Π98: Παρανοήσεις περί ρυθμού

Π98: Παρανοήσεις περί ρυθμού

- in Ποίηση
0

1. Πάσχουμε από πολλές παρανοήσεις. Μια από αυτές είναι η αντίληψη πως οι τέχνες ξεκίνησαν από ακατέργαστες μορφές για να εξελιχθούν σε ανώτερες, εκλεπτυσμένες με τους αυτάρεσκους Ευρωπαίους του 19ου αιώνα.

Ένα κτυπητό παράδειγμα είναι ο E. B. Tylor, Βρετανός ιδρυτής της “εξελικτικής ανθρωπολογίας” (έδρα στην Οξφόρδη). Έγραψε: “Η Ιστορία, καθώς εκτείνεται πίσω, δείχνει πως οι καλές τέχνες, επιστήμες και πολιτικές φόρμες άρχισαν με ακατέργαστες μορφές κι έγιναν σε διαδοχικές περιόδους πιο ευφυείς, πιο συστηματικές, πιο οργανωμένες για να υλοποιήσουν το σκοπό τους” (Anthropology 1881, σ.15).

Τα τεκμήρια για πραγματικά πρωτόγονους λαούς πριν το 3.000 πκχ είναι ελάχιστα, τουλάχιστον όσο αφορά τη Γλώσσα και την Ποίηση ή τη Μουσική, τη Θρησκεία και τους πολιτικούς θεσμούς.

Από τον 16ο αιώνα, οπότε οι Ευρωπαίοι άρχισαν να εξερευνούν άλλες χώρες και λαούς σε άλλες ηπείρους και ωκεανούς, δημιουργήθηκε η αντίληψη πως οι λαοί αυτοί ήταν “άγριοι, ακαλλιέργητοι, πρωτόγονοι”. Η αντίληψη εδραιώθηκε σχεδόν απόλυτα στον 19ο αιώνα και ο Tylor είναι λαμπρό φερέφωνο.

Όπως όμως έγραψα στα άρθρα Φιλοσοφία 4, 5, 7, 8, οι “άγριοι, απολίτιστοι” λαοί που ανακαλύφθηκαν μπορεί κάλλιστα να είναι όχι “πρωτόγονοι”, αλλά εκφυλισμένα υπολείμματα παλαιότερων πολιτισμών – όπως ήταν οι Έλληνες που συνάντησε ο Λόρδος Βύρων στις αρχές του 19ου αιώνα και οι Αιγύπτιοι που συνάντησε ο Ναπολέων και οι σοφοί του περίπου την ίδια εποχή.

2. Από αυτή τη βασική παρανόηση, ή μαζί με αυτήν, έχουμε διάφορες άλλες.

Μια κυρίαρχη παρανόηση πρεσβεύει την επικυριαρχία και προτεραιότητα της “ύλης”, παρά το απλό γεγονός πως “ύλη” καθαυτή δεν υπάρχει.  Υπάρχουν χοντρές μορφές όπως ξύλο, πέτρα, σίδερο. Υπάρχουν απειροελάχιστα υποατομικά  σωματίδια που όμως συμπεριφέρονται ως κυματισμοί καθαρής ενέργειας, δίχως μάζα ή συμπαγές σώμα. Και ανάμεσα στα συστατικά ενός ατόμου ξύλου ή σίδερου υπάρχουν αχανείς εκτάσεις κενού όπως το διάστημα σε ένα ηλιακό σύστημα ή ανάμεσα σε αστέρες.

“Ύλη” καθεαυτή δεν υπάρχει.

Εντούτοις δίνουμε τεράστια σημασία σε υλικά σώματα και σχήματα. Επεκτείνουμε μάλιστα την επικυριαρχία και προτεραιότητά της και σε περιοχές όπου δεν ξέρουμε πως ισχύει, αλλά μόνο υποθέτουμε λόγω της βασικής μας παρανόησης και παράλογης πίστης στην “ύλη”.

Έτσι πιστεύουμε σιωπηλά ή φωναχτά πως ο νους, δηλαδή το νοητικό σώμα (άλλοι προτιμούν “ψυχή”, άλλοι “πνεύμα”), είναι παράγωγο ενεργειών του υλικού σώματος και πιο συγκεκριμένα ηλεκτροχημικών ενεργειών του εγκεφάλου.

Αυτή η σχεδόν οικουμενική “επιστημονική” αντίληψη δεν είναι ορθή μα δεν μπορεί το θέμα να συζητηθεί εδώ.

3. Εντύπωση μου έκανε πρόσφατα η πληροφορία πως το ρυθμικό μέτρο στην Ποίηση “εξελίχθηκε” από εκφωνήσεις κατά τη διάρκεια “της πραγματικής τεχνικής της παραγωγής” και τις κινήσεις φωνητικών οργάνων και μυϊκών προσπαθειών “που απαιτούσε η χρήση των εργαλείων”. Ένα καλό τέτοιο παράδειγμα, υποτίθεται, δίνουν οι κωπηλάτες.

Στην κωπηλασία ο ρυθμός δίνεται στους άντρες με ένα επιφώνημα που επαναλαμβάνεται, όπως  το “ο-οπ” (ο φθόγγος “ο” είναι προπαρασκευαστικός και το “οπ” ορίζει την προσπάθεια ώθησης), ή με το κτύπημα τυμπάνου. (σ21-9, Παραδοσιακή και Μοντέρνα Ποίηση, Χ. Σακελαρίου, Εκδ. Πατάκη 2003)

Έτσι ο ρυθμός “έχει τη ρίζα του στη πρωτόγονη εργατική διαδικασία, στα διαδοχικά τραβήγματα του κορμιού ή στα χτυπήματα του εργαλείου πάνω στο ξύλο ή την πέτρα” (σ.29). Και από αυτή τη διαδικασία προέκυψαν τα εργατικά τραγούδια που “αφθονούν σε όλα τα στάδια της εξέλιξης του πολιτισμού”.

Αυτή είναι μια (κομμουνιστική) εικασία άκρως αντιεπιστημονική και ατεκμηρίωτη, που όμως περνά για αληθινή γνώση. Ο κ. Σακελαρίου την αναπαράγει στο βιβλίο του από κάποιο άλλο βιβλίο κι έτσι διαιωνίζεται η άγνοια.

4. Οι καθηγητές είναι ενθουσιώδεις επινοητές άχρηστων και άσχετων θεωριών. Και μιλώ από πρώτο χέρι πολλών ετών εμπειρίας.

Γιατί χρειάζονται οι άνθρωποι εργατική, παραγωγική διαδικασία και τη χρήση εργαλείων για να ανακαλύψουν τον ρυθμό;

Όλοι γνωρίζουμε τον έμφυτο ρυθμό της αναπνοής και τον ρυθμικό χτύπο της καρδιάς μας. Είναι δηλαδή αδύνατον ή απίθανο η ομιλία (η ποίηση και το τραγούδι κλπ), να είχε ρυθμό (και μελωδικότητα) σαν τους άλλους φυσικούς ρυθμούς του οργανισμού;

Η απλή αλήθεια είναι πως δεν γνωρίζουμε τίποτα με βεβαιότητα για τη γένεση της Γλώσσας – ή την εμφάνιση του ανθρώπινου όντος.

Η Σανσκριτική, η Αρχαιοελληνική, η πρωτο-Γερμανική και άλλες παλαιές γλώσσες, είναι περίπλοκα συστήματα με πολλές πτώσεις ονομάτων, πολλούς χρόνους και πολλές διαθέσεις ρημάτων κλπ. Όλες αυτές εξελίχθηκαν σε απλούστερα συστήματα χάνοντας την αρχική περιπλοκότητά τους.

Γιατί να μην υποθέσουμε πως σε μια παλαιότερη εκδοχή της η Γλώσσα είχε και μουσικότητα (όπως δείχνουν οι τόνοι στη Σανσκριτική και την Ελληνική) και ρυθμό;

Δεν θα μπορούσε μια πιο “ποιητική, μουσική” ομιλία να είχε προηγηθεί του πεζού και άχαρου λόγου;

Είμαστε, βλέπετε, αιχμάλωτοι του σύγχρονου αυτάρεσκου προοδευτισμού, έστω κι αν βουλιάζουμε σε βαρβαρότητα.

Leave a Reply

Your email address will not be published. Required fields are marked *