1. Γράφει πολλές αυθαιρεσίες και ανοησίες ο κ. Βαγενάς, παρότι ως ακαδημαϊκό πόνημα το έργο του Ο ποιητής και ο χορευτής είναι άψογο. Εξετάζει όντως την ποίηση και ποιητική του Σεφέρη με πολλές αναφορές σε άλλους λογοτέχνες και πάμπολλες υποσημειώσεις. Μόνο που, όπως έγραψα συχνά, πουθενά δεν αναλύει έστω κι έναν στίχο και δεν δίνει μια λίστα κριτηρίων καλής ή κακής ποίησης. (Το ότι περιγράφει τα σύμβολα στο “Νιτζίνσκι”, σ. 60-76, δεν είναι το ίδιο.)
Μας λέει πως ο Σεφέρης, σαν τον Έλιοτ, θεωρεί την εποχή μας να είναι συναισθηματικά κομματιασμένη και χαοτική “ενώ η αγάπη και η λύτρωση” (ό,τι κι αν σημαίνουν αυτές) βρίσκονται σήμερα σε αδιέξοδο, παρότι η Αναγέννηση ελευθέρωσε “το πνεύμα και το σώμα” (πώς το σώμα;) από τα “δεσμά του μεσαιωνικού θεοκεντρισμού” δίνοντας κατευθύνσεις ανθρωποκεντρικές (σ. 205)
Αυτές είναι μπερδεμένες, ανυπόστατες γενικότητες.
2. Εξίσου ανυπόστατες γενικότητες είναι και οι θεωρήσεις του Σεφέρη (και Νάσου Βαγενά;) πως “η διανοητική υπερτροφία της εποχής μας υπέσκαψε το κοινό πεδίο επικοινωνίας” δημιουργώντας ένα χάσμα “ανάμεσα στο έργο τέχνης και τον δέκτη” και πως “ο ερμητισμός της σύγχρονης ποίησης” [δηλ ακατανοησία της] οφείλεται σε “κατακερματισμό της ευαισθησίας”, στην έλλειψη “συμφωνημένων υπονοούμενων” (σ. 48).
Επιπλέον, “η αχρήστευση της μυθολογικής πίστης” δημιούργησε ένα κενό και μια “κοινωνική αποσυγκρότηση” που δεν καλύπτεται πλέον (σ. 49).
Προφανώς και ο Σεφέρης και ο Νάσος Βαγενάς δεν βλέπουν την αντίφαση μεταξύ μεσαιωνικού μυθοσκλαβώματος (από Ελλάδα και Ρώμη) και θεοκεντρισμού (Χριστιανισμός) μα και ακέραιας ευαισθησίας αφενός και αφετέρου αναγεννησιακής απελευθέρωσης και κατακερματισμένης ευαισθησίας.
Αλλά όλες αυτές οι εκτιμήσεις κι επεξηγήσεις είναι λαθεμένες.
Η κάκιστη ποιότητα της Ποιητικής και Ποίησης, και της Τέχνης ευρύτερα (αρχιτεκτονική, γλυπτική, ζωγραφική, θέατρο, λογοτεχνία, μουσική) οφείλεται στην έλλειψη αληθινής πνευματικής εμπειρίας και στην παρέμβαση της άγνοιας και της αλαζονείας.
3. Η περισσότερη στιχουργική του Σεφέρη μετά το Μυθιστόρημα είναι δυσνόητη, σκοτεινή, ερμητικά κλειστή με προσωπικά σύμβολα που ο δέκτης δεν καταλαβαίνει. Πχ από το Γ΄ μέρος του “Κίχλη”:
η γλυφή γεύση της γυναίκας που φαρμακώνει τον φυλακισμένο
βγαίνει απ’ το κύμα δροσερό κλωνάρι στολισμένο στάλες.
Πόσοι αναγνωρίζουν την απήχηση από τον Ερωτόκριτο του Κορνάρου και πόσοι θα μπορέσουν να κάνουν τα νοητικά άλματα και να συνδέσουν τους στίχους με την Αφροδίτη, που αναφέρεται, πάλι μεταφορικά, πιο κάτω:
Η από το ΙΑ΄ στο “Θερινό Ηλιοστάσι”, Τρία Κρυφά Ποιήματα:
Μα στα ρηχά/ ένα καμακωμένο χταπόδι τίναξε μελάνι και στο βυθό/
αν συλλογιζόσουν ως πού τελειώνουν τα όμορφα νησιά.
Κι όμως έχει γράψει πανέμορφους στίχους όπως ορισμένες στροφές στο Ερωτικός Λόγος και η αρχή στο “Τελευταίος Σταθμός”:
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν. Τ’ αλφαβητάρι
των άστρων που συλλαβίζεις/ όπως το φέρει ο κόπος της
τελειωμένης μέρας/ και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες
ελπίδες/ πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
(Εδώ το “διαβάσεις” =ερμηνεύσεις.)
Δυστυχώς προτίμησε να θάψει τον ποιητή στον θεωρητικό, στον λόγιο και στον δάσκαλο.
4. Στην Τέχνη πρέπει, και ως δημιουργός και ως δέκτης, να αφήσεις παράμερα και οριστικά όλες τις εδραιωμένες αντιλήψεις σου και να ξανακοιτάξεις αυτά όλα τα θέματα εκ νέου.
Από μια άποψη η ποίηση είναι η πιο εύκολη τέχνη, διότι δεν χρειάζεται εκμάθηση όπως η μουσική που είναι λιγότερο κοινή και πιο εξειδικευμένη από τη γλώσσα, το εκφραστικό μέσο της ποίησης. Όλοι γνωρίζουμε και χρησιμοποιούμε τη γλώσσα. Για την ποίηση χρειαζόμαστε λίγη προέκταση, λίγη εμβάθυνση, δηλαδή να γνωρίζουμε τα στοιχεία που την κάνουν να διαφέρει από την πρόζα και να είναι “καλή”.
α) Ρυθμική ροή, όχι όμως αυστηρό μέτρο όπως ο ίαμβος (υχυχ) ή ο ανάπαιστος (υυχυυχ).
β) Μουσικότητα με παρηχήσεις και διαλεγμένες λέξεις.
γ) Σχήματα λόγου όπως η μεταφορά, η προσωποποίηση κλπ. και, εικόνες είτε με σχήματα λόγου είτε με λιτές κυριολεκτικές περιγραφές.
δ) Σαφήνεια στη νοηματική αλληλουχία. Όντας μια τέχνη, και η ποίηση μεταδίνει συγκίνηση κι έτσι επικοινωνεί μα μέσω συμμόρφωσης σε νόμους. Η επικοινωνία πραγματώνεται μόνο αν υπάρχει νόημα. Ο Έλιοτ, τον οποίο οι πολλοί του ποιητικού κύκλου επικαλούνται για να δικαιολογήσουν τις ασυναρτησίες τους επειδή αυτός κάπου μιλάει για “σκοτεινότητα”, έγραφε όμως αλλού “Ποτέ δεν θα μπορούσαμε να έχουμε ποίηση έστω και μεγάλης μουσικής ομορφιάς χωρίς νόημα”!
5. Αλλά το πιο σίγουρο στοιχείο μαζί με αυτά όλα και μέσα τους είναι η Αντικειμενική Αντιστοιχία (= “συστοιχία” στους πλείστους του ποιητικού κύκλου). Αυτή πρέπει να είναι παρούσα κυρίως σε εικόνες και σχήματα λόγου (κυρίως μεταφορές). Π.χ –
Η νύχτα καταπίνει συμπαγή βουνά
Εδώ έχουμε μια καλή προσωποποίηση. Αντί “καταπίνει” θα μπορούσε να είναι “εξαφανίζει, καλύπτει, σκοτεινιάζει”. Αλλά ο ποιητής θέλει να δώσει την εντύπωση ενός γιγάντιου πλάσματος που τρέφεται και με βουνά. Όπως ο γίγαντας καταπίνει τεράστιες ποσότητες φαγητού έτσι και η νύχτα απορροφά κι εξαφανίζει στο σκοτάδι της τα βουνά (και ο αρχαίος Κρόνος «κατάπινε» τα παιδιά του).
Αν δεν υπάρχει Αντικειμενική Αντιστοιχία, θα έχουμε ασυναρτησία και κακή ποίηση. Π.χ –
Ο δαγκωμένος λαιμός μιας ζωής ελάχιστης.
Εδώ η “ζωή” προσωποποιείται μα δεν βλέπουμε με τι αντιστοιχεί ο “λαιμός” και μάλιστα “δαγκωμένος”! Σύγχυση και κάκιστη ποίηση.
Η Αντικειμενική Αντιστοιχία είναι βασικό στοιχείο και κριτήριο για καλή ποίηση.
Η κάκιστη ποιότητα της Τέχνης ευρύτερα οφείλεται στην έλλειψη αληθινής πνευματικής εμπειρίας και στην παρέμβαση της άγνοιας και της αλαζονείας.