμοιβές και μετά έσπευδαν και αυτοί να εγκατασταθούν και να δουλεύουν στη δική τους γη. Έτσι “κατακτήθηκε” η Άγρια Δύση στις ΗΠΑ και οι άλλες περιοχές στις νέες χώρες.
Η όλη διαδικασία της αποίκισης και της πρώιμης ανάπτυξης αυτών των χωρών παρατηρήθηκε και καταγράφτηκε από αρκετούς αυτόπτες μάρτυρες όπως στη Βρετανία και αποικίες από τον E.G. Wakefield, (England and America, 1833, Λονδίνο και A View of the Art of Colonization, 1848, Λονδίνο) και στις ΗΠΑ από τον Henry George (Progress & Poverty, 1879, Νέα Υόρκη) και αργότερα τον F.A. Shannon (The Farmer’s Last Frontier, 1961, Nέα Υόρκη).
Ιδού τι παρατήρησε ο Wakefield: “Όπου η γη είναι πολύ φθηνή και οι άνθρωποι ελεύθεροι, και όπου ο καθένας μπορεί εύκολα να αποκτήσει ένα κομμάτι γης, η εργασία όχι μόνο είναι πολύ ακριβή σχετικά με το μερίδιο του εργάτη, αλλά υπάρχει δυσκολία να βρεθεί συνδυασμένη εργασία σε οποιαδήποτε τιμή”. (Σημειώνω πως και ο Μαρξ εντυπωσιάστηκε από τις παρατηρήσεις αυτές και τις χρησιμοποίησε στο Κεφάλαιο, τόμος Α, 7,25.)
7. Από το 1880 περίπου, και εξάπαντος σήμερα, δεν υπάρχει πια πουθενά ελεύθερη η φθηνά διαθέσιμη γη. Οι άνθρωποι απολαμβάνουν μεγάλες πολιτικές ελευθερίες σε όλο τον κόσμο της Δύσης, αλλά δεν έχουν ελεύθερη ή φθηνή πρόσβαση στη γη.
Παντού στην ύπαιθρο μένουν ακαλλιέργητες τεράστιες εκτάσεις γης, καθώς και πάμπολλα οικόπεδα αχρησιμοποίητα μέσα στις πόλεις ή στα περίχωρά τους. Αλλά όλες αυτές οι γαίες είναι ιδιόκτητες και για να χρησιμοποιήσει κάποιος ένα κομμάτι πρέπει να πληρώσει ένα τίμημα στον ιδιοκτήτη. Αυτή την εποχή (Ιανουάριος 2012), δίνονται σε ανέργους για ελάχιστα ευρώ, μικρές γεωργικές εκτάσεις στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά αυτά είναι ημίμετρα μάλλον για το θεαθήναι.
Καθώς σε κάθε χώρα ο πληθυσμός σχεδόν αναπόφευκτα αυξάνεται, ενώ η γη μένει αναπόφευκτα πεπερασμένη, οι γαιοκτήμονες απαιτούν μεγαλύτερα ποσά όχι μόνο για εύφορα χωράφια και κεντρικά οικόπεδα, αλλά και για άγονες και απόμακρες περιοχές.
Βλέπετε, η πρόσβαση στη γη δεν είναι ζήτημα επιλογής αλλά βασική ανάγκη για κάθε άνθρωπο. Εκ φύσεως κάθε άνθρωπος χρειάζεται χώρο, φως και αέρα για να υπάρχει και μόνο. Χρειάζεται χώρο για να κατοικεί και χώρο για να εργάζεται. Αυτός ο χώρος είναι η επιφάνεια της γης. (Βλ φύλλα Αρχές Διακυβέρνησης : 6 Δικαιώματα και Καθήκοντα, 7 και 8 Παραγνωρισμένο δικαίωμα Α και Β, σε αυτό το blog.)
Κάθε φυσική ανάγκη του ανθρώπου είναι και φυσικό δικαίωμα το οποίο θα έπρεπε να διασφαλίζει κάθε κράτος – όπως διασφαλίζει το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης ή έκφρασης ή περιουσίας, απαγορεύοντας δια νόμου την αιχμαλωσία, απαγωγή, φίμωση, κλοπή κλπ.
Αντί να διασφαλίζουν το φυσικό δικαίωμα πρόσβασης στη γη για όλους, τα κράτη δημιούργησαν και συντηρούν αφενός την ελίτ των ευνοημένων γαιοκτημόνων, που έχουν την πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου, και αφετέρου την “αγορά εργασίας” για τις πολυάριθμες στρατιές των στερημένων ακτημόνων.
Αυτό που κανείς δεν αντιλαμβάνεται είναι πως οι πολιτικές ελευθερίες των ακτημόνων περιορίζονται τραγικά, καθότι όλοι οι ακτήμονες αναγκάζονται να προσφέρονται στα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα εργασίας σε μια ύπουλη υποδούλωση. Ελάχιστοι κατορθώνουν να ξεφύγουν και να γίνουν οι ίδιοι τώρα εργοδότες, γαιοκτήμονες, κεφαλαιούχοι.
8. Και όμως υπάρχει μια όλως διαφορετική και εύκολη λύση. Δεν χρειάζεται καθόλου να θεωρούμε φυσική ή δεδομένη την παρούσα κατάσταση. Αυτή μπορεί και πρέπει να αλλάξει. Αλλά πρώτα ο νους μας χρειάζεται να κάνει ένα άλμα δύσκολο για πολλούς.
Ο νους χρειάζεται να αναγνωρίσει το φυσικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου να έχει ελεύθερη πρόσβαση στη γη. Σίγουρα δεν είναι δύσκολο αυτό!
Μετά χρειάζεται να δει πως δεν είναι απαραίτητο να γίνει αναδιανομή των γαιών, όπως θέλουν σοσιαλιστές μεταρρυθμιστές ή κομμουνιστικά προγράμματα.
Αυτό που είναι απαραίτητο, είναι να επιστρέφεται στην κοινωνία το στοιχείο εκείνο που η κοινωνία, τωρινή και παρελθοντική, συνεισφέρει με την ύπαρξη και ανάπτυξή της, τη συσσωρευμένη προσπάθεια και γνώση των περασμένων γενεών, σε κάθε προϊόν της εργασίας.
Αναπάντεχα ίσως, αυτό το στοιχείο βρίσκεται στην αξία κάθε γεωτεμαχίου, η οποία αξία εκφράζει την επιθυμία των ανθρώπων να το χρησιμοποιούν. Ο Α. Κανελλόπουλος, υπουργός στη μεταπολιτευτική κυβέρνηση του Κ. Καραμανλή, έγραψε: “Σ’ ένα περιορισμένο εδαφικό χώρο σωρεύεται και πλούτος και δύναμη και γνώση και πληροφόρηση και πολιτισμός… Αγοράζοντας χώρο στην πόλη, δεν εξασφαλίζεις απλώς τόπο εγκατάστασης. Αγοράζεις χρόνο, πληροφόρηση, αμεσότητα, σύνολο υπηρεσιών” (σ.120, Η Οικονομία ανάμεσα στο Χθες και στο Αύριο, 1980, Αθήνα, Κάκτος).
Όλα αυτά, σύνολο υπηρεσιών, πληροφόρηση, πλούτος, πολιτισμός, τα δημιουργεί με την ύπαρξη και την προοδευτική ανάπτυξη της η σύνολη Πολιτεία. Επομένως η Πολιτεία ας αποκομίζει το μέρος της αξίας που η ίδια έχει δημιουργήσει, ανάλογα με τα πλεονεκτήματα που έχει προσδώσει σε κάθε τοποθεσία. Πολύ ορθά ο Ν. Καζάνας αναφέρεται διεξοδικά στο θέμα στο μικρό βιβλίο που εξέδωσε το 1996, Κοινωνία δίχως Φόρους, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα. Όντως, η αποκομιδή αυτής της αξίας δεν είναι φόρος αλλά η επιστροφή στην Πολιτεία της δικής της συνεισφοράς, αλλά μπορεί να λέγεται ‘φόρος’ χάριν ευκολίας. Η κατακράτηση αυτής της αξίας εκ μέρους του γαιοκτήμονα είναι κλοπή – έστω και αν η πολιτεία δεν το αντιλαμβάνεται.
9. Μόνο η εφαρμογή αυτού του μέτρου θα φέρει πραγματική και μόνιμη ανακούφιση από κρίσεις ύφεσης και ανεργίας καθώς θα αναγκάσει όλους τους γαιοκτήμονες να χρησιμοποιούν τις γαίες τους παραγωγικά ή να τις μεταβιβάζουν σε άλλους, αντί να τις κρατούν εκτός παραγωγής περιμένοντας να ανέβουν οι αξίες για να τις πουλήσουν. Με τη λέξη “γη” εννοώ την επιφάνεια του εδάφους σκέτη δίχως κτίσματα, καλλιέργειες ή άλλα εγγειοβελτιωτικά έργα πάνω της.
Το θέμα είναι σχεδόν παντελώς άγνωστο. Οι οικονομολόγοι το ξέρουν, φυσικά, αλλά παραδόξως αποφεύγουν να το αναφέρουν στις συζητήσεις τους.
Θα επανέλθω.
2 Comments
Άρης
Αγαπητέ Νικόδημε,
Στο φύλλο σας Αγορά Εργασίας – Σκλαβοπάζαρο; (§4-6) γράφετε για τις περικλείσεις (enclosures) που έγιναν στη Βρετανία λίγο πριν και μετά το 1800. Αλλά έχω διαβάσει πως ιδιωτικοποιήσεις γαιών έγιναν και νωρίτερα, στον 17ο και 16ο αιώνα. Είχαν την ίδια επίδραση γενικά στην κοινωνία;
Νικόδημος
Αγαπητέ Άρη,
Ναι, πολύ σωστά. Ιδιωτικοποιήσεις ή περικλείσεις γαιών γίνονταν ακόμη και στην αρχαιότητα. Αλλά επειδή ο πληθυσμός δεν είχε φθάσει στους δικούς μας ρυθμούς, πάντα υπήρχαν διαθέσιμες γαίες πολύ κοντά, γύρω από κοινότητες. Στην ιστορική περίοδο οι μεγάλες περικλείσεις έγιναν από Ρωμαίους άρχοντες: τεράστια κτήματα που λέγονταν latifundia που, κατά έναν ιστορικό, μαζί με τους βαρβάρους κατέστρεψαν τη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Στη Βρετανία οι πρώτες μεγάλες περικλείσεις έγιναν γύρω στο 1500 όταν το μαλλί προβάτων έγινε περιζήτητο και οι άρχοντες (ο βασιλιάς, οι τιτλούχοι και πολλά μοναστήρια) άρπαζαν γαίες και τις έκαναν βοσκοτόπια. Τότε, στις αρχές του 16ου αιώνα εμφανίστηκαν οι πρώτες στρατιές άστεγων ακτημόνων και δημιουργήθηκε «αγορά εργασίας» – με γυναίκες και παιδιά επίσης. Αλλά αυτό ήταν ένα μικρό κύμα. Το καταστροφικό τσουνάμι κτύπησε λίγο πριν και λίγο μετά το 1800.