1. Ένα κείμενο ακόμα για τον Β. Λεοντάρη ως “κριτικό” (Κείμενα για την Ποίηση, Νεφέλη 2001: όλα γραμμένα 1973-97).
Σε ένα του 1996 “Σημειώσεις για την ποιητική γραφή” αναφέρει και Το Πρόβλημα της Μεθόδου στη Μελέτη της Ποίησης της Λυδίας Στεφάνου ( Κάλβος 1972) και σημειώνει προσεκτικά τη διαφορά που η Στεφάνου επισημαίνει μεταξύ “έγκυρης” γραφής (“έτσι – όπως” = δηλαδή Αντικειμενική Αντιστοιχία) και “ανυπόστατης” (“έτσι – όπως εάν”) που παράγει παραποίηση, καθώς δίνει “σχέσεις ανύπαρκτες … με την αξίωση να γίνουν πιστευτές” (σ. 198). Αυτό είναι κάτι που εξέτασα σε παλαιό άρθρο (20. Ποίηση: Προσεγγίσεις (Δ), Λύντια Στεφάνου).
2. Μα ο ΒΛ δεν μοιάζει να κατανοεί πλήρως τη διάκριση που κάνει η Στεφάνου και που ο ίδιος περιγράφει εκτενώς στο δοκίμιο του (σ. 197-200). Διότι στη σ. 199 εισάγει τον Μ. Μαρκίδη (Ο Εξανθρωπισμός της Γλώσσας, Έρασμος 1993) που γράφει πολύ παράξενα για την ποιητική γραφή: “η διοχέτευση [του υποκειμένου] στις αρτηρίες του σημαίνοντος … εξικνείται στο όριο του εκεί ακριβώς που εξασφαλίζεται η εξουσία του σημαίνοντος, μιας μεταβιολογικής αλυσίδας”. Και σύμφωνα με αυτό, η Στεφάνου και Μαρκίδης συγκλίνουν στο ότι σε αυτήν την αλυσίδα εγγράφεται η πραγματικότητα του ανθρώπου και ανάμεσα στις λέξεις αυτής της αλυσίδας ανακύπτει ένα κενό “μια έλλειψη όντος”, ένα ά-τοπο. Μετά η περιγραφή χάνεται σε αυτό το “άτοπο”!
Όμως είναι φανερό πως ο Μαρκίδης δεν αναφέρεται πουθενά σε έγκυρη και ανυπόστατη γραφή με κριτήριο την Αντικειμενική Αντιστοιχία ούτε, φυσικά, για την παραποίηση με ανύπαρκτες σχέσεις που όμως απαιτούν να γίνουν πιστευτές. (Στην πραγματικότητα αμφιβάλλω αν πολλοί καταλαβαίνουν τι λέει ο Μακρίδης).
3. Υποθέτω πως τότε μόνο, γύρω στο 1996, ο ΒΛ γνώρισε την μελέτη της Στεφάνου. Διότι σε προηγούμενα άρθρα του δεν την αναφέρει και σίγουρα μέχρι το 1996, (συλλογή Εν Γη Αλμυρά) τα ποιήματα του, όπως έδειξα στο σχετικό άρθρο μου το (108. Ποίηση: Βύρων Λεοντάρης) δεν έχουν καθόλου “έγκυρη” γραφή αλλά βρίθουν σε παραποίηση.
Θα περίμενα πως μετά την γνωριμία του με τη θεώρηση της Στεφάνου, την οποία αναλύει εκτενώς, θα φρόντιζε να εισάγει λίγη ΑΑ στα γραπτά του. Δεν είδα τίποτα τέτοιο.
Παίρνω πρώτα ένα απόσπασμα από την συλλογή Έως … (Νεφέλη 2003)
Εντάξει, εσύ αναστήθηκες / εγώ όμως με σχεδία το σταυρό μου /
Θαλασσοδέρνομαι σε μαύρους ουρανούς.
Εδώ υπάρχει μια προσπάθεια, μα μένει ως προσπάθεια. Ναι είναι καλή η σκέψη σταυρός – σχεδία καθώς ο σταυρός παραπέμπει στα λόγια του Χριστού να πάρουμε τον σταυρό μας και να τον ακολουθήσουμε. Μα το σχήμα του σταυρού δύσκολα μοιάζει με σχεδία. Μετά, πως θαλασσοδέρνεται “σε μαύρους ουρανούς”; … Τι ακριβώς συμβαίνει και θαλασσοδέρνεται; … Αλλά ζούμε και συναντούμε δυσκολίες στη γη, όχι στους ουρανούς. Εδώ ο ΒΛ προσπαθεί να μας πείσει για μια ανύπαρκτη, κατασκευασμένη κατάσταση. Πρόκειται για προσποίηση, μάλλον.
4. Πάω στη συλλογή Μόνον δια της Λύπης του 2006 (Έρασμος):
Αισθητηριακή απομόνωση, άπνοια
έκοψα εντός μου με ξυράφι τα ποτάμια //….//
Κανείς κανείς κανείς καθώς μαδάει
η καρδιά μου και χάνεται στα χάη //
Άλλη είναι η μοναξιά σου άλλη η δικιά μου
κι αχ, βρέχει στην πόλη όπως κλαίει στην καρδιά μου.
Υπάρχουν τα εξωτερικά γνωρίσματα του ποιήματος όπως κάποιος ρυθμός και στα τελευταία δίστιχα ρίμα (-δάει / -χάη, -κιά μου / διά μου). Αλλά τίποτε άλλο – εκτός από μοναξιά και θλίψη, όπως εκείνη που κυριαρχούσε από τα τέλη του 19ου αιώνα και στις δύο ή τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ού. Ποια είναι τα ποτάμια “εντός” τα οποία έκοψε με ξυράφι; Οι φλέβες; … Μα είναι ζωντανές ακόμα! Μετά πως μαδάει μια καρδιά; Σαν μαργαρίτα ή κότα; Και αφού μάδησε και χάθηκε “στα χάη”, πως συνεχίζει να κλαίει; …
Το ότι η τελευταία γραμμή είναι αυτούσια από τον Πολ Βερλέν δεν προσθέτει απολύτως τίποτα: είναι ψευτοαισθηματικό και κακόγουστο στιχούργημα όπως πολλά τέτοια δακρύ-βρεκτα στον καρυωτακισμό και στον 19ο αιώνα.
5. Ο ΒΛ γνώρισε από την Στεφάνου, έστω και σε μεγάλη ηλικία, τη διαφορά μεταξύ έγκυρης ποίησης και ασύστατης παραποίησης. Η πρώτη απαιτεί συνδέσεις λέξεων με αληθινή σχέση (όπως π.χ. “κερασένια χείλη … σερνάμενη μέρα … ανθίζει χαμόγελο …” κλπ) ενώ η δεύτερη επιχειρεί να επιβάλλει ανύπαρκτες σχέσεις και παρουσιάζει ασυναρτησία. Αλλά γνώρισε τη διάκριση που κάνει η Στεφάνου με δικό του τρόπο. Προτίμησε τον δικό του τρόπο παρόμοιο με τον τρόπο του Μαρκίδη:
Να τα κρατήσουν στη ζωή τα ονόματα μας / να πλύνουμε
το αίμα με μελάνι / καθώς στα σκοτεινά η πληγή βαθαίνει …
Τέτοια είναι η περισσότερη μοντέρνα (παρα)ποίηση: πλένει το αίμα με μελάνι!