Π128: Υποκειμενισμός & Ποίηση

Π128: Υποκειμενισμός & Ποίηση

- in Ποίηση
4

1. Ο George Watson ήταν ένας γνωστός καθηγητής και (φημισμένος) κριτικός στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα (The Literary Critics, 1986). Στο βιβλίο του The Discipline of English (1978: Η Πειθαρχία της Αγγλικής) αναφέρεται στον “υποκειμενισμό” που κυριάρχησε και στην Ποιητική και στην κριτική με την αντίληψη “γράφω όπως μου αρέσει” και “η γνώμη μου μόνο έχει σημασία”.

Ο υποκειμενισμός είναι φυσικά αναπόφευκτος. Κανείς δεν μπορεί να είναι απόλυτα αντικειμενικός σε όλα όση προσπάθεια κι αν καταβάλει. Όλοι κουβαλάμε το φορτίο του παρελθόντος με αυτά που κληρονομήσαμε στην οικογένεια και αυτά που μάθαμε αργότερα στα σχολεία και στη ζωή γενικότερα. Μερικές αντιλήψεις καταχωνιάστηκαν τόσο βαθιά στα υπόγεια του νου, που συχνά ούτε ξέρουμε πως υπάρχουν. Κάποιες είναι αναληθινές ή ελλιπείς. Αλλά αυτές διαμόρφωσαν και συντηρούν τα γούστα μας και σχηματίζουν ένα πλέγμα μέσα από το οποίο φιλτράρονται οι εντυπώσεις από το περιβάλλον.

Έτσι, ναι, ο υποκειμενισμός είναι μια πραγματικότητα.

2. Υπάρχει όμως και μια μεγάλη διαφορά.

Υπάρχει κι ένας αντικειμενικός κόσμος στον οποίο ζούμε και κινούμαστε και δεν μπορούμε να τον παραγνωρίζουμε πλήρως επειδή κάποιες απόψεις του ίσως δεν μας αρέσουν. Το νερό θα κοχλάσει στους 100 βαθμούς Κελσίου, όχι στους 90ο, και δεν μπορούμε να πετάξουμε όπως τα περιστέρια ή τα χελιδόνια.

Ναι, υπάρχει το παλαιό Λατινικό ρητό de gustibus non (est) disputandum “τα γούστα δεν είναι για συζήτηση”. Και ισχύει.

Όμως ισχύει μόνο σε περιοχές όπου δεν ισχύουν φυσικοί νόμοι και κανόνες.

Πολλοί άνθρωποι προτιμούν, για λόγους όχι πάντοτε γνωστούς, αχλάδι, άλλοι μήλο, άλλοι πορτοκάλι και ούτω καθεξής. Σε ορισμένους πάλι αρέσει το γαλάζιο χρώμα στα ρούχα, στους τοίχους κλπ, σε άλλους το κίτρινο κοκ. Δεν μπορεί κάποιος να πει “Ε, ξέρετε, το ροδάκινο είναι καλύτερο, ή το κόκκινο χρώμα…” Εδώ ισχύει όντως “τα γούστα δεν είναι για συζήτηση”.

Κατά παρόμοιο τρόπο, σε κάποιον αρέσουν οι ρομαντικές νουβέλες ή ταινίες, σε άλλον οι αστυνομικές, σε τρίτο οι ρεαλιστικές κοκ.

Αλλά, υπάρχουν καλά και κακά μήλα, καλές και κακές ρομαντικές νουβέλες και ταινίες. Το μήλο έχει τη φύση του: στην καλύτερη ώριμη κατάστασή του είναι γλυκό (ή γλυκόξινο – άλλη ποικιλία), σφιχτό και ζουμερό. Ο άνθρωπος επίσης έχει τη φύση του που κανονικά δεν ανέχεται το άγουρο ή χαλασμένο φρούτο. Ένα σάπιο μήλο δεν αρέσει σε κανένα!

3. Σε ορισμένους ανθρώπους, λίγους μάλλον και με κάποια παιδεία, αρέσει η ποίηση. Σε άλλους, πολύ περισσότερους, δεν αρέσει καθόλου.

Εδώ τώρα επίσης, υπάρχει καλή ποίηση και κακή ή παραποίηση. Η ποίηση γράφεται (παλιά εκφωνούνταν) με αναπόδραστους κανόνες. Αν είναι θέμα προσωπικής έκφρασης για ίδια, δική σου κατανάλωση, γράφεις ό,τι και όπως θες. Αν όμως δημοσιεύεις, τότε προσπαθείς, προτείνεις επικοινωνία με αναγνώστες: τους στέλνεις κάποιο μήνυμα.

Αν λοιπόν επιχειρείς επικοινωνία, τότε η πρώτη αρχή απαιτεί να χρησιμοποιείς μια κατανοητή, έλλογη γλώσσα – όπως είναι αυτές οι προτάσεις. Βέβαια, ένα ποίημα δεν έχει κατ’ ανάγκη τη σύνταξη της πρόζας όπου τα πάντα, ή σχεδόν τα πάντα, υπάγονται σε αυστηρούς κανόνες συντακτικούς. Η πεζότητα στην ποίηση είναι καταδικαστέα.

Η ποίηση έχει πολύ μεγαλύτερη ελευθερία, έχει ελλειπτικότητα, μεταφορές, υπερβολές, προσωποποιήσεις, συνεκδοχές και άλλα σχήματα λόγου και κάποιο ρυθμό, έστω κι αν πρόκειται για ελεύθερο στίχο.

Κάθε καλό ποίημα δημιουργείται από απλές βασικές αρχές.

4. Όπως έχω επανειλημμένα γράψει, η Αντικειμενική Αντιστοιχία (ή συσχέτιση ή, όπως λάθος την απέδωσαν μερικοί που θα έπρεπε να γνωρίζουν καλύτερα, συστοιχία) είναι απαραίτητη.

Η ΑΑ είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου για την καλή ποίηση. Μπορείς να γράψεις στο μεταμοντέρνο στυλ:

Άρωμα σκουριάς/ Γδέρνει το φως/ ξυστής μοναξιάς/

Με γογγυτά γάμπας/ Και μύγες χάους/ Στη σχισμή κράμπας.//

Και μπορεί μερικοί κριτικοί και άλλα μέλη του ποιητικού κύκλου να βρουν αρχέτυπα σύμβολα και να προβούν σε εγκώμια, μα, παρά τα εξωτερικά στολίδια της ρίμας, των παρηχήσεων κλπ, πρόκειται για αρλούμπα, τώρα μόλις κατασκευασμένη για την περίπτωση μας!

Απλά, ο Όμηρος έγραψε για τη “ροδοδάχτυλη αυγή” κι ο Ελύτης για το κόκκινο χαστούκι της παπαρούνας. Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε ΑΑ! Και κάθε καλό ποίημα έχει την έγκυρη γραφή, όπως ανέφερα σε προηγούμενο άρθρο126. Ποίηση: Ακρισία (Β’): Βύρων Λεοντάρης.

5. Υπάρχει σίγουρα η “ποιητική ελευθερία” η οποία ξεχωρίζει την ποιητική γραφή από τον πεζό λόγο. Εκλεπτύνει κι εξαϋλώνει, θα λέγαμε, την πρόζα.

Μα η ποιητική ελευθερία δεν μπορεί να κάνει το νερό να κοχλάσει στους 90ο Κελσίου. Ομοίως δεν θα κάνει την καλοκαιρινή αυγή “μαυροδάχτυλη” ούτε το χαστούκι της παπαρούνας πράσινο!

Στις δεύτερες περιπτώσεις έχουμε αν-αντιστοιχία – κοινώς «αρλούμπα».

4 Comments

  1. Ανώνυμος

    Γράφετε πολύ καιρό για την ΑΑ, και εγώ άθελά μου τα διαβάζω, οπότε ίσως δεν θα έβλαπτε μία γραπτή επιβεβαίωση για το ότι τα διαβάζει τουλάχιστον ένας. Τα καταλαβαίνει όμως;

    Επ΄αυτού, παραθέτω μερικές σκέψεις για το ζήτημα της ΑΑ, ώστε να τις επικυρώσετε (ή όχι).

    α) Όταν λέτε ΑΑ, εννοείτε "αντιστοιχία με το αντικειμενικώς νοούμενο", έτσι δεν είναι; Δηλαδή, αυτό που αντιλαμβάνεται και κατανοεί ο νους όταν είναι στραμμένος στα όντως δρώμενα του φυσικού κόσμου και όχι στις ειδικές του φαντασιώσεις. Στο λογικό ερώτημα "πως μπορεί να υπάρχει αντικειμενικότητα σε κάτι νοούμενο", υποθέτω ότι η απάντηση έχει προ-πολλού δοθεί στη γνωστή ιστορία με το σχοινί που έμοιαζε να είναι φίδι (πηγή: https://en.wikipedia.org/wiki/Adhyasa).

    β) Με αυτή την έννοια τι ακριβώς είναι το "κόκκινο χαστούκι της παπαρούνας"; Ουδέποτε με χαστούκισε παπαρούνα, εκτός αν εννοεί ότι (μερικές φορές) όταν τις κοιτάζεις από κοντά, τυχόν δυνατό αεράκι μπορεί όντως να παρασύρει ένα πέταλο μέχρι το μάγουλο σου. Αυτό είναι;

    γ) Έτσι, το "κόκκινο χαστούκι" μπορεί να ειπωθεί και ως "κόκκινο φιλάκι" ή "κόκκινο άγγιγμα", ίσως καλύτερα από "χαστούκι", εδώ που τα λέμε.

    δ) Η ΑΑ φαίνεται να είναι ένας αλγόριθμος (βλ. https://en.wikipedia.org/wiki/Algorithm) συσχετισμού ενός ποιητικού δρώμενου, με δρώμενο στον πραγματικό κόσμο. Σε τέτοια περίπτωση, στο μέλλον θα υπάρχει όλο και λιγότερη καλή ποίηση, αφού η εμβέλεια της εμπειρίας των συνανθρώπων με το φυσικό κόσμο γίνεται όλο και πιο περιορισμένη, καθώς έχουμε κλειστεί σε πόλεις και προστατευμένες συνήθειες.

    ε) Σε άλλη περίπτωση, ακόμη και κάποιος που δεν έχει αγγιχθεί από παπαρούνα, ίσως δικαιούται να επιδώξει ποίηση εξυμνώντας την ομορφιά ενός καθοδικού σωλήνα ηλεκτρονίων, δίπλα στη ζεστασιά του οποίου μπορεί να πέρασε μία βραδυά γρατσουνώντας την ηλεκτρική του κιθάρα. Πιο ηλικιωμένοι άνθρωποι όμως, δεν θα αναγνώριζαν ΑΑ σε ένα τέτοιο παράδειγμα, διότι απλώς δεν (θα μπορούσαν να) έχουν τη σχετική εμπειρία. Η έλλειψη εμπειρίας στον αντικειμενικό κόσμο, φαίνεται να είναι εμπόδιο για την αναγνώριση της ΑΑ, κάτι που θα εξηγούσε και το γιατί ελάχιστοι άνθρωποι ενδιαφέρονται.

    στ) Οι στίχοι που παραθέσατε είναι πράγματι αρλούμπες, διότι τους σκαρώσατε επίτηδες να είναι τέτοιες. Ακόμη και έτσι όμως, υπάρχει κάμποση ΑΑ στο "άρωμα σκουριάς" (όντως το σκουριασμένο μέταλο έχει χαρακτηριστική οσμή), στο "γογγυτά γάμπας" (ευθεία αναφορά στη φιλήδονη προσέγγιση προς το συγκεκριμένο ανθρώπινο μέλος), στις "μύγες χάους" (οπτικοποίηση της σήψης και βιολογικής αποσύνθεσης που παρατηρείται στους τόπους που συχνάζει το συγκεκριμένο έντομο): εν' τέλει όμως… αρλούμπες διότι ο ιθύνων νους (εσείς) δεν θέλει να τα συνδέσει, χάριν παραδείγματος. Αλλά, παρά την προσπάθεια, δεν μπορείτε πραγματικά να γράψετε αρλούμπες με την άνεση που θα το έκανε ένας γνήσιος αιθεροβάμων – η ποιότητα της σχέσης σας με τον κόσμο, σας επιβάλλει μέτρο/φρένο στην κατηφόρα του σκόπιμου σαχλαμαρίζειν. Τρία στα έξι στιχάκια, εξακολουθούν να σημαίνουν κάτι. 🙂

    Έχουν κατανοηθεί ορθά τα παραπάνω;

    Ευχαριστώ για το χρόνο σας.

    1. Νικόδημος

      Ευχαριστώ για την παρακολούθηση και τα σχόλια.

      Ναι, πολύ ορθά όλα γενικά. Η ΑΑ είναι πολύ απλή στην εφαρμογή – τόσο στη δημιουργική όσο και στην κριτκο-αναλυτική άποψη.
      Πχ λέμε “περδικόστηθη γυναίκα” ποτέ “αετόστηθη”. Ο αετός έχει μεγάλο ράμφος, πετά ψηλά και είναι άγριο μεγάλο πουλί, έτσι που η σύγκριση να μην ευσταθεί. Η πέρδικα έχει μικρό ράμφος. είναι στο μέγεθος (ευτραφούς) μαστού, πετά χαμηλά με τινάγματα και δεν είναι αρπακτικό.

      Σε μια μεταφορά πάντα υπάρχει μια συμπιεσμένη σύγκριση όπως ο μαστός με το πουλί. Τα δυο συγκρινόμενα πράγματα έχουν όντως κάποια συναφή σημεία που γίνονται σχετικά εύκολα αντιληπτά. Αν όχι, τότε η μεταφορά αποτυγχάνει.

      Τα “χαστούκι παπαρούνας” αποδίδει τη δυνατή, ξαφνική εντύπωση που κάποτε δημιουργεί το έντονο κόκκινο χρώμα στο μάτι, όπως ένα κοινό χαστούκι στο μάγουλο (που κοκκινίζει από την επίθεση)! Δεν έχει σχέση με άγγιγμα καθαυτό μα με το χρώμα και την ξαφνική αμεσότητα. Το “φιλάκι” δεν δημιουργεί κοκκινίλα στο μάγουλο ή στα χείλη. Για όμοια εντύπωση με “φιλί” θα μπορούσες να πεις ίσως – “πράσινο φιλί του (νιόβγαλτου) φύλλου”,

      Οι στίχοι που επινόησα είναι ασυνάρτητοι. Η σκουριά καθαυτή δεν έχει άρωμα εύκολα ή άμεσα αντιληπτό, μα μπορεί η ατμόσφαιρα γύρω της να αναδίνει κάποια οσμή μπόχας ή μούχλας ή ακαθαρσίας. Η γάμπα η ίδια δεν βογγά, μα μπορεί το γόνατο ή ο αγκώνας ή άλλη άρθρωση. Όσο για τις μύγες, η οπτικοποίηση υπονοεί ένα μεγάλο άλμα που ο νους δεν κάνει εύκολα ή άμεσα.
      Βέβαια, σε τελευταία, τελευταία ανάλυση, όλα τα πράγματα μπορούν να έχουν κάποιο σημείο σύγκρισης αν ο νους μας κάνει μερικά άλματα. Αλλά αυτή ακριβώς είναι και η διαφορά μεταξύ καλής και κακής έκφρασης.

      Ελπίζω να έγινε πιο κατανοητό το θέμα!

    2. Ανώνυμος

      Ευχαριστώ για την απάντηση και τις περιεχόμενες παροτρύνσεις για απλότητα στην όλη προσέγγιση. Διακρίνω τώρα ότι ίσως απέτυχα να ρωτήσω ευθέως, αν μπορεί να αναγνωρισθεί ΑΑ σε περιπτώσεις όπου κάποιος απλά δεν έχει την απαραίτητη εμπειρία ζωής. Π.χ. εγώ δεν έχω δει ποτέ πέρδικα, αλλά αυτό δεν κάνει τις πέρδικες λιγότερο υπαρκτές ή τους στίχους που τις εμπλέκουν λιγότερο καλούς. Άλλος, ίσως δεν έχει δει ποτέ καθοδικό σωλήνα ηλεκτρονίων. Φαίνεται πως κάποιος που επιδιώκει ΑΑ, φαίνεται να είναι αναγκασμένος να χρησιμοποιεί στοιχεία του κόσμου με τα οποία όλοι έχουν κάποια επαφή, π.χ. ο ουρανός, η αναπνοή, τα μάτια κλπ.

    3. Νικόδημος

      Στην ποίηση πάντα θα υπάρχει μια περιοχή ακατανοησίας, ακριβώς διότι ο αναγνώστης δεν έχει πάντα το ανάλογο εύρος εμπειρίας. Σήμερα με το Διαδίκτυο στη διάθεσή μας, όλοι μπορούμε να πληροφορηθούμε γοργά για την πέρδικα ή, κάπως πιο δύσκολα, για τον καθοδικό σωλήνα.

      Αλλά η ποιότητα του ποιήματος δεν θα κριθεί από μια μόνο μεταφορά ή άλλο σχήμα λόγου, εκτός κι αν είναι ένα σύντομο πραγματάκι. Ο καλός ποιητής (Σοφοκλής, Σεξπήρος, Σολωμός) πάντα προσπαθεί και κατορθώνει να γράψει σχήματα από κοινές εμπειρίες κατανοητά από τους πολλούς, οι οποίοι όμως έχουν κάποια στοιχειώδη παιδεία και οικειότητα με την κουλτούρα του έθνους – και κάπως ευρύτερα. Αλλά θα αποφύγει, σε αντίθεση με τον ψυχάκια που κάνει επίδειξη, εξειδικευμένες και δυσπρόσιτες αναφορές που δημιουργούν δυσκολίες (όπως κάνει ο Έλιοτ στο Έρημη Χώρα).

      Αυτό δεν είναι πρόβλημα σήμερα. Το πρόβλημα είναι η ασυναρτησία που πάραγεται με μια εντελώς λανθασμένη έννοια της “ποιητικής ελευθερίας”, την ενασχόληση με τις ψυχοπλακωτικές ανοησίες του κάθε φαντασιόπληκτου γραφιά και την ακατανόητη φιλοδοξία του να θεωρείται “ποιητής”.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *