Π20: Προσεγγίσεις (Δ), Λύντια Στεφάνου

Π20: Προσεγγίσεις (Δ), Λύντια Στεφάνου

- in Ποίηση
0

1. Η Λύντια Στεφάνου έγραψε για Τα Προβλήματα της Μεθόδου στη Μελέτη της Ποίησης, Κάλβος, Αθήνα 1972. Και άλλοι, πάμπολλοι, έχουν γράψει μελέτες για την ποίηση και την θεωρία της – και καθηγητές και δημοσιογράφοι και ποιητές. Ο Ελύτης μας άφησε το Ανοικτά Χαρτιά. Ο Σεφέρης τις Δοκιμές του και τη συζήτηση που είχε κάνει με τον Κ.Τσάτσο 1938-9 (Ένας Διάλογος για την Ποίηση επιμ.  Κούσουλας, Ερμής, Αθήνα 1988). Αυτό το τελευταίο, που εξετάσαμε σε πρόσφατα  άρθρα, το βρήκα πολύ παράξενο γιατί και οι δύο σπουδαίοι ‘άνθρωποι των γραμμάτων’ λένε, λένε, λένε για 180 τόσες σελίδες χωρίς να προσδιορίσουν πρακτικά τα συστατικά στοιχεία ή γνωρίσματα ή απόψεις της καλής ποίησης.

H Στεφάνου το κάνει.

Αμφιβάλλω αν πολλοί έχουν διαβάσει το βιβλιαράκι της. Αμφιβάλλω αν αυτοί που το διάβασαν κατάλαβαν το κύριο στοιχείο που παραθέτει ως κριτήριο. Διότι και οι κριτικοί οργιάζουν με αοριστίες, γενικότητες και θεματολογικές περιγραφές ενώ οι ποιητάρηδές  μας συνεχίζουν να εμπλουτίζουν τον ποιητικό κύκλο παράγοντας ως επί το πλείστον, ασυναρτησίες.

Η Στεφάνου αναφέρεται, με δικά της λόγια, στην Αντικειμενική Αντιστοιχία.

2. Υπάρχουν άνθρωποι πολύ ψηλοί, μέτριου αναστήματος, κοντοί και νάνοι. Υπάρχουν πάμπλουτοι, πλούσιοι, μικρομεσαίοι, φτωχοί και πάμφτωχοι. Υπάρχουν άνθρωποι πανέξυπνοι, έξυπνοι, μέτριας νοημοσύνης, μάλλον ανόητοι και βλάκες. (Υπάρχουν  και καθυστερημένοι εκ γενετής, μα ας μη μας απασχολεί αυτό.)

Ομοίως υπάρχει άριστη ποίηση, καλή, μέτρια, κακή και κάκιστη. Απλώς δεν είναι τόσο εύκολο να γίνουν  με κάποια σχετική ακρίβεια οι διαχωρισμοί. Διότι η διαβάθμιση εξαρτάται από τη νοημοσύνη (και ευαισθησία) του ενδιαφερόμενου αλλά και διότι κυριαρχεί  η αντίληψη de gustibus non est disputandum, κατά τους Ρωμαίους ‘δεν μπορείς να λογομαχείς για τα γούστα’.

Επιπλέον, στις κοινές μάζες, που δεν έχουν άποψη γενικά, και στους ποιητικούς κύκλους που θεωρούνται αυθεντία σε θέματα ποίησης, είναι διάχυτη η αντίληψη πως όποιο γραπτό (και ειδικά όσα έχουν κομμένες γραμμές και είναι δυσνόητα) ονομάζεται «ποίημα» ανήκει δικαιωματικά στη σφαίρα της ποίησης και δεν χρειάζεται να γίνεται καμία διαβάθμιση.

Από μία άποψη, το τελευταίο σκέλος είναι σωστό, διότι μετά από μερικούς αιώνες τα πράγματα ξεκαθαρίζουν: λίγα μόνο έργα συνεχίζουν να διαβάζονται και να συζητιούνται. Αλλά στην εποχή μας, και όποιαν άλλη, υπάρχουν παιδιά (ή γενικότερα ενδιαφερόμενοι ενήλικες) που θα έπρεπε να γνωρίζουν σε ποια ποιήματα να αφιερώνουν χρόνο και σε ποια όχι.

Δυστυχώς, η άγνοια και ο παραλογισμός έχουν απλωθεί σε τέτοια έκταση και ένταση που, παρά τη διατύπωση καθαρών  κανόνων διαβάθμισης, ποιητάρηδες θα συνέχιζαν  να γράφουν αρλούμπες, δάσκαλοι θα τις δίδασκαν και μαθητές εξανάγκης θα μάθαιναν τουλάχιστον μερικές από αυτές – ή θα χάνουν το ενδιαφέρον τους  βαριεστιμένοι και αηδιασμένοι.

3. Η Στεφάνου παρουσιάζει μερικούς ορισμούς για την ποίηση, όπως του Ρίτσαρντς «η υπέρτατη μορφή συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας» και του λεξικού της Οξφόρδης «υψηλή έκφραση υψηλής σκέψης ή συγκίνησης (συναισθήματος) σε έμμετρη μορφή.» Θα μπορούσε να προσθέσει και του Ezra Pound – «φορτίζει τις λέξεις με νόημα, με την έννοια της μουσικής». Αλλά καλώς βάζει στην άκρη όλους τους ορισμούς.

Η ΛΣ εξετάζει ακόμα και τα απαραίτητα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του ποιήματος και της ποιητικής δημιουργίας καταλήγοντας στο πώς λειτουργεί αυτό/αυτή. Μετά καταπιάνεται με το ποιητικό λεξιλόγιο και τη σύνταξη (διάταξη, αλληλοδιαδοχή) σε έναν στίχο: εδώ νομίζω σφάλλει καθώς προσπαθεί να δείξει πως η διάταξη (π.χ. Μακρύς ο λάκκος που άνοιξε και κλει τον γίγαντα μου του Σολωμού) είναι πάντοτε η καλύτερη αφού σε πολλές περιπτώσεις ίσως, με διαφορετικά συμφραζόμενα, με ορισμένες παραλλαγές, θα φαίνονται εξίσου κατάλληλες.

Είναι κρίμα που το βιβλιαράκι της, 160 τόσες σελίδες μικρού μεγέθους, δεν έγινε πιο γνωστό και μάλιστα αναγκαστικό κείμενο μελέτης στα Λύκεια!

4.  Η ΛΣ χρησιμοποιεί στην κριτική ανάλυση της τους όρους «έτσι – όπως» για ορθή, («έλλογη» θα έλεγε ο Κ. Τσάτσος) σχέση λέξεων και σχημάτων λόγου με την πραγματικότητα, κι «έτσι – όπως εάν» (δηλ. «εάν τα πράγματα ήταν έτσι όπως τα θέλω στη δική μου διατύπωση στο ποίημα»)  για ανυπόστατες, άλογες σχέσεις. Αυτοί είναι δύσχρηστοι όροι αλλά με αυτούς η ΛΣ ουσιαστικά αναφέρεται σε και χρησιμοποιεί την ανάλυση της Αντικειμενικής Αντιστοιχίας.

Η φράση μεταφράζει την αγγλική objective correlative αντικειμενική αντιστοιχία  ή συσχέτιση, που κοινοποιήθηκε από τον T.S. Eliot σε ένα δοκίμιό του Hamlet and his problems (1919), που ξαναδημοσιεύθηκε στο Selected Essays , Faber & Faber Λονδίνο 1951). Αλλά ο όρος είχε πρωτοχρησιμοποιηθεί από τον  W. Allston στις δικές του Lectures on Art, 1840.  Κακώς η λέξη correlative έχει μεταφραστεί στα Ελληνικά (από τον Σεφέρη και άλλους) ως ‘συστοιχία’ διότι αυτή όχι μόνο δεν αποδίδει τον αγγλικό όρο αλλά τον διαστρεβλώνει.

Η ΛΣ παίρνει (σ.94) ως ένα παράδειγμα ορθής σχέσης τους πασίγνωστους στίχους του Σολωμού από την πρώτη στροφή στο Ύμνος στην Ελευθερία

Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη / των Ελλήνων τα ιερά.

Είναι βγαλμένη, γράφει, «έτσι-όπως βγαίνει η ζωή από τον τάφο (στοιχείο χριστιανικό), ο φοίνικας από την στάχτη (στοιχείο αρχαιοελληνικό)». Θα μπορούσε να προσθέσει κι έτσι-όπως βγαίνει πλούσια βλάστηση, εκεί όπου είναι θαμμένα ανθρώπινα λείψανα. Εκείνη προσθέτει μία πιθανή αναφορά στον Ιεζεκιήλ (37.3) «και είπε προς με: προφήτευσον επί τα οστά (κόκκαλα) ταύτα…».

Εγώ προσθέτω εδώ ετούτο. Είναι ιερά τα κόκκαλα διότι συχνά οι Έλληνες πολεμιστές θυσιάστηκαν για το καλό της πατρίδας και άλλων λαών, όπως στην αρχαιότητα (πχ. οι 300 του Λεωνίδα) ενάντια στους Πέρσες, στο Βυζάντιο ενάντια σε εισβολές βαρβάρων, το 1821 ενάντια στους κατακτητές έχοντας την ευλογία των ιεραρχών. Η θυσία καθαγιάζει.

5. Μετά η ΛΣ παίρνει λίγες γραμμές από τον Α. Δικταίο (σ. 98-101) για ασύστατες σχέσεις:

Τρεις μέρες βουλιάζω στην απύθμενη εσπέρα

-αβέβαιο συναίσθημα, φευγαλέο συναίσθημα

η αναμονή διέλυσε τη λίγη στερεότητα που είχα κατακτήσει

ριγμένος ανάμεσα στην άχρωμη μετάσταση της ημέρας….

Υποδείχνει πως το βουλιάζω, αφού ο αφηγητήςέχει χάσει τη στερεότητα (3ος στίχος), δεν μπορεί να στέκει και πως η εσπέρα και η άχρωμη μετάσταση της ημέρας (=δύση) είναι ίδια χρονική ζώνη και άλλα. « Η σύνδεση» γράφει «ανάμεσα στις λέξεις αποτυχαίνει όταν σφάλλει η αντιστοιχιακή λειτουργία των λέξεων». Σαφώς μιλάει για την ΑΑ.

Ξόδεψε πολύ χρόνο στην προσωδία και στη συντακτική δεξιότητα του Δικταίου. Θα έπρεπε όμως να υποδείξει επίσης πως το απύθμενη δεν είναι αντιστοιχιακό της εσπέρας και μπαίνει μάλλον για να δώσει ευκαιρία να λειτουργήσει το βουλιάζω. Ομοίως το άγχρωμη δεν είναι αντιστοιχιακό της μετάστασης της ημέρας διότι η δύση έχει πάντα κάποιο χρώμα: το επίθετο χρησιμοποιείται για να υπαινιχθεί ανία ή παρόμοιο συναίσθημα στον αφηγητή.

6. Η ΛΣ ολοκληρώνει την έρευνά της γράφοντας: «Νομίζω ότι τελικά είναι δυνατό να τεθεί θέμα ελέγχου και διαστολής της ποίησης από την παρα-ποίηση πάνω σε βάσεις σταθερές χωρίς αυθαιρεσία, και ότι μια τέτοια βάση για να στηριχθεί ο έλεγχος είναι η διαφορά ανάμεσα στους δύο τύπους συνδέσεων, τον ένα τον έγκυρο: ‘έτσι όπως’ που εγκαθιστά (ή ανακαλύπτει; ή αποκαλύπτει; Αυτά όμως έχουν να κάνουν με την ποιητική δημιουργία) ανάμεσα στις λέξεις, σχέσεις υπαρκτές, ή τουλάχιστον πιθανές, και τον άλλο τον ανυπόστατο τύπο, ‘έτσι – όπως εάν’ που προτείνει σχέσεις ανύπαρκτες, ασύστατες με την αξίωση να γίνουν πιστευτές» (σ.101).

Έτσι λοιπόν και η ΛΣ με την προσωπική της έρευνα είχε φθάσει στο ίδιο συμπέρασμα, διατυπωμένο με τους δικούς της όρους – ότι δηλαδή η Αντικειμενική Αντιστοιχία είναι ένα σίγουρο σύνεργο για κριτική ανάλυση.

Το βιβλιαράκι της, παρά τις όποιες αδυναμίες του, μου φαίνεται πολύ πιο χρήσιμο από πολλές άλλες βαρύγδουπες και μεγαλόστομες δημοσιεύσεις, ακαδημαϊκές και μη.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *