Π227: Ιστορία και κριτική (3)

Π227: Ιστορία και κριτική (3)

- in Ποίηση
0

Το βασικό ερώτημα πάντα είναι: Τι είναι γνήσια/καλή/όμορφη ποίηση; Αυτό το ποιητικό κείμενο που διαβάζω (ή ακούω) τώρα είναι γνήσια/καλή/όμορφη ποίηση;

1. Με τον συμβολισμό στις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα έχουμε αφενός την απόλυτη εδραίωση της Δημοτικής ως ποιητικό εκφραστικό μέσο και μια Νεορομαντική τάση που λέγεται και Αθηναϊκή Σχολή. Άλλοι χρησιμοποιούν τον όρο Νεοσυμβολικό ρεύμα.

Είναι πολύ παράξενο που οι κριτικοί αναλώνονται σε όρους όπως αυτοί και όπως της ποιητικής τεχνικής, χωρίς, εκτός από σπανιότατες περιπτώσεις, να δίνουν παραδείγματα κι εξηγήσεις: ποίηση, στίχος, εικονοπλαστική τελειότητα, τεχνικά άψογο, μουσικότητα, υποβλητικότητα, καθαρή ποίηση, παρείσακτα στοιχεία, σύμβολα, νατουραλισμός κλπ.

Αυτοί οι όροι όλοι χρειάζονται ορισμό κι επεξήγηση και, πολύ περισσότερο, παράδειγμα, έτσι που κάθε αναγνώστης και ειδικά ο πρωτάρης, ο νεοφώτιστος, στον ποιητικό κύκλο, να καταλάβει αμέσως περί τίνος πρόκειται.

Το βασικό ερώτημα πάντα είναι: Τι είναι γνήσια/καλή/όμορφη ποίηση; Αυτό το ποιητικό κείμενο που διαβάζω (ή ακούω) τώρα είναι γνήσια/καλή/όμορφη ποίηση;

2. Τώρα θα εξετάσω την “ερμηνευτική” προσέγγιση του Τ. Καρβέλη, σ93, Η Νεότερη Ποίηση: Θεωρία και πράξη. Πρόκειται για το ποιηματάκι Κλίμα της απουσίας του Οδυσσέα Ελύτη – το πρώτο από τα τρία.

Όλα τα σύννεφα στη γη εξομολογήθηκαν

Τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε

Κι όταν μες στα μαλλιά μου μελαγχόλησε

Το αμετακίνητο χέρι

Δέθηκα σ’ ένα κόμπο λύπης.

Έχει “επιγραμματικότητα κι ελλειπτική γραφή”. Η δομή είναι “χαλαρή”. Βλέπουμε πως “λογικοί ειρμοί ανάμεσα στις εικόνες, που η μία διαδέχεται την άλλη, δεν υπάρχουν αλλά μέσα τους διαθλάται η πραγματικότητα και μεταστοιχειώνεται σε λυρική κατάσταση”. Έχουμε “διαδοχικά τρεις εικόνες” που δίνουν “τις αποχρώσεις της ψυχικής κατάστασης με διαφορετικές… λέξεις: ‘καημός’, ‘μελαγχόλησε’ και ‘λύπης’”

1ο δίστιχο: Τα σύννεφα του πρώτου στίχου, που εξομολογούνται στη γη, κομίζουν ένα βάρος, καταρχήν, υλικό (σκεπάζουν καταθλιπτικά τη γη) και ένα βάρος συναισθηματικό: εκφράζουν λύπη. Σ’ αυτό το καταθλιπτικό βάρος τους ο ποιητής αντιτάσσει το δικό του ψυχικό βάρος, το δικό του καημό που υπερτερεί, γιατί είναι μεγαλύτερος: “τη θέση τους ένας καημός δικός μου επήρε”.

2ο δίστιχο: Το δεύτερο δίστιχο συγκεκριμενοποιεί περισσότερο την ψυχική κατάσταση του ποιητή δίνοντας εικονική υπόσταση της μελαγχολίας του. Για να την νιώσουμε, ας την συλλάβουμε πρώτα ζωγραφικά: το μελαγχολικό και νεανικό πρόσωπο του ποιητή, σε μια στάση λύπης, με ακουμπισμένο μες στα μαλλιά του το χέρι του. Σε μια τέτοια εικόνα παραπέμπει η ποιητική εικόνα του δίστιχου, όπου το πραγματικό χέρι γίνεται το αμετακίνητο χέρι (της λύπης, φυσικά, που είναι αμετανόητη, δεν σταματάει δηλαδή ποτέ), την ώρα που αδράχνει τον ποιητή (όταν μες στα μαλλιά του μελαγχόλησε).

Τελευταίος στίχος: Κλείνει το ποίημα επιγραμματικά κι ελλειπτικά. Ο στίχος σημαίνει: έγινα όλο μια λύπη.

3. Προσέξτε τώρα πόσα υποκειμενικά, δικά του “παρείσακτα” στοιχεία εισάγει ο κριτικός για να αποστάξει την ουσία του κειμένου.

“Τα σύννεφα κομίζουν ένα βάρος, καταρχήν, υλικό (σκεπάζουν καταθλιπτικά τη γη) και ένα βάρος συναισθηματικό: εκφράζουν λύπη.” Μα το μόνο που λέει το κείμενο είναι πως “εξομολογήθηκαν”. Αντί λοιπόν ο κριτικός να μας εξηγήσει αυτό το ρήμα, φαντασιώνεται, βάρη υλικά και συναισθηματικά και καταθλιπτικά!

Μετά σε αυτό “το καταθλιπτικό βάρος ο ποιητής αντιτάσσει το δικό του ψυχικό βάρος, το δικό του καημό που υπερτερεί γιατί είναι μεγαλύτερος”. Αυτή είναι, βέβαια εντελώς αυθαίρετη ερμηνεία, που δεν εξάγεται από τον στίχο “τη θέση τους…”.

Εγώ θα ήθελα να ξέρω τι εξομολογήθηκαν τα σύννεφα. Όταν ο πιστός εξομολογείται στον ιερωμένο, λέει κυρίως (αν και όχι μόνο) αμαρτίες και ζητά άφεση. Πώς ισχύει αυτή η πράξη στα σύννεφα και τη γη; Επίσης, πώς ο καημός πήρε τη θέση των σύννεφων; (Ναι, υποβλητικότητα και, ναι ποιητική ελευθερία, μα κάθε ελευθερία έχει και τα όρια της!)

4. Στο 2ο, ο ποιητής δίνει “εικονική υπόσταση” της μελαγχολίας του. “Για να τη νιώσουμε, ας τη συλλάβουμε πρώτα ζωγραφικά” κλπ. Μελαγχολικό νεανικό πρόσωπο [που το ξέρει;], σε μια κατάσταση λύπης, με το χέρι του [πάλι που το ξέρει;] ακουμπισμένο μες τα μαλλιά.

Μα το κείμενο λέει πως κάτι “μελαγχόλησε”. Και αν ακολουθήσουμε τη λογική του 1ου, ο στίχος σταματά εδώ. Μα, φυσικά, το χέρι δεν μπορεί να είναι ξεκρέμαστο κι έτσι, ναι, συνδέεται με το ρήμα “μελαγχόλησε”!

Η αυθαιρεσία εδώ είναι πολύ χειρότερη από το 1ο.

Πώς στην ευχή, ακόμα και με ποιητική ελευθερία, μελαγχολεί ένα χέρι μέσα στα μαλλιά;

Μα το τελικό σχόλιο “Ο στίχος σημαίνει: έγινα όλος μια λύπη” είναι πραγματικό κερασάκι επανάληψης της έννοιας με άλλα λόγια, σε μια τούρτα κριτικής αυθαιρεσίας.

5. Στην πραγματικότητα έχουμε, όπως τις περισσότερες φορές με τον Ελύτη, μια προσποίηση. Δεν πιστεύω ούτε στιγμή πως δέθηκε “σε κόμπο λύπης” στη συγκεκριμένη περίπτωση.

Η φράση “Τη θέση τους” λειτουργεί διπλά – και ως αντικείμενο του εξομολογήθηκαν και του “επήρε” μα δίχως βαθύτερη έννοια. Η υπερβολή “όλα τα σύννεφα” επίσης δεν έχει βαθύτερο νόημα.

Η κατάληψη της θέσης των σύννεφων από τον καημό είναι για μένα εντελώς ασύλληπτη.

Ακόμα πιο ασύλληπτη είναι η μελαγχολία του χεριού.

Ναι ωραία “σύμβολα” μα μόνο στη σουρεαλιστική, επιτηδευμένη λειτουργία τους.

Αναμφίβολα τέτοια ποίηση αρέσει σε ορισμένους, μα δεν είναι πραγματική ποίηση: είναι παρα-ποίηση!

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *