1. Εκτός από μερικούς γραφιάδες στο InteLLiGentsia 03 που αναφέρονται στην ποίηση (δειγμάτισα δύο στο προηγούμενο) και οι εκδότες και ο Δ. Βαρβαρήγος ως προλογιστής εξηγούν τι είναι ποίηση.
Στο οπισθόφυλλο βρίσκουμε ένα παραφουσκωμένο φληνάφημα της κας Δημουλά, τώρα επίσημης “ποιήτριας” στην Ακαδημία Αθηνών (Μάρτης 2018). Προσέξτε την απύθμενη προσποίηση και ασχετοσύνη της: “Η ποίηση είναι από τα πιο επηρμένα μυστήρια, τα πιο αχανή, και μόνο ικανοποίηση στις παρομοιώσεις δίνεις αν πεις ότι η ποίηση είναι ένα μείγμα εύγεστων δηλητηρίων σε χρυσά δελεαστικά ποτήρια…” κ.λπ.
Δυστυχώς στη χώρα μας μόνο η μπούρδα έχει πέραση. Ποιο “επηρμένο” και “αχανές μυστήριο”, ποιο “χρυσό δελεαστικό ποτήρι” βρίσκουμε στις ακόλουθες γραμμές κυρίου με 10 ποιητικές συλλογές και πλούσιο λογοτεχνικό έργο, ο οποίος πασκίζει να μιμηθεί τον Σεφέρη;
Στον ώμο ολόγυμνος / του φεγγαριού ο Αύγουστος //
Εκεί μας βρήκε η θάλασσα / στα λαξεμένα αρμυρίκια…//
το τέλος του καλοκαιριού μας βρήκε
να ψάχνουμε στις γειτονιές / με τις ωραίες κοιμωμένες /
τις φύτρες της αγάπης μας. / σ 229.
Πώς στην ευχή νοείσαι (= εικονίζεις, σκέφτεσαι, οραματίζεσαι, διανοείσαι) τον ώμο ενός μήνα (ή του φεγγαριού); Το επίθετο «ολόγυμνος» όχι μόνο δεν βοηθάει, μα απεναντίας επιτείνει την ασυναρτησία. Από πού κι ως πού είναι “λαξεμένα” τα αρμυρίκια – από ποιον και με ποιο τρόπο; Μετά, η “ωραία κοιμωμένη” είναι παραμύθι ή το άγαλμα του Χαλεπά στο νεκροταφείο. Η «φύτρα» πάλι είναι φυτικό έμβρυο που πάει να βλαστήσει ή υποδείχνει γένος/καταγωγή. Δεν υπάρχει ίχνος γνήσιας εμπειρίας εδώ ή μυστηρίου. Μόνο επιθυμία για «ποίηση» και συνεπώς προσποίηση και παραποίηση.
2. Υπάρχει λίγο μυστήριο, μα όχι μείγμα δηλητηρίων, ούτε χρυσό ποτήρι εδώ, σε ένα ποιηματάκι από μια συλλογή του 1987:
Ολόγυμνες στη μέση της πλατείας
λιγνές μορφές που πλάσαν οι βοριάδες
κατάπληκτες στέκονται οι λεύκες.
Σταμάτησαν να φλυαρούν //
κι απορημένες βλέπουν τους ανθρώπους
σκυφτούς με σηκωμένους τους γιακάδες
της έγνοιας και του πάθους να περνούν
χωρίς ποτέ να τις κοιτούν.
Με την υπερβολή “ολόγυμνες” και μάλιστα “στη μέση της πλατείας” ο ποιητής με ξαφνιάζει καθώς η πρώτη σκέψη μου πάει σε γυναίκες/κοπέλες. Κι αυτό επιτείνεται με τις “λιγνές μορφές” και νιώθω περιέργεια με την ανατροπή και τη νέα σκέψη πως άνεμοι βορινοί πλάσαν τις μορφές που είναι “κατάπληκτες” και λύνεται το μυστήριο: είναι λεύκες. Και είναι γυμνές διότι έπεσαν τα φύλλα τους και φυσούν βοριάδες μέσα στον χειμώνα, που δεν δηλώνεται μα παρουσιάζεται με τον πρόσθετο υπαινιγμό των “σηκωμένων γιακάδων” στη δεύτερη στροφή.
Δεν φλυαρούν διότι δεν έχουν φύλλα που με τον άνεμο θροΐζουν.
Οι λεύκες, ανθρωποποιημένες ως λιγνές κοπέλες, μπορούν να είναι κατάπληκτες κι απορημένες και να κοιτούν. Μα είναι ο ποιητής που κοιτά μέσα από αυτές και νιώθει αυτά τα συναισθήματα. Σκυφτοί οι άνθρωποι περνούν με σηκωμένους τους γιακάδες όχι μόνο σακακιού ή παλτού μα κι έγνοιας και πάθους (=μεταφορά), που φορούν ως ρούχα και κάποια άλλη ώρα τα βγάζουν. Μα καθώς περπατούν είναι κυριευμένοι από έγνοια και πάθος και δεν βλέπουν ούτε τις λεύκες – ούτε τίποτε άλλο.
3. Πουθενά στους 8 στίχους δεν υπάρχει ασυναρτησία, αναντιστοιχία και σύγχυση. Όλα τα σχήματα λόγου εναρμονίζονται και συμβάλλουν στην έκφραση της ιδέας πως οι άνθρωποι είναι τόσο τυλιγμένοι από τα προσωπικά πάθη και τις έγνοιες τους που δεν βλέπουν πια τη φύση ολόγυρα.
Οι ρίμες “βοριάδες / γιακάδες” και “φλυαρούν / κοιτούν” δένουν μαζί και δομικά τις δυο στροφές. Το ιαμβικό μέτρο (υ/ υ/ υ/ …) αλλάζει στον τρίτο και τέταρτο στίχο, στην 1η στροφή, για να μεταδώσουν κάτι από την κατάπληξη και το σταμάτημα της φλυαρίας – ενώ ο ιαμβικός ρυθμός συνεχίζει κανονικά στον τρίτο και τέταρτο στίχο, 2η στροφή! Έτσι και η μορφή και το μέτρο χρησιμοποιούνται για να προωθήσουν και να εκφράσουν τη νοηματική αλληλουχία.
Αυτό είναι ποίημα – όχι συνταρακτικό, μα απλό και συνεκτικό που δίνει ευχαρίστηση.