Φιλ335β: Τρεις συμπληγάδες της Τέχνης

Φιλ335β: Τρεις συμπληγάδες της Τέχνης

- in Φιλοσοφία
0

1. Συνηθίσαμε να μιλάμε μηχανικά χωρίς να προσέχουμε πώς μιλάμε και τι λέμε. Κάποιο κουμπί πατιέται στον νου μας, κάποιο σπινθηροβόλημα τρεμουλιάζει, κι αρχίζουμε να μιλάμε και οι λέξεις ρέουν – έστω μετ’ εμποδίων – χωρίς να ακούμε τι λέμε. Νιώθουμε την ανακούφιση καθώς αποφορτιζόμαστε με την εκστόμιση.

Μιλάμε για πολιτική και νομίζουμε πως όλοι μιλάμε για το ίδιο πράγμα – για τον σοσιαλισμό ή καπιταλισμό. Για την πανδημία ή τη θρησκεία ή τη νοημοσύνη και τη μοίρα του ανθρώπου.

Ή για την τέχνη, ή την Τέχνη με κεφαλαίο Τ. Δεν υποψιαζόμαστε καν πως η ζωγραφική, η μουσική, η ποίηση κλπ. είναι μεν μορφές Τέχνης μα μπορεί και να είναι σκουπίδια.

Διότι πρέπει να υπάρχει καλή μουσική, μέτρια μουσική και κακή μουσική. Ομοίως Ζωγραφική, Ποίηση κι ό,τι άλλο θεωρείται Τέχνη.

2. Τρεις είναι οι συμπληγάδες που έχουν συνθλίψει την Τέχνη στην εποχή μας: ο συναισθηματισμός, ο ρεαλισμός και ο παραλογισμός μορφής, ή ασυναρτησία.

Τις προάλλες η γυναίκα μου άκουε αναγεννησιακή μουσική με φλάουτο στο ραδιόφωνο και με ρώτησε αν ήθελα να το ακούω κι εγώ της είπα όχι διότι, καθώς ακουγόταν σαν τρελά πηδήματα σουσουράδας, μου φάνηκε κακή μουσική. “Μα πώς! … ” είπε. “Είναι φλάουτο…”.

Το γεγονός  πως ένα κομμάτι μουσικής είναι από την Αναγέννηση, Ιταλική ή Αγγλική, και παίζει φλάουτο (ή κιθάρα ή βιόλα) δεν την κάνει καλή μουσική.

Το γεγονός πως ο Καβάκος παίζει μια σονάτα για βιολί (και πιάνο) ή ένα κονσέρτο για βιολί, δεν σημαίνει πως το έργο είναι κατ’ ανάγκη καλό και πρέπει να το ακούσω.

3. Ό,τι είναι καλή τέχνη εναρμονίζεται με τη ροή και τους ρυθμούς της Φύσης και μεταφέρει ένα χαμόγελο και μήνυμα από την Ύψιστη Νοημοσύνη που διαπνέει όλο το Σύμπαν.

Κανείς γνώστης λίγης μουσικής δεν θα αρνηθεί πως ο Μότσαρτ μας άφησε «θεία» μουσική το Laudate Dominum (στη Λειτουργία KV 339) ή τη σονάτα για βιολί και πιάνο (KV 378) ή το κονσέρτο για κλαρινέτο (KV 622). Η βαθιά ικανοποίηση που προκαλεί, δίνει κι ένα κριτήριο για την άριστη μουσική.

Ομοίως κανείς γνώστης της λογοτεχνίας δεν θα αμφισβητήσει την ανωτερότητα του θεατρικού έργου Μακμπέθ του Σαιξπήρου, φτάνει βέβαια να ξέρει καλά Αγγλικά της Ελισαβετιανής εποχής (16ος αιώνας) για να συνδεθεί και με την ποίησή του. Βλέπει αριστεία ποίησης, αστραφτερής και σχεδόν απαράμιλλης, εξαίρετη απεικόνιση της ψυχολογίας πολλών χαρακτήρων που δεν αμφισβητείς, μια συναρπαστική πλοκή και σκηνές που δεν πλήττουν και δεν κουράζουν.

4. Σύμφωνοι, δεν μπορούν οι μουσουργοί όλοι να είναι Μότσαρτ και οι ποιητές Σαιξπήροι. Μα στην πραγματικότητα οι σύγχρονοι καλλιτέχνες πολύ απέχουν από τους παλαιούς μεγάλους. Στην πραγματικότητα έχουμε πληθώρα “τέχνης” μα τίποτα ικανοποιητικό.

Ο κινηματογράφος σήμερα συνδυάζει όλες τις τέχνες – θέατρο, ποίηση, μουσική, θέαμα, εικόνα και λόγο και ήχο.

Η άγνοια, η αλαζονεία και η απληστία λειτουργούν στον σκηνοθέτη κι έτσι παράγουν πληθώρα κάκιστων ταινιών – και ας παίρνουν βραβεία (όπως το Όσκαρ του 2020 που πήρε η κορεάτικη ταινία). Άθλια μουσική, άθλια εικόνα, άθλια πλοκή και ασυνάρτητη ψυχολογία.

5. Η ανακολουθία στους χαρακτήρες είναι τόσο χτυπητή: πρόσωπα που λένε και κάνουν φοβερά αντιφατικά πράγματα. Μα ο σκηνοθέτης δεν νοιάζεται και οι θεατές είναι τόσο απορροφημένοι που δεν το προσέχουν. Ή δεν τους νοιάζει. Συχνά υπάρχουν βία και τρόμος δίχως νόημα, δίχως μήνυμα. Μα πάρα πολλοί βλέπουν τέτοιες ταινίες.

Στο άλλο άκρο είναι ο ρεαλισμός που προκαλεί πελώρια πλήξη καθώς η πλοκή μένει σε απέραντες συζητήσεις για τη “ζωή”, τα τετριμμένα της καθημερινότητας, στο καθιστικό, στην κουζίνα, στο μπαρ και στο καφενείο. Αυτό ξεκίνησε στη δεκαετία 1960, η νουβέλ βογκ. Και οι ταινίες που τότε θεωρούσες σπουδαίες (Άγριες Φράουλες του Ingmar Bergman, η Dolce Vita του Φελίνι, La Notte του Αντονιόνι, Υπηρέτης του J. Losey κλπ.) σου φαίνονται τώρα βαρετές κι αρρωστημένες – με την επιπολαιότητα ή τα ψυχοπλακωτικά τους.

Είναι και ο συναισθηματισμός που υπερβάλλει με τον ζαχαρένιο τόνο του (καρδούλα μου, ψυχούλα μου), γιατί δεν γνωρίζει και νιώθει αβέβαιος. Κι εδώ έχουμε στρεβλώσεις κι αντιφάσεις κι απόπειρες για ρεαλισμό που φέρνουν απέχθεια.

6. Κι όμως υπάρχουν τόσες καλές ταινίες με το χαμόγελο κι μήνυμα Νοημοσύνης κι ας μην είναι Ύψιστης.

Πάρτε μερικές από τις κωμωδίες του βωβού Τσάρλι Τσάπλιν, όχι τα μεταγενέστερα που σε απωθούν με τον συναισθηματισμό (όπως το τέλος στον Μεγάλο Δικτάτορα, Limelight κλπ.).

Ή, πιο σύγχρονα όπως το Πέρα από την Αφρική (Out of Africa, 1982) του Sydney Pollack. Ή το Sense & Sensibility (Λογική κι Ευαισθησία) 1995 του Ang Lee – όλα με εξαιρετική ηθοποιία.

Παίρνω και την Green Book που νομίζω δικαίως πήρε το Όσκαρ 2019 και άνετα το βλέπεις 2η και 3η φορά. Και την Equalizer (το 1ο) του 2014 του Antoine Fuqua με τη βία και τη συμπόνια του να δίνονται με μέτρο και να σε κάνουν να αποδέχεσαι το σύνολο έστω κι αν έχει ψεγάδια.

Οι Δύο Πάπες επίσης είναι πολύ καλή από κάθε άποψη με πειστικούς χαρακτήρες έξοχα δοσμένους από τους δυο πρωταγωνιστές (Hopkins & Pryce) και τον προσεκτικό σκηνοθέτη F. Meirelles.

Αλλά, τελικά, κάποιος θα πει de gustibus non disputandum – “Δεν διαφιλονικούμε για τα γούστα”.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *