1. Ο Charles Beaudelaire, Σαρλ Μπωντλαίρ, (1821-1867) με την συλλογή ποιημάτων Fleurs du Mal Τα άνθη του κακού αναστάτωσε και την ποίηση και την αυτάρεσκη νωχέλεια των Γάλλων ηθικολόγων. Η μορφή των ποιημάτων είναι παραδοσιακή με αυστηρό μέτρο και ρυθμό (ομοιοκαταληξία, στροφές, σονέτα) μα τα θέματα είναι σεξ, σαδομαζοχισμός, σατανισμός, ναρκωτικά, θάνατος, αρρώστια.
Ο τόμος λογοκρίθηκε άγρια το 1857 όταν πρωτοεκδόθηκε. Σε μερικούς άρεσε, σε άλλους όχι. Ο Σαρλ Μπωντλαίρ κυνηγήθηκε και καταδικάστηκε για διατάραξη των κοινών ηθών. Πέρασαν 90 χρόνια για να ανατραπεί η καταδίκη του και να αποκατασταθεί.
Είναι γεγονός όμως πως στην ιδιωτική του ζωή ήταν άσωτος και δανειζόταν χρήματα από πολλούς γνωστούς και φίλους χωρίς να τα επιστρέφει.
Εδώ κάνει την εμφάνιση της η στρυφνότητα, η σκοτεινότητα. Η υπαινικτικότητα πάντα ήταν και πάντα θα είναι ιδιότητα της καλής ποίησης (‘την ώρα που θεμελίωνε γεφύρια ο λογισμός’), αλλά με τους Μπωντλαίρ, Βερλέν κλπ, η ποιότητα τούτη γίνεται κλειστή, ακατανόητη.
2. Είναι δύσκολο να εξετάσεις και να εκτιμήσεις έναν στιχουργό σε μετάφραση. Αλλά αν το έκανα εδώ στα Γαλλικά και χρόνο και χώρο θα έπαιρνε η προσπάθεια και πολλοί δεν θα μπορούσαν να παρακολουθήσουν. Έτσι ας μείνουμε με τη μετάφραση.
Ο Σαρλ Μπωντλαίρ έγραψε αναμφίβολα και ωραίους στίχους μα γενικότερα θα τον θεωρούσα παρά πολύ μέτριο ως τεχνίτη και χειρότερο ως ποιητή.
Άδης το βάραθρο ειν’αυτό, που οι φίλοι μας γεμίσαν!
Άσπλαχνη αμαζόνα, εκεί και μεις ας κυλιστούμε,
Το μίσος να τρανέψουμε που στην καρδιά μας κλειούμε! (Νο 36)
Ο μεταφραστής Γ. Συμηριώτης κατορθώνει να μεταφέρει κάπως το ποιητικό πνεύμα του πρωτοτύπου. Αλλά μόλις ακουμπήσεις τους στίχους για να δεις την υφή τους, διαλύονται. Νωρίτερα περιγράφονται δυο πολεμιστές που αλληλοσφάζονται και οι θόρυβοι της μάχης είναι σαν φωνές νεότητας που δεν έχει μάθει ακόμα τον έρωτα (=σεξ)!!! Μετά όμως έχουμε ‘όψιμο έρωτα’!!! Το ερωτικό σμίξιμο, λέει είναι σαν μάχη. Δεκτό. Μα πώς τρανεύουμε το μίσος;
3. Είμαι υπερβολικός; Δεν νομίζω. Αυστηρός, ναι, όχι όμως υπερβολικός. Το ‘Λήθη’ απαγορεύτηκε τότε, παρότι σήμερα μοιάζει σχεδόν αθώο. Αλλά προσέξτε:
Ψυχή ανελέητη, ω έλα στην καρδιά μου/ τίγρη σκληρή και ράθυμη που σ’αγαπάω/
μες στη βαριά πλούσια χαίτη σου ζητάω / να βάλω τα τρεμάμενα δάκτυλα μου …
Όχι να ζήσω πια, να κοιμηθώ ζητάω!/…? το μπρούντζινο κορμί σου θα φιλάω//
Η παρουσίαση της λήθης ως τίγρη είναι άκρως ακατάλληλη: η τίγρη ξεσκίζει και κατασπαράζει, ενώ η λήθη σβήνει ή σκεπάζει. Δύσκολα επίσης μπαίνει στην καρδιά.
Και μετά, είναι ακόμα πιο δύσκολο να φιλάς ‘το μπρούντζινο κορμί της’ (λήθης/τίγρης). Αλλά επειδή ο παραλογισμός των ημερών μας είναι πιο έντονος, τέτοιες ανοησίες περνούν ως αριστουργήματα.
Ας πάρουμε λίγους ελεύθερους στίχους από το ‘Ποιηματάριο ερωτικό και θλιβερό’:
Γνωρίζω πως η καρδιά σου, που βρίθει/ από παλιές αγάπες ξεριζωμένες,/
σπινθηροβολεί σαν ένα σιδηρουργείο,/και ότι στον κόρφο σου επωάζει/
λίγο από τον εγωισμό των αμαρτωλών.
Κι εδώ έχουμε σύγχυση στη διαδοχή ιδεών και εικόνων. Πως ακριβώς ‘παλιές ξεριζωμένες αγάπες’ είναι σαν σπινθηροβόλο σιδηρουργείο; Και πως μπορεί σιδηρουργείο ή καρδιά να ‘επωάζει’ ‘εγωισμό των αμαρτωλών’; Στο σιδηρουργείο φτιάχνονται χρήσιμα πράγματα.
4. Ας πάρουμε ακόμα ένα απόσπασμα από Τα Άνθη του Κακού, “Ο βρυκόλακας”:
Ξανά θα σου δώσω μελαχρινή μου/ σαν το φεγγάρι ψυχρό φιλί μου/
και χάδια τέτοια σαν του φιδιού/ που σέρνεται πλάι σε τάφο νεκρού.
Εδώ το πρώτο δίστιχο είναι στην παράδοση του ρομαντισμού – αλλά γιατί ψυχρό φιλί;
Μετά, τα χάδια είναι κι αυτά μάλλον ψυχρά. Αλλά έχουμε ανοησία στον ‘τάφο νεκρού’ αφού οι τάφοι είναι πάντοτε νεκρών. Και αν ο εραστής είναι το φίδι και η ερωμένη ο τάφος ή ο νεκρός μέσα στον τάφο, τι σημασία έχουν τα ψυχρά φιλιά και χάδια αφού οι νεκροί (και οι τάφοι) δεν θα νιώθουν;
Όπως έγραψα πιο πάνω, μόλις αναλύσεις κάπως τους στίχους αυτοί διαλύονται σε ασυναρτησία.
5. Έχει και ο Σαρλ Μπωντλαίρ την κοινή τοτινή αντίληψη ( που συνεχίζει απτόητη και στις μέρες μας) πως ο ποιητής είναι πολύ διαφορετικός και ανώτερος από τους κοινούς ανθρώπους. Η μετάφραση είναι δική μου:
Ο ποιητής είν’ένας συγγενής στα σύννεφα/ που χλευάζει πολεμιστές, κι αγαπά τη μέρα θύελλας./
Μα στο έδαφος μέσα στους όχλους που γιουχάρουν/
Να περπατάει δεν μπορεί – τον εμποδίζουν τα φτερά του.
Ναι, έξυπνη παρομοίωση μα άσχετη με την πραγματικότητα. Αλλά καταλαβαίνω γιατί αρέσει τόσο πολύ ο Σαρλ Μπωντλαίρ στις επόμενες γενεές στιχουργών και ιδίως σήμερα στους αρρωστημένους δικούς μας.
Έγραψε πολλές άλλες έξυπνες διατυπώσεις. Π.χ. La plus belle des ruses de diable est de vous persuader qu’il n’existe pas: η πιο όμορφη ζαβολιά του διαβόλου είναι να σας πείσει πως δεν υπάρχει.
Αλλού μας βεβαιώνει πως “Ο μοναδικός λυρισμός που έχει ο άνθρωπος είναι η σεξουαλικότητα”. Αυτό βέβαια είναι πολύ σύμφωνο με την ελευθεριότητα της εποχής μας.
Πολλοί δε απηχούν με τον ένα ή άλλο τρόπο την επίκληση του: “Ω κτήνος αναντικατάστατο, βάναυσο, υποκριτή αναγνώστη μου … άνθρωπε μου… αδερφέ μου!”
Έχω δει παραλλαγές της επίκλησης σε αρκετούς στιχοπλόκους – μα πώς μπορεί αυτός που δίνει χάδια φιδιού σε «τάφους νεκρών» να νιώθει αληθινή αδελφικότητα;…
1 Comment
Unknown
Δε σκαμπαζεις ε;