Σήμερα εξετάζω μια περίπτωση όπου ο φιλόσοφος που αναζωπύρωσε τη φιλοσοφία Vedānta δείχνει κάποιο συντηρητισμό. Στην ερμηνεία του ενός βεδικού αποσπάσματος εισάγει στοιχεία που στηρίζουν τον κανόνα πως μέλη της 4ης τάξης δεν μπορούσαν να μελετήσουν τους Βέδες με δάσκαλο. Τον κανόνα τον διατυπώνει ο ίδιος στο σχόλιό του Στη στροφή 41, κεφάλαιο 18, στη Bhagavad Gītā: “Τα μέλη της 4ης κάστας υπηρετών αποκλείονται από τη μελέτη των Βεδικών κειμένων”.
Στη Chāndogya Ουπανισάδα, ο νεαρός Satyakāma (= που επιθυμεί την αλήθεια ή έχει αληθινή επιθυμία [να μαθητεύσει]), Jābāla (= γιος της Jābālã), ρώτησε τη μητέρα του σε ποια πατριαρχική οικογένεια (gotra) ανήκε. Εκείνη του απάντησε (4.4.1): «Γιε μου, δεν ξέρω ποιο είναι το σόι σου. Σε απόκτησα στα νιάτα μου όταν ως υπηρέτρια (paricāriṇī) πήγαινα (carantī) σε πολλές [δουλειές]. Έτσι δεν ξέρω τώρα το σόι σου».
Ο νεαρός δεν θα γινόταν δεκτός στην κατοικία και σχολή του δασκάλου Gautama αν ήταν νόθος ή ανήκε στην 4η κάστα των σούδρα. Πήγε όμως στον Gautama και του είπε την αλήθεια, δηλαδή όλα όσα του είχε πει η μητέρα του, λέξη προς λέξη, και ο δάσκαλος τον δέχτηκε λέγοντας: «Κανένας μη-Βραχμάνος δεν θα έλεγε όσα είπες. Έλα ως μαθητής μου.»
Εδώ ο Śaṅkara όμως ερμηνεύει τα λόγια της μητέρας προσθέτοντας διάφορα στοιχεία [σε αγκύλες] ως εξής: «Εγώ έκανα πολλές υπηρεσίες (bahu ahaṃ carantī) [στο σπίτι του συζύγου μου, υπηρετώντας πολλούς καλεσμένους κι επισκέπτες], εκτελώντας τα καθήκοντά μου (paricāriṇī) και τότε στα νιάτα μου σε γέννησα. [Δεν σκέφθηκα να ρωτήσω για την οικογένεια. Τότε αποδήμησε ο πατέρας σου. Ήμουν συντετριμμένη.] Γι’ αυτό δεν ξέρω.»
Αλλά οι γάμοι τότε γίνονταν συνήθως με συνοικέσιο και σίγουρα η μια οικογένεια ήξερε την άλλη ονομαστικά. Μετά, η λέξη paricāriṇī σημαίνει «υπηρέτρια», όχι «σύζυγος». Κι αν όντως ήταν σύζυγος, τότε σίγουρα θα γνώριζε το όνομα της οικογένειας (gotra) του άντρα της αφού ζούσε στο σπίτι του!
Εδώ νομίζω πως ο φιλόσοφος παρουσιάζει το ζήτημα ως κανονικό γάμο σύμφωνα με τα ήθη και τους κανόνες, έτσι που ο νεαρός ν’ αναδεικνύεται ως πραγματικός, νόμιμος Βραχμάνος – όχι ως νόθος άγνωστου πατέρα ή σούδρας. Και το κάνει για να στηρίξει τον κανόνα που ήθελε τον μαθητή να μην είναι από την κατώτερη κάστα και να μελετά τους Βέδες με δάσκαλο. Μπορεί να κάνω λάθος.
Σε μελλοντικό άρθρο θα εξετάσω περιπτώσεις όπου παρακάμπτει τους κανόνες της εθιμοτυπίας που είχαν επιβάλει οι Βραχμάνοι και που κράτησαν ως τα τέλη του 20ου αιώνα για να διατηρούν τα δικά τους προνόμια και να υποβιβάζουν τους σούδρα και παρίες.