Π134: Σινόπουλος Τάκης

Π134: Σινόπουλος Τάκης

- in Ποίηση
0

1. Τον Σινόπουλο (1917-81) τον ανέφερα παλαιότερα ως κριτικό. Σήμερα θα τον εξετάσω και ως στιχουργό – σε συνάρτηση με σχόλια του Τ. Καρβέλη.

Σε μια ραδιοφωνική συνέντευξη που δεν μεταδόθηκε μα δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ (14/5/1983) είπε τα εξής: “Εταύτισα συχνά το παρελθόν και το παρόν ή αντέστρεψα τη θέση τους [στην ποίησή μου] κινώντας μέσα στον χώρο συγκεκριμένα πρόσωπα με συγκεκριμένη δράση… υπακούοντας στους εκτροχιασμούς, τις παρεκτροπές ή τους αυθαίρετους συνδυασμούς της μνήμης… Οι αγώνες των ανθρώπων να λυτρωθούνε από τα καταπιεστικά συστήματα… από ξένες κυριαρχίες, ύστερα η συντριβή των αγώνων, οι ήττες, οι διαψεύσεις, ο συνεχής φενακισμός [= εξαπάτηση] του ανθρώπου μέσα στην καθημερινή του συνθήκη – όλα αυτά σημαδέψανε την ποίησή μου, όπως σημαδέψανε και την προσωπική μου ζωή. Κανείς δεν γίνεται ποιητής χωρίς να πληρώσει προσωπικά… Προ παντός μέσα στο δικό μας χώρο, την Ελλάδα, που δεν είναι πια δικός μας”.

Παρεκτροπές και αυθαίρετοι συνδυασμοί της μνήμης – αυτό είναι το στίγμα.

2. Παίρνω λίγες γραμμές από το “Καιόμενος”, Μεταίχμιο Β΄

… Ήταν/ στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο/ όταν του 

μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται./ Μα δε φωνάζει βοήθεια. Όμως εκείνος καιγόταν μονάχος./ Καταμόναχος. Κι όσο αφανιζόταν/ τόσο άστραφτε το πρόσωπο.// Γινόταν ήλιος//Στην εποχή μας…/ άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.// Ο ποιητής μοιράζεται στα δύο.

Έχουμε μια αλληγορία για τον αριστερό αγωνιστή που μόνος “καταμόναχος” (δεν είναι αλήθεια αφού και άλλοι σύντροφοι έκαναν το ίδιο) σκοτώνεται, αφανίζεται στην εμφυλιακή μάχη. Αλλά συγχρόνως μετουσιώνεται σε ήλιο ηρωισμού και “ηθικής ανωτερότητας”. Και ο ποιητής επικροτεί και συμμετέχει στον “αγώνα” μα συγχρόνως είναι και θεατής και αφηγητής ανάμεσα σε αυτούς που χειροκροτούν.

“Υπάρχει,” γράφει ο Τ. Καρβέλης (σ 218) “δραματική ένταση, που προοδευτικά πυκνώνει κι ενισχύεται με το λιτό, σύντομο, μικροπερίοδο λόγο”.

Δύο σχόλια, (α) Ξεχνούν οι προσποιητές όλοι και οι ψευτοκριτικοί πως τον εμφύλιο τον ξεκίνησαν οι κομμουνιστές του Ζαχαριάδη για να καθυποτάξουν τη χώρα στη σταλινική Σοβιετία – παρά τις αντιρρήσεις του ίδιου του Στάλιν. Ξεχνούν επίσης πως και η άλλη πλευρά πολέμησε γενναία και είχε πολλούς νεκρούς.

(β) Ούτε η αλληγορία, ούτε “ο λιτός, μικροπερίοδος λόγος” παράγουν ποίηση. Ο αφανιζόμενος γίνεται ήλιος μόνο στα λόγια του Σινόπουλου. Εδώ έχουμε κάκιστη ποίηση, πρόζα κομμένη “ποιητικά” που δεν λειτουργεί ποιητικά. Δείγματα ποιητικής λειτουργίας έχω δώσει άφθονα.

3. Παίρνω ένα μεταγενέστερο δείγμα: “Το ταξείδι”, Πέτρες 1972. Το ψευτοποιητικό πεζό συνεχίζει:

«Στα σπλάχνα μου υπάρχει τώρα ένας μύλος, αλέθει το σκοτάδι της 

ηλικίας μου και δε σου λέω για τις φωνές που περπατάνε στο μυαλό, 

μήτε για κείνο το ποτάμι που περάσαμε προχτές και τα νερά του

πλημμυρίζοντας από παντού τη μνήμη – εσύ// και κολλήσανε χιλιάδες χρόνια που σε κράταγα…»

Εδώ έχουμε δυο “μικτά” όπως λέγονται σχήματα λόγου και μια υπερβολή στο τέλος. Οι “φωνές που περπατάνε στο μυαλό” είναι αποδεκτές. Ο μύλος στα σπλάχνα που αλέθει σκοτάδι είναι σκέτη ασυναρτησία–παραποίηση. Ομοίως το ποτάμι που πλημμύρισε “τη μνήμη – εσύ”.

Η υπερβολή “χιλιάδες χρόνια” δεν μπορεί να λειτουργήσει ποιητικά και να πείσει διότι είναι κοινό ιδίωμα και διότι βρίσκεται σε μια ψευτορεαλιστική ατμόσφαιρα πρόζας και αυξάνει την παραποίηση.

4. Παίρνω κι ένα δείγμα από τα τελευταία του: “Σοφία”, Νεκρόδειπνο (1981).

«Ανεξιχνίαστη μεσουρανούσα ανάμεσα στα διψασμένα δέντρα του Ιουνίου κυμάτιζε, νύχτες και νύχτες η Σοφία, πέθανε ο πατέρας της σε φοβερό// δυστύχημα πριν έξη μήνες, μαύρο φόρεμα, μαύρο μαλλί, και το κορμί ψημένο επίπονα τα μεσημέρια στο Σαρωνικό, το στήθος σκύβοντας,// τόντις ωραία, περήφανα τα δύο της στήθια, κι ο Λευτέρης ήξερε, μονάχα αυτός, κλειστή Σοφία, κι ας έπαιζε τα πόδια της στο κάθισμα…»

Αν διαβάσουμε άλλες δώδεκα αράδες υπομονετικά, το ίδιο τίποτα θα βρούμε. Μόνο δυο λέξεις “μεσουρανούσα” και “κυμάτιζε” είναι μεταφορές ποιητικές. Αλλιώς, ναι, οι κοφτές φράσεις αραδιασμένες κολλητά λένε – όμορφη, τσαχπίνα, με καλοφροντισμένο παρουσιαστικό, δοσμένη στη διασκέδαση, μόνο με τον Λευτέρη τα είχε.

Γιατί άραγε γράφουν τέτοια πράγματα και αυτοβαπτίζονται “ποιητές”;

5. Ο Σινόπουλος έγραφε και στοχασμούς για την ποίηση: Η ποίηση της ποίησης (1976 Ερμής).

Τον φαντάζομαι να κάθεται και να συλλογιέται τα δικά του στιχουργήματα με μεγάλη αυταρέσκεια και να γράφει (σ 317):

Πίσω από την καθημερινή κόλαση των λέξεων τα ποιήματα ανασαίνουν ζωντανά και το καθαρό τους νόημα καθρεφτίζει παντού μια φανταστική ευτυχία που ποτέ δεν θα πυρποληθεί”.

Λες και διάλεξε τις λέξεις (από πού κι ως πού αυτές καθημερινή κόλαση;) με ακρίβεια για να μην έχει νόημα η πρόταση.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *