1. Υπάρχει ο αθεϊσμός των υλιστών στον οποίο ανήκουν τα πλείστα εκατομμύρια (ή δισ.) των χριστιανών (και άλλων θρησκευόμενων).
Υπάρχει κι ένας ιδιότυπος αθεϊσμός του ασκητή ή του μύστη που είναι ουσιαστικά «ενθεϊσμός». Με τον «ενθεϊσμο» ο μύστης βρίσκει τον θεό μέσα του και κάποτε μια Δύναμη πολύ ανώτερη, όπως λέει. Ο Γερμανός μύστης Μάστερ Έκχαρτ έγραψε: «Αν είμαστε γεμάτοι πράγματα, είμαστε άδειοι από Θεό. Πρέπει να είμαστε άδειοι από πράγματα για να είμαστε γεμάτοι με Θεό».
Στον πρώιμο Βουδισμό δεν υπήρχαν θεότητες ή θεός: αυτά προστέθηκαν αργότερα. Η ύψιστη κατάσταση ήταν το nirvāna «πλήρης συγχώνευση σε μια κενότητα που είναι πληρότητα μακαριότητας». Ή όπως λένε οι Γερμανοί mehr als Leben “υπερ-ζωή”.
2. Νωρίτερα πολύ από τον Βουδισμό, στη Βεδική Παράδοση οι θεότητες ήταν δυνάμεις μέσα στον άνθρωπο (αισθήσεις, διαδικασία αναπνοής και πέψης, επιθυμίες, λειτουργίες έμπνευσης, κατανόησης, θύμησης κλπ) και αυτές υπηρετούν πλήρως τον άνθρωπο μόνο όταν αυτός γνωρίσει/συνειδητοποιήσει τον Εαυτό, ίδιο σε όλους, ίδιο με τον Εαυτό του σύμπαντος. Αλλιώς ο άνθρωπος είναι υποτελής, αιχμάλωτός τους – όπως ένα οικιακό ζώο στον ιδιοκτήτη του (Ṛgveda 4.26.1; 6.9.6; 6.75.9; Atharva-veda 5.9.7; 10.2.31; 10.8.32; και Bṛhadāranyaka Ουπανισάδα, 1.4.10).
Στη Δυτική Παράδοση ο Πλωτίνος φέρεται να έχει πει «Οι θεοί θα πρέπει να έρθουν σε μένα, όχι εγώ σε κείνους» (Πορφύριος, Πλωτίνου Βίος 10). Στις Εννεάδες εκφράζει παρόμοια υπεροψία, όπως ίσως φαίνεται στους πολλούς, μα πρόκειται για μια αριστοκρατική εσωτερική αυτοπεποίθηση που πηγάζει από αληθινή εμπειρία: «Σε Θεούς, όχι απλώς καλούς ανθρώπους, πρέπει να μετατραπούμε» και «Η φροντίδα μας ειναι όχι να βγούμε από την αμαρτία, μα να είμαστε ο Θεός” (1.2.6-7). Υπερβαίνει έτσι τα όρια της συμβατικής ηθικής και θρησκείας φθάνοντας στην απλότητα του μεγάλου Εαυτού.
3. Ένα καλό παράδειγμα μυσταγωγικής ανόδου, που ξεπερνά κατά πολύ τον θεϊσμο και συναισθηματισμό των χριστιανικών δογμάτων, είναι ο Μάστερ Έκχαρτ (1260-1368, Δομινικανός μοναχός, διανοητικά επηρεασμένος από τον Θωμά Ακινάτη).
Τέσσερα έργα του στα Γερμανικά (υπάρχουν πολλά στα Λατινικά) παρουσιάζουν την ώριμη σκέψη του μετά από τις μυστικιστικές εμπειρίες του, δηλαδή ανώτερο επίπεδο συνειδησίας και οντότητας.
Reden der Unterweisung “Συμβουλές για διάκριση”.
Daz Buoch der gotlichen troestungel “Βιβλίο της θείας παρηγοριάς”.
Von dem edeln menschen “Για τον αριστοκράτη/ευγενή”.
Von Abgescheidenheit “Περί απόσπασης”.
Σε μια Ομιλία του “4: Αληθινή ακοή” λέει: “Πρέπει να γνωρίσουμε την Απόλυτη Θεότητα που εισήλθε στον Θεό Πατέρα και τον γέμισε χαρά, και εισήλθε στον Θεό Υιό και τον γέμισε σοφία και οι Δύο είναι ουσιαστικά Ένα”.
Όπως στα άλλα γερμανικά του έργα και εδώ δηλώνει πως το Ύψιστο, η έσχατη, ουσιαστική Αλήθεια, το Ον Αεί, είναι πέρα από τον Θεό Πατέρα και Δημιουργό, πέρα από τον Θεό Υιό και πέρα από την Αγία Τριάδα.
Στην εποχή του τέτοια διδαχή θεωρήθηκε αιρετική ή σφαλερή μα τελικά, αφού κανείς εκκλησιαστικός δεν είχε τέτοιου είδους εσωτερική εμπειρία, η πίστη του Έκχαρτ αναγνωρίστηκε ως γνήσια.
4. Κάπου αλλού ο Έκχαρτ έγραψε: “Ποιό το όφελός μου που η Μαρία γέννησε τον Γιο του Θεού 14 αιώνες νωρίτερα; Εγώ δεν γεννώ τον γιο του Θεού στην εποχή και κουλτούρα μου. Όλοι θα έπρεπε να είμαστε μητέρες του Θεού”. Αλλά πώς;
Η μέθοδος που εφάρμοσε ήταν η απόσπαση Abgescheidenheit, η εσωτερική απάρνηση και αποστασιοποίηση από τα πάντα, πέρα από μορφές Formlichkeit και από ποιότητες Dingheit.
“Η οντότητα και η φύση του Θεού είναι δική μου… Το φως της ψυχής είναι αδημιούργητο… ο πυρήνας της ψυχής και ο πυρήνας του Θεού είναι Ένα”.
Μα ούτε η ένωση με τον Θεό Πατέρα και Δημιουργό είναι αρκετή. Ο Θεός υπάρχει ως Θεός διότι το πλάσμα, ο άνθρωπος, τον επικαλείται και ταυτίζεται μαζί Του. Πρέπει να αποταυτιστεί και από τον Θεό αυτόν για να φθάσει στην έσχατη ύψιστη Θεότητα, την Πρωταρχή των πάντων. “Ο Θεός και η Απόλυτη Θεότητα (Godhead) είναι ξεχωριστά όπως η γη και ο ουρανός”, γράφει.
Κι εδώ βλέπουμε την ιδέα του Απόλυτου Μονισμού, του advaita vedānta του Ινδού σοφού Ādi Śaṅkara – δηλ. το brahman Πνεύμα Μυστικό και Απόλυτο.