Π240 Η γραμματική της Ποίησης

Π240 Η γραμματική της Ποίησης

- in Ποίηση
0

Στις στροφές αυτές βρίσκουμε και ορθή σύνταξη και ασυνταξία, και αρετές και ελαττώματα. Υπάρχει μεγάλη υπόσχεση για όμορφη, καλή ποίηση μα και μια σοβαρή απειλή γλιστρήματος σε κακή ποίηση, σε προσποίηση και παραποίηση.

1. Ρόδο της μοίρας γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις

Μα έσκυβες σαν το μυστικό που πάει να λυτρωθεί

Δεν ξέρω ποιο ακριβώς είναι το “ρόδο της μοίρας” που ψάχνει τρόπους να “μας πληγώσει” μα το ρόδο ποιητικά δένει με το πλήγωμα αφού συνήθως τα τριαντάφυλλα έχουν αγκάθια. Το “γύρευες” έχει ηχητική συγγένεια με το ρ” (ρόδο, μοίρα, βρεις) το “β” (βρεις) και το “γ” (πληγώσεις) κι έτσι ταιριάζει καλύτερα από το “έψαχνες” ή “προσπαθούσες”. Έχει βέβαια και μια φιλοσοφική υπόνοια η γραμμή με το “μας” που γενικεύει το πλήγωμα: η μοίρα, υπονοεί, είναι εχθρική προς εμάς τους ανθρώπους ή όποιους δύο ή περισσότερους σκέφτεται ο ποιητής.

Δεν ξέρω ποια αντίθεση ακριβώς εισάγει το “μα” της δεύτερης γραμμής, αλλά το ρήμα “έσκυβες” είναι μια μεταφορά προσωποποίησης που υπαινίσσεται πρόσωπο που σκύβει προς κάποιο άλλο, πιο χαμηλά, για να ψιθυρίσει κάποιο μυστικό. Έτσι το μυστικό λυτρώνεται καθώς γίνεται γνωστό και στο άλλο πρόσωπο ενώ αυτό που το εκμυστηρεύεται νιώθει ανακούφιση. Είναι μια εξαιρετική γραμμή με ορθή ποιητική σύνταξη.

2. Τα μυστικά της θάλασσας ξεχνιούνται στα ακρογιάλια

Η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό

Λάμπουνε ξάφνου πορφυρά της μνήμης τα κοράλλια…

Είναι δυο στροφές πιο κάτω στο ίδιο ποίημα.

Εδώ έχουμε πάλι “μυστικά” που όμως “ξεχνιούνται”. Ποια είναι αυτά ακριβώς τα μυστικά της θάλασσας; Μπορούμε να υποθέσουμε πολλά δίνοντας κι εδώ μια φιλοσοφική υπόνοια, έστω και αν δεν μπορούμε να συλλάβουμε την έννοια με ακρίβεια. Το ρήμα ξεχνιούνται υπονοεί πως (α) οι κολυμβητές ξεχνούν όταν φτάνουν στην ακρογιαλιά τα όποια μυστικά έμαθαν στη θάλασσα και (β) τα ίδια τα μυστικά μένουν, σβήνουν, χάνονται στην ακρογιαλιά.

Η δεύτερη γραμμή είναι σχεδόν παράλληλη με όμοιο νόημα. Η σκοτεινιά του βυθού που εμπειράται όποιος βουτά βαθιά χάνεται, αφήνεται πίσω, όταν αναδύεται στην επιφάνεια, μα και η ίδια σβήνει στον αφρό της επιφάνειας.

Και στις δυο γραμμές η ποιητική σύνταξη είναι ορθή, ικανοποιητική.

Η τρίτη γραμμή εισάγει την αντίθεση της θύμησης, της “μνήμης”. Και οι αναμνήσεις παρομοιάζονται με κοράλλια που “λάμπουνε ξαφνικά” – αναμνήσεις και κοράλλια. Μα γιατί “πορφυρά”; Ναι τα κοράλλια μπορεί να έχουν αυτήν την απόχρωση – όταν ηλιόφως περνά το νερό και πέφτει πάνω τους. μα τι είναι “πορφυρές” αναμνήσεις; (Θα ήταν καλύτερο ‘φωτεινά’ – με την παρήχηση του φ (ξάφνου) και του ν (λάμπουνε ξάφνου, μνήμης).

Εδώ υπάρχει ασυνταξία: δεν υπάρχει αντικειμενική αντιστοιχία. Ο ποιητής παρασύρεται και προσδιορίζει το κοράλλια με ένα επίθετο (πορφυρά) που όμως δεν προσδιορίζει ομοίως τις αναμνήσεις. Αυτή η παραποίηση χαλά τη γραμμή ποιητικά και υπονομεύει όλη την τεχνική μα και τη φιλοσοφική διάσταση.

Έτσι στις στροφές αυτές βρίσκουμε και ορθή σύνταξη και ασυνταξία, και αρετές και ελαττώματα. Υπάρχει μεγάλη υπόσχεση για όμορφη, καλή ποίηση μα και μια σοβαρή απειλή γλιστρήματος σε κακή ποίηση, σε προσποίηση και παραποίηση.

3. Σε ένα πολύ μεταγενέστερο “ποίημα” ο ίδιος ποιητής γράφει για το βράδυ παρομοιάζοντάς τον ερχομό του σαν πουλί τραυματισμένο.

Σαν ένα πουλί με σπασμένη φτερούγα/ που θα ’χε χρόνια μέσα στον αγέρα ταξιδέψει/ σαν ένα πουλί που δεν μπόρεσε να βαστάξει/ τον αγέρα και τη φουρτούνα/ πέφτει το βράδυ.

Εδώ είναι σκέτη προσποίηση. Γιατί διευκρινίζει πως το πουλί ταξίδεψε “μέσα στον αγέρα”; Πού αλλού δηλαδή θα ταξίδευε ένα πουλί – στο νερό; Μετά, “ποια φουρτούνα” έχει ο αγέρας; Το φαινόμενο ανήκει στη θάλασσα. Έστω, ας πούμε μια μεταφορά. Τέλος, το βράδυ πέφτει εντελώς φυσιολογικά και όχι επειδή τραυματίστηκε ή κουράστηκε σε φουρτούνες. Μπορεί να κουράστηκε ο ποιητής στη διάρκεια της μέρας, μα δεν χρειάζεται να τα φορτώνει συμβολικά στο βράδυ.

Εδώ ο ποιητής στρέφεται στη χρήση προσωπικών συμβόλων που δεν έχουν κατ’ ανάγκη οικουμενική, αναγνωρίσιμη πανανθρώπινη σημασία. Ξεφεύγει, όπως έχουν κάνει οι περισσότεροι σύγχρονοι ποιητές και σε άλλες χώρες, από τη σύνταξη της ποιητικής σε ασυνταξία με το άλλοθι της “ποιητικής ελευθερίας”. Η παρομοίωση πουλί-βράδυ θέλει να δείξει τη δική του ψυχολογική διάθεση.

Και δυστυχώς, αργότερα, προτίμησε να κινείται σε αυτό το λούκι όλο και περισσότερο.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *