1. Ανέφερα την ανθολογία Αφετηρίες με κείμενα του 2014. Επιμελήτρια η Χριστίνα Οικονομίδου.
Στις 74 σελίδες βρίσκουμε 10 γυναίκες κι 6 άντρες με 4-5 κείμενα από τον καθένα. Αναμοχλεύουν, γράφει η επιμελήτρια, ‘με ειλικρίνεια και τόλμη, εντός τους το λόγο και τα πράγματα, να επανατοποθετηθούν απέναντί τους και να μοιραστούν τα ευρήματά τους’.
Οπωσδήποτε αναμοχλεύουν και με τη δημοσίευση μοιράζονται αυτά που βρήκαν, είτε στην πραγματικότητα του υλικού κόσμου είτε στη φαντασία τους. Δύσκολο να ξέρεις με βεβαιότητα κατά πόσο υπάρχει τόλμη και ειλικρίνεια στην έρευνα και στην γραφή κι επανατοποθέτηση. Ας δούμε.
Στο πρώτο κιόλας κείμενο διαβάζω ‘στήθια που ιδρώτα κλαίνε˙ και φτύνουν’. Η προσωποποίηση του στήθους είναι αποδεκτή, μα δείχνει κακογουστιά το κλάμα με ιδρώτα: αν για μάτια έχουμε τις θηλές να χύνουν ιδρώτα αντί δακρύων, δεν μπορούμε να εικονίσουμε τον ιδρώτα να ρέει από αυτές, διότι αυτός πάντα παρουσιάζεται από το δέρμα σε όλο το στήθος. Μετά ‘φτύνουν’ υποδηλώνει βίαιη, εκρηκτική εκροή και τα στήθια δεν κάνουν κάτι τέτοιο. Ο Ε. Έρμος που τα έγραψε αυτά, σαφώς δεν καταλαβαίνει από ποίηση, άσχετα αν έμαθε κάτι στο Εργαστήρι του Μικρού Πολυτεχνείου. Διότι πιο κάτω γράφει ‘δρομέας πιο μαύρος και απ’ το χρόνο’. Τώρα, πώς στην ευχή συγκρίνεις έναν δρομέα ως πιο μαύρο και απ’ τον χρόνο; Τρέχουν και οι δύο, αλλά η μαυρίλα;
Ανοίγω στη μέση, σ 40, και διαβάζω της Κ. Μεθενίτη το Vertigo:
Κουρασμένα κτίρια/ δεν βγαίνει η φωνή/ μαυροντυμένες ταράτσες…
Ναι, μπορεί παλιά και αφρόντιστα κτίρια να μοιάζουν κουρασμένα. Μα μετά, έχουμε ασυνταξία και ανακολουθία και ασυναρτησία και ανύπαρκτες ‘μαυροντυμένες ταράτσες’. Η γράφουσα τις θέλει και τις επιβάλλει ως ‘μαυροντυμένες’ δίχως εξήγηση. Το επόμενο ‘Σίσυφος’ –
Μυαλά στο νερό βουτηγμένα/ και σε ξεπλένω…
Πάλι ασυνταξία και ασυναρτησία. Πώς βουτάνε μυαλά σε νερό; Ούτε η Μεθενίτη καταλαβαίνει πολλά από ποίηση.
2. Η Θάλεια Λογοθέτη γράφει όπως οι περισσότεροι και καλά και κακά. Αλλά έχει αρκετούς στίχους καλούς, δείχνοντας πως αν διάβαζε τα καλύτερα δείγματα ποίησης και διόρθωνε περισσότερο, θα μπορούσε να γράψει και καλά ποιήματα. Πάντως από το Εργαστήρι δεν έμαθε και δεν πρόκειται να μάθει. Σε τέτοια μέρη όπου μαζεύονται ‘ποιητές’ κυριαρχεί ο εξυπνακισμός, που επιφέρει άλλα πολλά ελαττώματα , όπως η ασυναρτησία και η προσποίηση. Για την ώρα υπερτερούν αυτά. Στο ‘Φαύλο συσσίτιο’ γράφει πως άλλοι
μου σέρβιραν την πληγή μου την ίδια/ σε άλλο πιάτο ξανά και ξανά…
Δύσκολη μεταφορά. Καταλαβαίνω πως θέλει να πει πως οι άλλοι την κάνουν να πονά δικό της παλιό πόνο. Αλλά, πώς άλλοι άνθρωποι μοιάζουν με πιάτα και πώς σερβίρουν μια πληγή;
Μετά χρησιμοποιεί την επιτηδευμένη φράση ‘για δες’, ενώ αν κοιτάξεις δεν θα δεις τίποτα: ‘ουλή επικήδεια, για δες, ο χρόνος κατάντησε/ κυριολεξία αυτοσαρκασμού/ Οι ενοχές, για δες, αλαζόνες/ γαργαντούες εαυτού.’ Πώς μπορεί να είναι μια ουλή ‘επικήδεια’ και ο χρόνος κυριολεκτικά ‘αυτοσαρκασμός’; Οι δε «γαργαντούες» ενοχές καταβροχθίζουν (όπως ο Γαργαντούας) τι;
Αλλά γράφει λακωνικά, τραχιά, ουσιαστικά. Έχει καλούς στίχους –
Κουρνιασμένος στο πλάι σαν κουρασμένο χαμόγελο
Όπου και η παρομοίωση και η συνήχηση ‘κουρ-, κουρ-’ και τα μακριά επίθετα δείχνουν κάποια κούραση. Ή –
Μεταλλικοί κάκτοι στις ταράτσες/
το δειλινό πικάρουν και τη δίψα μου για αυταπάτη
όπου το ‘πικάρουν’ ζωντανεύει το δίστιχο, καθώς οι κάκτοι πεισματικά ματαιώνουν την ομορφιά του δειλινού με το οποίο αυταπατάται η γράφουσα. Και από άλλο –
οι μικρές σου λεπτομέρειες
μελτέμι κόντρα στις μεγάλες μου διαθέσεις/ στο λιμάνι γαντζωμένες.
Εξαιρετική γραφή κι εδώ. Λεπτομέρειες της ύπαρξης του συντρόφου σαν μελτέμι θέλουν να την παρασύρουν μακριά από τις δικές της επιθυμίες. Αλλά πιο ταιριαστό, ίσως, αντί ‘γαντζωμένες’, θα ήταν ‘αγκυροβολημένες’, μια και το σχήμα λόγου υπονοεί βάρκα ή καράβι με πανιά. Μα «γαντζωμένες» έχει μεγαλύτερη ένταση (πειρατκή;).
3. Ναι, είναι πολλά υποσχόμενη η Λογοθέτη. Έχει μερικές ασυναρτησίες μα το κέντρο βάρους τείνει προς έντιμη γραφή. Δυστυχώς δεν συμβαίνει το ίδιο με όλους τους άλλους. Εδώ θα δώσω μερικά δείγματα και θα επανέλθω.
Η Ε.Διαμαντοπούλου (με πρότερες δημοσιεύσεις) δεν μπορεί να γράψει ούτε μια σωστή μεταφορά. Δεν είναι σκοτεινότης ή σουρεαλισμός: είναι ασυναρτησία σκέτη και παραποίηση. Ιδού μερικές γραμμές από διαφορετικά ποιήματα:
‘Ραβδοσκοπώ της μοίρας το υφάδι’: Ποιο νερό ψάχνει;
‘Ενδοφλεβίως/ Χαίνουσες λαβωματιές αλαλάζουν’: Είναι «ενδοφλεβίως» δυνατόν έστω και φανταστικά;
‘Με το φιλί της προδοσίας καρφωμένο στα σωθικά’: Πώς καρφώνεται το φιλί στα σωθικά;
Όμοια ασυναρτησία βρίσκουμε και στην Ελευθερία Σταυρακάκη. Στο ‘Παλιά φωτογραφία’ καλεί κάποιον-
Και να σταθείς/ Στα χέρια σου κρατώντας τη στιγμή’: ναι, θα λειτουργούσε η γραμμή αν έλειπαν τα χέρια όπου η στιγμή δεν κρατιέται. Από το ‘Πολυθρόνα’-
‘Είδα τις σιωπές να παρελαύνουν/ μ’ αρπακτικού φτερά/ πόδια του λιονταριού/με πέτρινο χαμόγελο’: σίγουρα οι ‘σιωπές’ δε μοιάζουν με κανένα ον που αναφέρεται, ούτε ‘παρελαύνουν’- και μάλλον σκέφτεται κάποιο πέτρινο μυθολογικό τέρας όπως η σφίγγα. Η σιωπή δεν είναι κάτι τέτοιο. Η Σταυρουδάκη επιβάλλει αυτή την εικόνα πάνω στη σιωπή και σε μας.
Η Νατάσα Παρασκευοπούλου επίσης προσφέρει μπόλικη ασυναρτησία:
μετέωρος μένω/ μια φούσκα υγρή/ δίχως βάρος/
Και όλο μαζεύω βροχή/ Για όταν θα κλάψω// (σ 59 ‘Φούσκα’)
Εδώ βλέπουμε και το άλλο ελάττωμα – την προσποίηση μέσω υπερβολής: υγρή φούσκα, εντούτοις μαζεύει βροχή για να κλάψει – αν είναι δυνατόν!
Θα επανέλθω για τους υπόλοιπους.