1. Όταν ένας άνθρωπος γίνεται αποδεκτός σε μια θέση εργασίας με ορισμένο μισθό, ο ίδιος επίσης αποδέχεται το ευνόητο, πως θα εργασθεί με τον καλύτερο τρόπο στη νέα του θέση. Αυτή είναι μια αρχή πολιτισμού και πολιτισμένων, έντιμων ανθρώπων.
Σε ένα άρθρο στην Καθημερινή 24/9/22, ο Θ. Γεωργακόπουλος αναφέρει πως σε μια έρευνά του, πολλοί εργαζόμενοι ηλικίας 28 ως 48 ετών ομολόγησαν πως κάνουν τα απαραίτητα μόνο, δεν δίνουν το 100% και δεν λαμβάνουν πρωτοβουλίες: κάνουν αρκετά μόνο για να μην θεωρηθούν άχρηστοι! Τίτλος του άρθρου – “Η μεγάλη σιωπηρή παραίτηση”. Εδώ έχουμε κακοτεχνία γενικά.
Αυτή είναι η κατολίσθηση από τον πολιτισμό: ελάχιστη προσπάθεια μα πλήρης αποδοχή του μισθού – δηλ. εξαπάτηση και καταστρατήγηση της αρχικής συμφωνίας. Η κακοτεχνία δίνεται αντί καλλιτεχνίας έναντι αμοιβής για καλλιτεχνία, ικανοποιητική απόδοση.
Η ίδια κακοτεχνία εμφανίζεται στα ΜΜΕ, στα πλείστα λογοτεχνήματα, στην αρχιτεκτονική, στα αυτοκίνητα και άλλα σύνεργα που φτιάχνονται για να χαλάσουν σύντομα, στη διακυβέρνηση, στο εμπόριο, σε υπηρεσίες.
Και η μαγκιά αντί ευγένειας, η αρπακτικότητα αντί αλληλο-εξυπηρέτησης κι εξαπάτηση αντί εντιμότητας στην τήρηση συμβολαίου ή συμφωνίας.
2. Υπάρχει άραγε συμβόλαιο ή συμφωνία μεταξύ ποιητή και αναγνωστικού κοινού, ή του ποιητικού κύκλου;
Βεβαίως υπάρχει. Για να δημοσιεύει, ένας επίδοξος ποιητής θέλει να διαβάσουν τα έργα του – όπως ένας ζωγράφος κάνει έκθεση για να αξιολογηθούν, να θαυμαστούν και να αγοραστούν οι ζωγραφιές του.
Για να αξιολογηθεί ένας ποιητικός τόμος και να θεωρηθεί καλός πρέπει να τέρπει και να διδάσκει. Αν ο συγγραφέας απλώς “εκφράζει τον εαυτό του” για να εκτονωθεί, δεν χρειάζεται να δημοσιεύσει. Και αν το έργο του δεν τέρπει και δεν διδάσκει, γιατί να το διαβάσουν οι άλλοι άνθρωποι;
Στις εικαστικές τέχνες, πολλοί καλλιτέχνες ζητούν εξωφρενικές τιμές για τα έργα τους – γλυπτά, ή πιο συχνά πίνακες, μόλις γίνουν γνωστοί στον κύκλο των αγοραστών. Εδώ υπεισέρχεται ο παράγων της επένδυσης και του εμπορίου. Οι καλλιτέχνες της μόδας πουλούν τα έργα τους ως ευκαιρίες επένδυσης. Οι ενδιαφερόμενοι τα αγοράζουν διότι μετά από λίγα χρόνια τα έργα έχουν γίνει περιζήτητα κι έτσι έχουν αποκτήσει μεγαλύτερη αξία. Τα κατά πόσο είναι αξιόλογα ως τέχνη δεν έχει πολλή σημασία. Υπάρχουν πολλοί κριτικοί που γράφουν εγκώμια έστω και αν πρόκειται για σκουπίδια.
3. Δεν συμβαίνει το ίδιο με την ποίηση, καλή και κακή. Το επίγραμμα του Σολωμού για τα Ψαρά “Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη…” δεν έχει αυξηθεί σε τιμή παρά τα 200 χρόνια του. Κοστίζει όσο κοστίζει ο τόμος στον οποίο δημοσιεύεται – ή βρίσκεται δωρεάν στο Διαδίκτυο!
Εδώ και πολλές δεκαετίες οι άνθρωποι δεν αγοράζουν ποιητικές συλλογές όπως οι άλλοι αναγνώστες αγοράζουν εικαστικά. Οι ποιητές δεν μπορούν να ζήσουν με έσοδα μόνο από τα ποιήματά τους.
Αν ήταν να σου/ προσφέρω ένα κρίνο/ θα΄ βαζα έναν/
μίσχο/στον έσπερο.//
Γιατί να διαβάζουν ένα τέτοιο κείμενο οι αναγνώστες; Ίσως να δώσει κάποια ευχαρίστηση σε κάποια μέλη του ποιητικού κύκλου – που και αυτό είναι αμφίβολο. Μα σίγουρα δεν διδάσκει τίποτα για την ανθρώπινη κατάσταση. Αν διδάσκει κάτι αυτό είναι υποκρισία και κυνισμός.
“Αν ήταν”! Καθαρά υποθετικό! Δεν είναι, δεν σου προσφέρω – μα αν ήταν, τότε ναι… Πότε όμως θα είναι;…
Προσέξτε τι θα έκανε ο φαφλατάς αυτός. Θα έβαζε έναν μίσχο στον έσπερο και θα τον προσέφερε ως κρίνο! Πώς ακριβώς βάζεις μίσχο στον έσπερο; Είναι δυνατόν;
Είναι ψευδέστατο. Είναι προσποίηση!
4. Δεν έχει σημασία ποιος το έγραψε, ούτε το ότι πήρε βραβεία και κείμενά του συμπεριλαμβάνονται σε Ανθολογίες. Σημασία έχει το κείμενο που εξετάζουμε. Αυτό δεν έχει τις ιδιότητες του πολιτισμού – αίσθηση αλήθειας, δικαιοσύνης, ελέους, καλλιτεχνία (100% ειλικρινούς ποιητικής τέχνης), μεγαλοψυχία!
Ας πάρουμε άλλο κείμενο του ίδιου:
Αν δε μου ‘δίνες την ποίηση, Κύριε,/ δε θα ‘χα τίποτα για να ζήσω./
Αυτά τα χωράφια δε θα ‘ταν δικά μου. /Ενώ τώρα ευτύχησα να ‘χω μηλιές,/ να πετάξουνε κλώνους οι πέτρες μου,/ να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο,/ η έρημός μου λαό,/ τα περιβόλια μου αηδόνια.//
Κι εδώ βλέπουμε την ίδια προσποίηση, μια πόζα υποκρισίας. Απευθύνεται στον Κύριο! Πώς, στην ευχή, δεν θα ‘χε τίποτα για να ζήσει – δίχως την ποίηση; Τρισεκατομμύρια άνθρωποι έχουν ζήσει και ζούνε δίχως ποίηση!
Και να ήταν πράγματι ποίηση που εμπνέει και ανεβάζει το ηθικό εκλεπτύνοντας τη σκέψη και το συναίσθημα! Δεν είναι. Είναι πρόζα κομμένη (όπως το προηγούμενο, αυθαίρετα) για να φαίνεται ποιητική. Όπως ψευτίζει και το “γιομίσουν” αντί “γεμίσουν”. Στη συνέχεια ρωτά τον Θεό “Πώς του φαίνονται;” Σε μια εμετική ρηχότητα διαδοχής ανοησιών.
Μα η ρηχότητα φαντάζει λαμπερή ήδη σε αυτή τη γραμμή: “να γιομίσουν οι φούχτες μου ήλιο”. Πώς στην ευχή γεμίζουν οι φούχτες ήλιο; Και τι σημασία έχει; Να έλεγε τουλάχιστον να γεμίσει ο νους του ήλιο, ή η καρδιά του…
Κάτι βλέπει, σίγουρα, κάτι νιώθει, μα αδυνατεί να το εκφράσει ποιητικά. Μένει με τη ρηχή προσποίηση συγκίνησης και δεν πείθει.
Θείο φως του απογεύματος! Πέφτοντας πάνω/στο μυαλό σχηματίζει μικρές χαραδρώσεις/ σαν αυτές των βουνών. Προετοιμάζει πηγές./
Στίχοι ολόχρυσοι ίσως θα στολίσουνε τον αιώνα./ Χαίρε Κύριε Ήλιε! Χαίρε Αγάπη! Ζωή χαίρε!/ Θεέ,/ σ’ ευχαριστώ για όσα γράφω, μα πιότερο/σ’ ευχαριστώ γι’ αυτό το άγραφο/ ρίγος που νιώθω.//
Είναι η συνέχεια εκείνου του άρρωστου συναισθηματισμού από τον 19ο αιώνα που παρατηρήσαμε στα προηγούμενα. Κι εδώ πρόζα κομμένη σε “ποιητικές” γραμμές.
Στα τέλη του 20ου αιώνα, όμως, και στις αρχές του 21ου, βρίσκουμε και την πλήρη ασυναρτησία που ξεκίνησε στα μέσα περίπου του 19ου αιώνα στη Γαλλία για να εξελιχθεί σε σουρεαλισμό, εξπρεσιονισμό κλπ. και το απόλυτο (παρ)άλογο.
Μα αυτό ας το κοιτάξουμε στο επόμενο άρθρο. Για την ώρα ας μείνουμε με τις κρίσεις του μεγάλου Ρώσου μυθιστοριογράφου Λέο Τολστόι. Στο έργο του Τι είναι Τέχνη (μετ. Β. Τομανάς, 1994, 2009, εκδ. PRINTA, Αθήνα) επικρίνει δριμύτατα τους Γάλλους ποιητές της εποχής (Μπωντλαίρ κλπ.), τους ζωγράφους (Μονέ κλπ.) και μουσικούς σαν τον Βάγκνερ, που δεν έχουν, κατά τη γνώμη του, γνήσιο αίσθημα, ούτε σαφήνεια, ούτε ειλικρίνεια στην τέχνη τους. Λέει μάλιστα πως και ο ίδιος υστερεί στη μυθιστορηματική του τέχνη σύμφωνα με τα κριτήριά του (σ 227).
Η τέχνη στην πλειονότητά της έγινε κίβδηλη διότι, γράφει ο Λέο Τολστόι, παράγεται σταθερά από “καλλιτέχνες που υποκινούνται από τους προσωπικούς στόχους της απληστίας ή της ματαιοδοξίας” (σ 200). Έτσι έγινε “επιτηδευμένη και δυσνόητη … τεχνητή κι εγκεφαλική” (σ 103). Και αργότερα, “καθώς γίνεται όλο και πιο κλειστή, γίνεται περισσότερο μπερδεμένη, εξεζητημένη και στρυφνή” (σ 111).