Φιλ134: Σύγχρονες γλωσσολογικές παρανοήσεις

Φιλ134: Σύγχρονες γλωσσολογικές παρανοήσεις

- in Φιλοσοφία
0

1. Η Γλωσσολογία προσπαθεί κι αυτή απεγνωσμένα να καθιερωθεί ως επιστήμη – όπως η Ανθρωπολογία (ήθη και έθιμα υπανάπτυκτων λαών), η Κοινωνιολογία (συμπεριφορές σε ανεπτυγμένους λαούς), η Ψυχολογία (ενέργειες και μηχανισμοί της ‘ψυχής’)…

Η λέξη ‘επιστήμη’ απέκτησε μεγάλη αίγλη και τεράστια αυθεντία διότι στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα γεννήθηκε η πεποίθηση πως οι θετικές επιστήμες (Φυσική κλπ) θα εξηγούσαν τα πάντα και θα έδιναν λύσεις στα πάντα και διότι βοήθησαν να αναπτυχθεί αλματωδώς η τεχνολογία – έστω και αν υπάρχουν πολλές βλαβερές παρενέργειες.

Κανένας λογικός επιστήμονας σήμερα δεν πιστεύει πως οι επιστήμες πρόκειται να εξηγήσουν τα πάντα ή να δώσουν λύσεις στα ποικίλα προβλήματα του ανθρώπου. Αναγνωρίζεται δε πως η επιστήμη κινείται σε καθορισμένα όρια και πως υπάρχουν φαινόμενα που δεν ακουμπά (π.χ. η τηλεπάθεια).

Παραταύτα μερικοί θέλουν να αναγάγουν και ανθρωπιστικές μελέτες όπως η Λογοτεχνία και η κριτική προσέγγιση στην Ποίηση, ας πούμε, στο βάθρο, όπως νομίζουν, της επιστήμης. Όλες οι προσπάθειες απέτυχαν.

2. Υπάρχουν πολλές θεωρίες για την καταγωγή, εξέλιξη και φύση της γλώσσας. Σήμερα θα ασχοληθώ με μια ‘αποδομητική’ όπως λέγεται θεωρία. Αυτή εξετάζει και παρουσιάζει τη γλώσσα ως αυτοδύναμη, σχεδόν, ή αυτεξούσια οντότητα: δεν υπάρχει δηλαδή σκέψη καθαυτή, ξέχωρη από λέξεις στο νου, η οποία μετά ‘φοράει’ λέξεις ή διατυπώνεται γλωσσικά. Οι λέξεις είναι η μόνη πραγματικότητα.

Ο κυριότερος και ακραίος εκφραστής αυτής της θεωρίας είναι ο Γάλλος Jacques Derrida (1930 – 2004) που άφησε πολλά και πολύ δυσνόητα βιβλία – στη μεγάλη παράδοση των Γάλλων θεωρητικών. Ξεκίνησε με το L’ Origine de la géométrie (Η καταγωγή της γεωμετρίας, 1962) στο οποίο αποδόμησε τον Husserl δείχνοντας πως η θεωρία του είχε λάθη – μα αφήνοντας πίσω περισσότερα προβλήματα από όσα νόμισε πως έλυσε.

Μετά, ο Ντεριντά στράφηκε στη γλώσσα και στη φιλοσοφία επικεντρώνοντας τις επικρίσεις του ενάντια στον ‘λογοκεντρισμό’ όπως ονόμασε τη γενική υπόθεση (όπως του φαινόταν) πως έχουμε μια ανεξάρτητη ιδέα στον νου την οποία εκφράζουμε γλωσσικά σε ομιλία και γραφή.

3. Αναπτύσσοντας μια βασική γλωσσολογική ιδέα του De Saussure (19ος αιώνας) ότι οι φθόγγοι έχουν τη σημασία τους από τη φυσική κι εμφανή διαφορά με την οποία ο ένας ξεχωρίζει από τους άλλους ( ο |α| από τον |ι|, ο |β| από τον |ρ| κλπ), ο Ντεριντά εξήγησε πως με όμοιο τρόπο η έννοια μιας λέξης εξαρτάται (και διαχωρίζεται) από άλλες λέξεις σε μια ατέρμονη σειρά σημαινόντων (=λέξεων) δίχως βασική λογική.

Στο βιβλίο του Λευκή Μυθολογία (Εστία 2004), ο Ντεριντά δείχνει πως ο όρος μεταφορά, όπως κι αν αναλυθεί, θα στηρίζεται αναπόφευκτα σε άλλες μεταφορές. Διότι κάθε λέξη είναι μεταφορά η οποία έχει αποκτήσει ‘κυριολεκτική έννοια’ μόνο χάρη στην επαναληπτική χρήση που γίνεται συνήθεια μηχανική στην κοινωνία και βαθμιαία λησμονιέται ολότελα η αρχική μεταφορική σημασία. Όταν πχ. λέει κάποιος ‘Βλέπω τι θες να πεις’ εννοεί ‘κατανοώ’. Μα έχουμε συνηθίσει αυτή μεταφορική έννοια του ‘βλέπω’.

4. Θα επανέλθω σε αυτή τη μεταφορική άποψη αργότερα. Ο Ντεριντά εκτείνεται πολύ πιο πέρα σε άλλο αποδομητικό (μα παράλογο) σκεπτικό.

Κανείς δεν κατέχει την πλήρη σημασιοδότηση των λέξεων του. Κατά κάποιον τρόπο, ισχυρίζεται, τα κείμενα γράφονται μόνα τους, ανεξάρτητα από τον συγγραφέα. Αυτό είναι ορθό μερικώς διότι όλες οι λέξεις σημασιοδοτούν κάτι παραπάνω ίσως στο νου διαφορετικών ακροατών ή αναγνωστών από την πρόθεση του συγγραφέα.

Αλλά ο ισχυρισμός πως τα κείμενα γράφονται μόνα τους είναι ακραίος και αναληθής, όπως και το ότι η ζωή έγινε αυτό που είναι για τον καθένα (την καθεμιά) μας μέσα από διαφορετικές διαδικασίες σημασιοδότησης.

Στο έργο το Περί Γραμματολογίας (Of Grammatology, John Hopkins University Press 1976) έγραψε: ‘Σε ό,τι αποκαλούμε πραγματική ζωή…δεν υπήρξε ποτέ τίποτε άλλο παρά γραφή… υποκαταστατικές σημασιοδοτήσεις’ (σ158). Καθετί, λοιπόν, που έχει θεωρηθεί ή δηλωθεί ως κάτι πραγματικό, φυσικό στον κόσμο, είναι ουσιαστικά ένα ιστορικό, πολιτισμικό παράγωγο!

5. Ο Ντεριντά πήρε και την ιδέα της επιτελεστικής (performative) χρήσης της γλώσσας από τον Βρετανό ακαδημαϊκό φιλόσοφο JL Austin που την ανέπτυξε στη δεκαετία 1950. Ο Γάλλος έδειξε, όπως νόμιζε, κενά κι ελλείψεις στις διατυπώσεις του Austin και παρουσίασε τη σχέση της επιτελεστικότητας με το γενικό πρόβλημα πράξεων που δημιουργούν κάτι νέο στην πολιτική, ας πούμε (δήλωση ανεξαρτησίας ή επικυριαρχίας), και στη λογοτεχνία.

Σε μια απόφαση, η απώτερη επίδραση και πλήρης σημασία είναι άγνωστη καθώς θα ξετυλιχθεί υλοποιημένη στο μέλλον κι έτσι πρόκειται για πράξη πίστης. Η πραγματική ευθύνη δεν είναι στη δράση τόσο όσο στην αναγνώριση του αβέβαιου και απροσδιόριστου.

6. Με την αποδομητική μέθοδο ο Ντεριντά δείχνει, όπως νομίζει, πως αφενός ιδέες όπως η αλήθεια, γνώση, ταυτότητα, υπάρχουν μόνο επειδή άλλες ιδέες καταπιέζονται και αφετέρου κείμενα, θεσμοί, παραδόσεις, ήθη κι έθιμα κλπ δεν μπορούν πραγματικά να προσδιοριστούν.

Αλλά οι βασικές του αφετηρίες είναι παντελώς λανθασμένες. Η γλώσσα είναι μυστηριακή (μεγάλη δημιουργική θεότητα στη Βεδική Παράδοση) μα δεν χρειάζεται να την αποδομούμε, επειδή δεν την καταλαβαίνουμε. Μετά, τα κείμενα γράφονται από ανθρώπους με συγκεκριμένες προθέσεις, άσχετα αν εμείς δεν τις γνωρίζουμε: κανένα κείμενο δεν γράφτηκε μόνο του. Επιπλέον, ο κόσμος προϋπάρχει του Ντεριντά και όποιου άλλου ανθρώπου που γράφει κείμενα. Και η σεξουαλικότητα, η πείνα και η δίψα υπάρχουν και στα ζώα τα οποία δεν έχουν κείμενα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *