1. Ξεχάστηκε το δειλινό / μέσα στων λιόδεντρων τα φύλλα. /
Απόρησαν όλα τα πουλιά/ πώς μια στιγμή εσπερινή
Κατάφερε και κέντησε / τόσες μαβιές νταντέλλες.
Είναι από μια πρώτη συλλογή, 1970, Άνεμος και ψυχή της Ε. Πολυχρονοπούλου. Έχει μια απλότητα περιφρονημένη που όμως είναι η ψυχή της ποίησης. Η ‘εσπερινή’ (όχι ‘δειλινή/βραδινή’ για να συσχετιστεί με τον εκκλησιαστικό εσπερινό) στιγμή σαν βελόνα ‘κεντά’ μέσα από φυλλωσιές σχήματα σαν ‘δαντέλλες’ στο μαβί φως της δύσης. Και τα πουλιά ‘απορούν’ τιτιβίζοντας.
Υπάρχουν πολλές λυρικές γραμμές, οι περισσότερες δίχως έμπνευση. Μα και το επόμενο έχει την ίδια απλότητα:
‘Με τα μάτια χαμένα / στα κύματα και στην ομίχλη //… Τα ονείρατα ταξίδεψαν /
στ’ άσπρα φτερά των γλάρων //… Λουλούδια με ψυχή στα πέταλα…’
Συχνά, όπως φαίνεται, δίχως νόημα: καλή ποίηση και προσποίηση μαζί. Οι γλάροι δεν πάνε μακριά: γυροφέρνουν – ενώ η πρόθεση είναι πως τα «ονείρατα» θα φθάσουν μακριά.
2. Τη γνώρισα μερικά χρόνια πριν πεθάνει το 1982 (54 ετών). Παντρεμένη, είχε μια κόρη κι έναν γιο. Στη Χίο.
Ασχολιόταν με τη λογοτεχνία και τα πολιτισμικά του νησιού. Πάνω από όλα την έλκυε η ποίηση. Ήθελε να είναι ‘ποιήτρια’, να ανήκει στον ευρύτερο ποιητικό κύκλο και να μείνει με την ποίησή της στην αιωνιότητα!
Σε μένα τουλάχιστον το είπε καθαρά αρκετές φορές. Μα δεν άκουε όταν της έλεγα πως για να γράφεις καλή ποίηση που θα μείνει ‘στην αιωνιότητα’ χρειάζεσαι τρία πράγματα.
Πρώτον και κύριο γνήσια έμπνευση – σπάνιο χάρισμα, που νομίζω το είχε. Δεύτερον, ευρύτερη μελέτη κι επαφή με την καλύτερη ποίηση. Τρίτον πειθαρχία και βαθύτερη Αυτογνωσία, το δυσκολότερο.
Η πειθαρχία καθαρίζει το δρόμο της έμπνευσης. Η έμπνευση φέρνει τις ιδέες και τη δημιουργική ενέργεια. Η μελέτη θα δώσει τελικά τη μορφή που κρατά την ομορφιά και σοφία της Ποίησης.
3. Τα ποιήματα της Ε. Πολυχρονοπούλου δείχνουν πως υπήρχε η έμπνευση. Μα η λαχτάρα να είναι ποιήτρια στον ποιητικό κύκλο, αντί να γράφει καλά ποιήματα μετά από πολύ μελέτη και πειθαρχία, οδήγησε στην εύκολη φλυαρία του σκοτεινού και άλογου, που έχει επικρατήσει από τον ‘ώριμο’ Σεφέρη κι έπειτα.
Πάει καιρός που πέθαναν τα δάκρυα…
Τώρα ξαναγεννήθηκαν / χλωμά μαργαριτάρια /
Αυτές οι γραμμές (όπως πολλές άλλες) είναι σαχλαμάρα συναισθηματισμού που προσποιείται συγκίνηση – ενώ δεν λέει τίποτα. Τα δάκρυα δεν πεθαίνουν και μόνο ετσιθελικά γίνονται μαργαριτάρια τα οποία, πάλι, δεν είναι χλωμά , αλλά λευκά.
Αλλού γράφει πως η ‘αγέρινη θλίψη’ μεταμφιέστηκε σε ‘κέρινη μορφή’.
4. Μα ακόμα και στην πρώτη συλλογή βρίσκουμε, εκτός από τα λίγα λυρικά κομμάτια, μια σφιχτοδεμένη στροφή:
Οι μνήμες σκοντάφτουν / στις άσπρες ταφόπετρες,/
Και η γεύση της ζωής/ έχει την πίκρα του θανάτου.
Ευτυχώς στις μεταγενέστερες συλλογές της Ε. Πολυχρονοπούλου βρίσκουμε στίχους με την ίδια ποιότητα. Βρίσκουμε όμως και γραμμές όπως ‘απόθεμα δάκρυου που βρέθηκε στη στέρνα της ψυχής’, όπου αναρωτιέσαι πώς θα ξεχώριζες το απόθεμα (!) δάκρυου σε μια στέρνα.
Στην τρίτη συλλογή Γυμνό Χορτάρι (1975) βρίσκουμε πάλι τον απλό λυρισμό ‘Δάκρυσαν τα μαστιχόδεντρα / Στο χώμα στρώθηκαν διαμάντια’. Μα είναι εγκεφαλικός, μια γενίκευση. Αν ήταν στον ενικό, ένα μαστιχόδενδρο, θα μετέδιδε τη συγκίνηση της άμεσης εμπειρίας της στιγμής.
‘ Έγδυσα τη σιωπή / κι είδα το πρόσωπο του ολέθρου / να καγχάζει /.’ Πώς στην ευχή γδύνεις τη σιωπή;… Όντως, εδώ καγχάζει όλεθρος ποίησης!
5. Μα υπάρχει και φωτεινή ανάταση στη συλλογή αυτή όπως (σ.61)-
‘Πέρα στα αλώνια του ήλιου / ανταμώθηκαν τα στάχυα / με το γέλιο του Ιούνη.
Πασπαλισμένο με χρυσόσκονη / το χώμα μοσχοβόλησε / φρέσκο σταρένιο ψωμί. /
Εδώ το ‘γέλιο’ είναι αφενός κυριολεκτικό στους αγρότες που αλωνίζουν και μεταφορικό στο ηλιόφως της καλοκαιρινής ημέρας. Οι έξι στίχοι δίνουν μία δεμένη εικόνα με λυρισμό και νόημα.
Δυστυχώς δεν συμβαίνει αυτό συχνότερα. Μα θα επανέλθω.